«Με μία μόνο κουκκίδα δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα. Στο σύμπαν υπάρχει ο ήλιος, το φεγγάρι, η γη και εκατοντάδες εκατομμύρια αστέρια…»
Είναι τούτη η ψυχεδέλεια στα έργα της που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι πόθεν η έμπνευσή της… Τολμηρή, φιλοσοφημένη, πρωτοποριακή, προκλητική, ακτιβίστρια, περνάει την ζωγραφική σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν, θα λέγαμε…
Τα πουά της είναι σίγουρα τα πιο γνωστά και επιτυχημένα του κόσμου, όπως άλλωστε και η ίδια, σύμφωνα με την λίστα των «Times», καθώς εντάσσεται κάθε χρόνο ανάμεσα στις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές προσωπικότητες του κόσμου. Σύμφωνα με τους καταλόγους των δημοπρασιών, είναι η πιο ακριβή εν ζωή καλλιτέχνης.
Το έργο της Kusama βασίζεται στην εννοιολογική τέχνη και παρουσιάζει μερικές ιδιότητες του φεμινισμού, του μινιμαλισμού, του σουρεαλισμού, του Art Brut, της ποπ τέχνης και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, και εμπλουτίζεται με αυτοβιογραφικό, ψυχολογικό και σεξουαλικό περιεχόμενο. Και εκπλήσσει αρχικά η δήλωσή της ότι δεν της αρέσει το σεξ, επειδή, όπως έχει παραδεχθεί, η μητέρα της την έβαζε να κατασκοπεύει τον πατέρα της όταν εκείνος συνουσιαζόταν με τις ερωμένες του. Αληθεύει: η Kusama δεν ήθελε το σεξ: «Όταν μια γυναίκα κοιμάται με έναν άνδρα, χάνει το μόνο της όπλο. Με τρομάζει και μόνο η σκέψη για την εισδοχή ενός φαλλού μέσα μου. Και αυτός είναι ο λόγος που τον αποδίδω στα έργα μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία της. Πράγματι, οι ελάχιστες σχέσεις της ήταν πλατωνικές.
«Ήθελα να ξεκινήσω μια επανάσταση, χρησιμοποιώντας την τέχνη, για να οικοδομήσω το είδος της κοινωνίας που οραματίστηκα».
Η 87χρονη Γιαπωνέζα καλλιτέχνης Yayoi Kusama ή αλλιώς η «ιέρεια του πουά», όπως αυτοαποκαλείται, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα μαλλιά της πλέον, ανήκει στους πιο γνωστούς καλλιτέχνες παγκοσμίως και δεν σταματά να δημιουργεί και να εκθέτει τα έργα της, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Κάθε πρωί πηγαίνει στο στούντιό της, το οποίο βρίσκεται μόλις μερικά μέτρα από την ψυχιατρική κλινική που ζει οικειοθελώς από το 1977, στο Κιότο.
Γεννημένη το 1929 στο Ματσουμότο της Ιαπωνίας, η Yayoi Kusama πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο φυτώριο που διατηρούσε η οικογένειά της. Από εκεί εμπνεύστηκε και τις διάσημες τεράστιες κολοκύθες της που εκτίθενται σε πολλά μουσεία, συλλογές και δημόσιους χώρους ανά τον κόσμο. Ήταν 10 χρονών όταν ξεκίνησε να ζωγραφίζει τις διάσημες τελείες της για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ψυχικής υγείας που είχε.
«Μια μέρα κοίταζα τα κόκκινα λουλούδια στο σχέδιο του τραπεζομάντιλου και όταν σήκωσα το βλέμμα μου είδα το ίδιο μοτίβο να καλύπτει το ταβάνι, τα παράθυρα και τους τοίχους, και τελικά όλο το δωμάτιο, το σώμα μου και το σύμπαν. Ένιωθα σαν να χανόμουν, να στροβιλίζομαι στο άπειρο του ατέλειωτου χρόνου και στην απολυτότητα του χώρου και να εκμηδενίζομαι. Όταν κατάλαβα ότι αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα και όχι στην φαντασία μου, τρόμαξα. Ήξερα ότι πρέπει να δραπετεύσω από μια ζωή υπό το ξόρκι των κόκκινων λουλουδιών. Έτρεξα πάνω στις σκάλες. Τα σκαλοπάτια πίσω μου άρχισαν να διαλύονται και έπεσα χτυπώντας το πόδι μου».
Στα 19 της χρόνια δούλεψε σε ένα εργοστάσιο παραγωγής αλεξίπτωτων κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην συνέχεια σπούδασε στο Κιότο το παραδοσιακό ιαπωνικό στυλ ζωγραφικής που ονομάζεται «Nihonga».
Το 1958 η Kusama μετακομίζει στην Νέα Υόρκη, θεωρώντας ότι η ιαπωνική κοινωνία ήταν πολύ μικρή και περιφρονητική για τις γυναίκες, και γνωρίζοντας ότι το μέλλον της θα ήταν ένας πλούσιος γάμος που θα της είχε υποδείξει η μητέρα της. «Όταν έφυγα για την Νέα Υόρκη, η μητέρα μου μού είπε να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στο σπίτι της ξανά», έχει δηλώσει στον «Guardian».
