Λάμψη και γοητεία… Όμορφα νυφικά και κορδέλες και γάμοι ονειρικοί με σαμπάνια και χρυσόσκονη. Και καλεσμένοι και μεταξωτές κορδέλες και σατέν τραπεζομάντιλα. Και σαμπάνιες. Και ταξίδια ονειρικά και φωτογραφίες από μέρη εξωτικά…
Λάμψη και γκλαμουριά, μ’ όλα τούτα τα ζευγάρια τα τέλεια, τα υπερτιμημένα, που μιλούν με το «σεις» και με το «σας» προς τα έξω, τα ξεβλαχεμένα. Όμως, μέσα ο σύζυγος ρίχνει πότε-πότε κι ένα μπερντάκι και μπινελίκια στη συμβία, που όλο γλιστράει μέσα στο σπίτι, όποτε τη ρωτούν για τους μώλωπες.
Λάμψη και γκλαμουριά για τα ζευγάρια που έχουν το ωραίο αυτοκίνητο με τη σύζυγο, αλλά στο σπίτι κοιμούνται χωριστά και το βράδυ όλο λείπει ο λεγάμενος, γιατί σουρτουκεύει με τη γραμματέα. Κι αυτή η σύζυγος, που δεν λέει κουβέντα, γιατί θα της φέρει κι άλλο δαχτυλίδι, μόλις τη βαρεθεί τη γραμματέα, γιατί είναι και καλός οικογενειάρχης και δεν το χαλάει το σπίτι του.
Κι άλλα, κρεβάτια, πιο πικάντικα, με γάμους-μαϊμού, επειδή ο σύζυγος νυχτοπερπατάει, για να βρει τον άντρα της ζωής του. Κι άντε ας πούμε το ξέρει η σύζυγος, συμφωνία κυριών, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, αλλά αν δεν το ξέρει; Αν έχει τυφλωθεί από τη χρυσόσκονη μέχρι να δει τον καβαλάρη της να φορά το νυφικό της;
Υπάρχουν και τα ζευγάρια, που σφιχταγκαλιάζονται, που πονά ο ένας και κλαίει ο άλλος. Μα, δεν τα κοιτούν τα περιοδικά, γιατί δεν φτάνει το μάτι σε ποντικότρυπες, δυαράκια, τριάρια, ακόμη και τεσσάρια. Γιατί δεν έχουν λαμπερούς πολυελαίους και έπιπλα με ονοματεπώνυμο. Κι άλλα ζευγάρια, αγαπημένα, που έχουν τον τρόπο τους, αλλά δεν χρειάζονται χρυσόσκονη, για να το δείξουν. Δεν χρειάζονται ψεύτικες πόζες, χαριτωμένες και ναζιάρικες και τη βλεφαρίδα κάγκελο.
Γιατί η χρυσόσκονη τούτη μπορεί να κρύβει και μπόχα, Καρολάιν μου, πουλάκι μου, που δεν σε κρύψαμε, να μη σε βρει το κακό. Δεν σε κρύψαμε, άγγελέ μου, να σε γλιτώσουμε. Όπως δεν κρύψαμε τον Άλεξ της Νατέλα. Όπως δεν σώσαμε τον Βαγγέλη τον Γιακουμάκη, που δεν ντράπηκαν οι «άντρακλες της φακής» να τους καταπιεί η γης, που έκαναν το παιδί να μαρτυρήσει στα χέρια τους. Δεν σε σώσαμε, Καρολάιν μου, κοπελάρα μου, όπως αφήσαμε απροστάτευτη την Ελένη Τοπαλούδη. Δεν γλιτώσαμε τον κομμωτή, που τον έκαψε ο άλλοτε φίλος του. Σαν να ’ταν σανός τον έκαψε. Λες κι έκαιγε αγριόχορτα.
Δεν σε σώσαμε, όπως δεν προστατεύσαμε τη μικρούλα Άννυ από τη Βουλγαρία, που βίωσε τα μαρτύρια του Ιώβ. Δεν σε σώσαμε, όπως δεν σώσαμε την κοπέλα από τον Βόλο, που χάθηκε με τον αδερφό της κι ας είχε καταγγείλει τον δήμιό της. Δεν σε σώσαμε, όπως δεν σώσαμε την Αλβανίδα, που αγάπησε Μεσανατολίτη. Σε αφήσαμε στην τύχη σου, σαν την Ελληνίδα που αγάπησε Αλβανό. Απροστάτευτη σε αφήσαμε, όπως τον Καραϊβάζ.
Μήτε τους μπράβους σώσαμε, που έφτασαν να σκοτώνονται για 5 και για 10 χιλιάρικα. Τόσο, λέει, αξίζει ο φόνος, ίσαμε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και όχι από τα καλά. Τόσο φτηνά πουλιέται η ζωή στο παζάρι…
Μοιάζουν οι λέξεις «αγάπη», «εμπιστοσύνη», «τρυφερότητα», «έλεος», να χάθηκαν από το λεξιλόγιό μας. Τόση βία δίπλα μας, γύρω μας, παντού. Βία ανεξέλεγκτη. Θεριό, απλωμένο σαν τη Λερναία Ύδρα, γιγαντιαίο χταπόδι έτοιμο να μας πνίξει.
