Έχω την αίσθηση (ή την παραίσθηση) πως η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια καλή κυβέρνηση. Δεν διαβάζω και δεν ακούω σοβαρές αντιρρήσεις για τον τρόπο που διοικεί και πολιτεύεται, ούτε και για τις κύριες αποφάσεις της. Όταν η αντιπολίτευση επενδύει στα (για κάποιους) λάθη του υπουργείου Πολιτισμού περί τσιμέντου, Λιγνάδη και τα λοιπά, κάτι φαίνεται να γίνεται σωστά από την υπόλοιπη κυβέρνηση. Δεν μπορεί το υπουργείο Πολιτισμού να είναι ο αποδέκτης τού 80% της αντιπολιτευτικής κριτικής. Όταν ο άλλος διαχειρίζεται αυτήν την τρέλα της πανδημίας, συν τον Ερντογάν, συν τη με ιλιγγιώδεις ρυθμούς παγκόσμια μετάβαση στο «ηλεκτρονικό κράτος», συν την οικονομία, τις καταστροφές και τις πλυμμήρες και τις υπόλοιπες πληγές του Φαραώ, μοιάζει μεγάλη επιτυχία να έχει προβλήματα μόνο το υπουργείο Πολιτισμού – και αυτό γιατί «συνεργάζεται» σε επενδυτικά σχέδια. Κάτι μάλλον φρέσκο και καινούργιο συμβαίνει στη Δημοκρατία της Ελλάδας, αν όλο το πρόβλημά μας είναι το Ελληνικό και το μετρό Θεσσαλονίκης.
Μπορούμε να το δούμε και αλλιώς: το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι «πρωθυπουργικό», και ξέρουμε όλοι πως τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να γίνουν πρωθυπουργοί στις επόμενες εκλογές είναι μόνο δύο – ρεαλιστικά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας. Κανείς στη Ν.Δ. δεν μπορεί να ελπίζει πως θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό τα επόμενα λίγα χρόνια. Και δεν υπάρχει βέβαια και κανείς στην (κέντρο)αριστερά που θα μπορούσε, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές, να αντικαταστήσει τον Τσίπρα. Ας σταθούμε λίγο εδώ. Ο Μητσοτάκης είναι πρωθυπουργός και τα πάει καλά. Κάθε μέρα που περνάει, τόσο και πιο σταθερό γίνεται το βήμα του, τόσο περισσότερο ξεκαθαρίζει η προσωπική του εικόνα που δεν θυμίζει σε τίποτα τον Κώστα Καραμανλή, τον Αντώνη Σαμαρά – και όλη την παλαιά Ρηγίλλης. Η θέση του στο κόμμα του δεν απειλείται από τίποτα και από κανέναν. Χωρίς κραυγές, καβγάδες και μαγκιές, τους έχει στείλει όλους τους παλιούς στα αζήτητα – όχι με «κόλπα» κάτω από τραπέζι αλλά με τις ίδιες τις επιλογές του.