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα από οικονομική άποψη, αλλά πέρασαν γρήγορα. Κατά την δεκαετία του ’60 έγινε μέλος της avant-garde της πόλης με έργα της να εκτίθενται δίπλα σε αυτά του Andy Warhol, Claes Oldenburg και George Segal. Ήταν τότε που διαμαρτυρόμενη για τον πόλεμο του Βιετνάμ διοργάνωσε εξωφρενικές δημόσιες εκδηλώσεις όπως στο Central Park και στην γέφυρα του Μπρούκλιν, που περιλάμβαναν γυμνό, ενώ έγραψε και μια ανοιχτή επιστολή στον Richard Nixon, καλώντας τον να κάνει έντονο σεξ μαζί της, υπό τον όρο ότι θα σταματούσε τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Το 1969 άνοιξε το κατάστημα «The Nude Fashion Company» με ρούχα που σχεδίαζε η ίδια, ένας χώρος όπου φιλοξένησε και φιλοξενεί συχνά έργα της αλλά και επιδείξεις μόδας.
Μια από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας της ήταν η συμμετοχή της, το 1966, στην 33η Biennale της Βενετίας με το έργο της «Narcissus Garden».
«H γη μας είναι μόνο ένα πουά ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο αστέρια στο σύμπαν. To πουά είναι ένας δρόμος προς το άπειρο».
Το 1973 επιστρέφει στην πατρίδα της, την Ιαπωνία, όπου βρίσκει την καλλιτεχνική σκηνή πολύ πιο συντηρητική από εκείνη της Νέας Υόρκης. Το 1977, και αφού έχει νοσηλευτεί πολλές φορές για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις πανικού και τις παραισθήσεις της, αποφασίζει αυτοβούλως να ζήσει μόνιμα στην ψυχιατρική κλινική Seiwa. Από εκεί συνεχίζει να παράγει έργα τέχνης, όχι μόνο μέσω της ζωγραφικής, καθώς ξεκίνησε την λογοτεχνική της σταδιοδρομία με μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. «Αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και καιρό. Με φοβίζει πολύ το γεγονός πως μεγαλώνω. Ξέρω πως το τέλος είναι κοντά και πως μπορεί να πεθάνω μία από τις επόμενες μέρες. Είμαι πάντα εδώ [στο στούντιο] μέχρι να βραδιάσει και, παρ’ ότι θέλω να συνεχίσω να ζωγραφίζω, σκέφτομαι να πάω σπίτι, γιατί διαφορετικά θα είμαι κουρασμένη την επόμενη μέρα. Πριν με πάρει ο ύπνος, αισθάνομαι τόσο κουρασμένη, που θα μπορούσα να πεθάνω. Όμως, γύρω στις 3 το πρωί ξυπνάω και αρχίζω να ζωγραφίζω ή να γράφω ξανά», δηλώνει η ίδια.
Φεύγοντας από την Νέα Υόρκη, η Yayoi Kusama σιγά-σιγά ξεχάστηκε. Μέχρι το 1993, που συμμετείχε στην Biennale της Βενετίας με το ιαπωνικό περίπτερο. Από εκεί κι έπειτα ο δρόμος της άνοιξε ξανά. Το 2008 ο οίκος Christie στην Νέα Υόρκη πούλησε ένα έργο της στην τιμή των 5,1 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό ρεκόρ για εν ζωή καλλιτέχνη.
Μετά την έκθεση στο Tate του Λονδίνου και στο Whitney Museum της Νέας Υόρκης το 2012, που συνέπεσαν με την συνεργασία της με τον οίκο Luis Vuitton και Marc Jacobs, τα έργα της και η ήδη υψηλή αξία τους εκτοξεύτηκαν ακόμη περισσότερο. Τα ρούχα που σχεδιάζει είναι μέρος της τέχνης της, καθώς το μοτίβο τους είναι συνέχεια των έργων της, δείχνοντας έτσι το σώμα να απορροφάται από αυτά, θυμίζοντας χαμαιλέοντα.
Το 2017 ξεκίνησε αναδρομική έκθεση 50 χρόνων των έργων της στο Μουσείο Hirshhorn στην Ουάσιγκτον, με προγραμματισμένες παρουσιάσεις σε πέντε μουσεία των ΗΠΑ και του Καναδά. Κυρίαρχη θέση σε αυτές έχουν τα δωμάτια-καθρέφτες με τις περίφημες κολοκύθες της.
Οι επισκέπτες των έργων της για φέτος έχουν ξεπεράσει ήδη τα 2.000.000 σε μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο.
Θα χρειαζόμαστε τόμους βιβλίων για να περιγράψουμε το έργο της σημαντικής αυτής καλλιτέχνιδος, τις διακρίσεις της, τις εκθέσεις της, τα ρούχα της, τα βιβλία της… την ζωή της. Η ίδια, ακόμη και όταν κάθεται στο αναπηρικό της καροτσάκι, συνεχίζει να φορά τις κόκκινες περούκες της και τα πουά φουστάνια της με τα έντονα χρώματα.