Πού πήγε η λέξη «ντροπή»; Ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής; Η μπέσα; Η ανθρωπιά μας; Το τερμάτισες, Μπάμπη μου, σιχαμένε κι ελεεινέ, ν’ αγκαλιάζεις τη χαροκαμένη μάνα και λίγες ώρες αργότερα να ομολογείς τον φόνο της κόρης της;
Μα, δεν φταις εσύ μόνο, Μπάμπη μου. Έτσι, σε αναθρέψαμε. Εμείς σου δείξαμε πώς να πετύχεις. Σου δείξαμε πως σημασία έχει η νίκη, όχι ο αγώνας. Όλοι θεριά γίναμε σε άλλες πίστες, πιο βίαιες, να φάμε ο ένας τον άλλον στη δουλειά, να διώξουμε αυτόν που δεν μας αρέσει, να καβαλήσουμε τον αδύναμο. Να δημιουργήσουμε παρεούλες, σέχτες, ανταγωνισμούς, ο θάνατός σου η ζωή μου. Κοινωνίες του ανταγωνισμού, τάχα ο καλύτερος κερδίζει, κι ας έχει σκοτώσει τη μάνα του, για ν’ ανέβει. Κοινωνίες, που ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο, βιτριόλια, μαχαίρια ακόμη κι ανάμεσα σε μικρά παιδιά. Κοινωνίες, που γυναίκες πάνε για το μεροκάματο, και πέφτουν θύματα βιασμού.
Κοινωνίες δαρβινικές, ξεδιάντροπες, άριστες μόνο στον αριθμό των πτωμάτων. Δεν βάλαμε πήχη να γινόμαστε κάθε μέρα καλύτεροι άνθρωποι, να τη βράσω την τεχνολογική πρόοδό μας, αλλά Μπάμπηδες, χειριστικοί κι ανελέητοι, να τρώμε ο ένας τις σάρκες του αλλουνού, λύκοι μοναχικοί δίχως αγέλη, κρεμώντας και τον σκύλο ακόμη.
Πόσο αίμα μάς λείπει πια για να σταματήσουμε να είμαστε άγρια θηρία; Δεν είσαι ο μόνος, Μπάμπη. Και Έλληνες έχει και ξένους ελεεινούς. Δεν πρωτοτυπείς καν. Η άλλη, Βουλγάρα σύζυγος έκρυψε το πτώμα του συζύγου στην κατάψυξη. Μα ο φόνος της Καρολάιν, της μικρής μανούλας, με το μωρό το τόσο δα, να περιμένει τη μυρωδιά της, θα μας στοιχειώνει για πάντα. Θα μας αφυπνίζει το θέατρό σου, το πόσο έπαιξες με τη νοημοσύνη μας.
Μπάμπη της συμφοράς, που μπορεί να κρυφτείς από εμάς. Από τον εαυτό σου δεν μπορείς να κρυφτείς, που μέχρι την τελευταία στιγμή ξέρουμε πως έχει κι άλλο έργο να δούμε. Και οι Ερινύες ακόμη λούφαξαν στο κλουβί, δεν άντεξαν να σε προϋπαντήσουν.
Ζωή παραμυθένια, αλλά ψεύτικη μέχρι την τελευταία ρανίδα. Ζωή βγαλμένη με πόζες ψεύτικες, για να στολιστεί το άδικο. «Καλοί στη θεωρία και στα χαρτιά» οι Μπάμπηδες όλου τούτου του κόσμου, που με μία στολή παρασύρουν κοριτσόπουλα κι όλη η βρωμιά κι η δυσωδία, που αναδύεται από κάτω, βγαίνει σε μία στιγμή στη φόρα και το νήμα της ψευτιάς δεν έχει τέλος.
Ίσκιοι, φαντάσματα, ζωές κομμένες πρόωρα, φόβος και πεθαμένα όνειρα. Και μία ελληνική κοινωνία, που βγάζει κραυγές κι αλαλαγμούς. Μοιρολογίστρα για την Καρολάιν, να καταριέται και να κλαίει γοερά, να ξεσπά στον φονιά και να ξεσκίζει τα ιμάτιά της.
Κοχλάζει και φωνάζει η ελληνική κοινωνία. Διαμαρτύρεται και λυσσάει, «ζούγκλα γίναμε», αλλά φοβάται να αντιληφθεί πως κάτι στραβό και σάπιο φυτρώνει πρώτα στα σπλάχνα τα δικά της. Και ξεχνά πως εκείνη ανέθρεψε Μπάμπηδες, γκλαμουράτους, χειριστικούς κι ανελέητους. Εκείνη έθαψε το τσεκούρι της ανθρωπιάς, της ηθικής και της αλληλεγγύης και ξέθαψε το τσεκούρι του ανελέητου κι άκρατου ανταγωνισμού, του πολέμου, που σφάζει και τους αμάχους.
Μα, δεν κατάλαβες, Μπάμπη, τι έκανες, με όλο τούτο το θέατρο, που τελειωμό δεν έχει μήτε τώρα; Μας ένωσες, Μπάμπη μου, και δεν το κατάλαβες. Μας άνοιξες τα μάτια, Μπάμπη μου, πως τα ωραία σιρίτια δεν κάνουν απαραίτητα κι όμορφους ανθρώπους. Πως τα αγγελικά πλάσματα, με τα γοητευτικά πράσινα μάτια, τα «άριστα» με τις καλές περγαμηνές, τα επαγγέλματα τα γκλαμουράτα, ενίοτε κρύβουν σκατένιες ψυχές…