Ο Αλέξης Τσίπρας από την άλλη, έχοντας με τα ίδια του τα χέρια καταρρακώσει στην πράξη το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς (όποιο τέλος πάντων ηθικό πλεονέκτημα είχε αφήσει όρθιο ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον σοσιαλισμό του), μοιάζει απελπιστικά στριμωγμένος. Δεν τολμάει. Κρατάει ένα τιμόνι που πρέπει επειγόντως να το στρίψει προς το mainstream, την κεντρική λεωφόρο, αλλά φοβάται μη στεναχωρήσει κάποιους φίλους από τα παλιά, τους λίγους «αριστερούς» του. Όχι τους κολλημένους «ορθόδοξους» κομμουνιστές του ΚΚΕ – αυτοί είναι και θα μείνουν εκεί που είναι. Δεν κουνάνε. Ούτε τους άλλους, Βαρουφάκης, Κωνσταντοπούλου και ΣΙΑ, τους οποίους με αξιοθαύμαστη ευελιξία ξεφορτώθηκε στα δύσκολα του ’15, ούτε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιλάμε για όποια «αριστερά» έχει απομείνει μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ μετά από 4,5 χρόνια εξουσίας – δηλαδή, για κάτι που δεν είναι καν μετρήσιμο. Πόσους θα «έχανε», αν αποφάσιζε επιτέλους να δει την πραγματικότητα ως έχει και να θυσιάσει την, έτσι κι αλλιώς νεκρή, αριστεροσύνη του; Και πόσους θα κέρδιζε αν αναζητούσε στελέχη τύπου Πιερακάκη ή Κικίλια, ανθρώπους δηλαδή γενικά αποδεκτούς που κάνουνε δουλειά; Ξέρω, υπάρχουν ακόμα κάποιοι που αυτοαποκαλούνται «αριστεροί», στην παρούσα συγκυρία όμως μόνο ως γραφικοί καταγράφονται. Δεν υπάρχουν πια αριστεροί (ή αντιδεξιοί) αρκετοί για να γεμίσουν ούτε την πλατεία Θεάτρου, όχι να φτάσουν στην εξουσία. Όταν το «χωριό» είναι πια αυτό που βλέπουμε στις «Μέλισσες», μια μικρή Ευρώπη με ρούχα μέχρι και της Λουκίας, η «αριστερά» δεν μπορεί να επιμένει στο αμπέχονο και τις «θύμισες» ενός παλαιού εμφυλίου. Καλύπτονται αυτά τα απομεινάρια από το ΚΚΕ (κυρίως), από τους εκδιωχθέντες το ’15 και τα μικρά τους κόμματα – και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που, αν μη τι άλλο, είναι αυτό που είναι. Δεν καπηλεύεται κάτι «ξένο».
Ο Τσίπρας, φανερά αμήχανος, μοιάζει να ξέρει τι του συμβαίνει αλλά να μην έχει το θάρρος να το αντιμετωπίσει: Η δεξαμενή του συρρικνώνεται επικίνδυνα και αυτός πάει σε διαδηλώσεις με άλλους εκατόν ογδόντα πέντε «αριστερούς». Η γραβάτα που ΔΕΝ φοράει δεν είναι πια καινοτομία, οι σημερινοί υπουργοί πάνε στη δουλειά και με μαύρα μπλουζάκια, όπως όλος ο κόσμος. Τίποτα στο image του Τσίπρα δεν κλείνει το μάτι στο σήμερα, πόσω μάλλον στο αύριο. Ο Μακρόν, λίγες μέρες πριν εκλεγεί, είχε δηλώσει: «Εγώ δεν είμαι ούτε δεξιός, ούτε αριστερός» - και με αυτήν την τόσο αναγκαία διευκρίνιση πήρε τις εκλογές. Την ίδια «δήλωση», όχι με λέξεις αλλά με τις επιλογές του, την κάνει σήμερα αντί του Τσίπρα ο Μητσοτάκης. Και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να κάνει τίποτα γιατί είναι, λέει, «αριστερός». Είναι κρίμα, όχι μόνο για τον ίδιον αλλά για τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Αφήνει ακάλυπτους όλους αυτούς που ψάχνουν επιχειρήματα για να αντιπολιτευθούν σοβαρά. Αφήνει την κυβέρνηση να προχωρά χωρίς αντίλογο.
Αγαπητέ μου Αλέξη, ξεκόλλα. Δεν υπάρχει πια «αριστερά». Γίνε Πράσινος, γίνε Κεντρώος (λίγο παλιό κι αυτό θα μου πεις), γίνε κάτι χρήσιμο στο τώρα και στο αύριο. Το ’χεις. Μια απόφαση είναι. Μην αφήνεις τον θεσμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης γυμνό και μουγγό. Κοινοβουλευτική Δημοκρατία έχουμε, ο ουσιαστικός αντίλογος και η επί της ουσίας «άλλη πρόταση» είναι θεμέλιο αυτής της Δημοκρατίας που με τόσο κόπο, τόσο πρόσφατα, αποκτήσαμε.