Δύο μέρες πριν από το πρώτο ολικό lockdown, που επιβλήθηκε στις 23 Μαρτίου πέρυσι, ο λοιμωξιολόγος και εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, Σωτήρης Τσιόδρας, που ήδη είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, «λύγισε». Αυτός ήταν ο τίτλος της ημέρας σχεδόν σε όλες ανεξαιρέτως τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Εκείνη τη μέρα, είχαμε τριάντα πέντε (35) νέα κρούσματα σε ένα σύνολο 530, και 13 νεκρούς.
Με δάκρυα στα μάτια και εμφανώς συγκινημένος, ο κ. Τσιόδρας, που αναμφισβήτητα κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, είχε πει:
«Μου έγραψε κάποιος γνωστός μου, πολύ σοβαρός επιστήμονας, από τους καταξιωμένους ανθρώπους σε παγκόσμιο επίπεδο. Μου είπε πως κάνουμε πολύ μεγάλη φασαρία για λίγους ηλικιωμένους και ανήμπορους από τα χρόνια νοσήματα συμπολίτες μας. Η απάντηση που δίνω και την αφήνω στην κρίση σας, είναι ότι το θαύμα της ιατρικής επιστήμης τού 2020 είναι η παράταση της ποιοτικής ζωής αυτών των ατόμων, πολλοί από τους οποίους (σ.σ. στο σημείο αυτό κόπιασε)… είναι μανάδες και πατεράδες μας. Είναι γιαγιάδες και παππούδες. Τους τιμούμε και τους σεβόμαστε όλους. Τους προστατεύουμε όλους, αλλά κατ’ εξοχήν αυτούς. Δεν μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε να έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς».
Ο κ. Τσιόδρας έπειθε. Μίλησε στην καρδιά τής κάθε κόρης και του κάθε γιου, του κάθε εγγονιού που ήθελε το καλό των παππούδων του. Μίλησε στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας με αυτή του την τοποθέτηση.
Βέβαια, ο κ. Τσιόδρας μάς αποχαιρέτησε τέλη Μαΐου με Ελύτη, και έχει να τοποθετηθεί δημόσια από τις αρχές Νοεμβρίου και την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό, οπότε και ανακοινώθηκε το νέο lockdown. Οι ψίθυροι στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια δίνουν και παίρνουν, και δεν είναι λίγοι πλέον εκείνοι που του ασκούν κριτική για τη σιωπή του.
Έναν χρόνο μετά, στις 26 Μαρτίου, ηκαθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, Βάνα Παπαευαγγέλου, χαρακτήρισε το 20% των ανθρώπων που πεθαίνουν εκτός ΜΕΘ «πολύ μικρό». «Προφανώς υπάρχουν και θάνατοι εκτός ΜΕΘ, πάντα υπήρχαν. Είναι πολύ μικρό, όμως, το ποσοστό των ασθενών που χάνουν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ, 20% νομίζω», ήταν η ακριβής διατύπωσή της κατά την ενημέρωση για την εξέλιξη του ιού στη χώρα μας. Μετά τον σάλο που προκάλεσε η δήλωση, η καθηγήτρια έκανε λόγο για διαστρέβλωση.
Το πρόβλημα ένα χρόνο μετά, με τη χώρα να έχει σπάσει πλέον και το φράγμα των 8.000 νεκρών, είναι ότι μια ειδικός επέλεξε να μιλήσει στον ελληνικό λαό όπως θα μιλούσε κατά την εισήγησή της σε ένα επιστημονικό συνέδριο για τη διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 μετά από χρόνια.
Το πρόβλημα με τη δήλωση της καθηγήτριας είναι ότι ποσοτικοποίησε ανθρώπινες ζωές, τη στιγμή που μετά από πέντε μήνες lockdown σπάει το ένα ρεκόρ κρουσμάτων και διασωληνωμένων μετά το άλλο και οι συμπολίτες μας ζουν με τον φόβο τού τι θα γίνει αν νοσήσουν.
Το πρόβλημα με τη δήλωση τη καθηγήτριας είναι ότι επιχειρεί να μας εξοικειώσει με το «συμβαίνουν αυτά» και το «υπάρχουν και χειρότερα». Δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν αυτά, δεν θα έπρεπε να είμαστε «οκ» ως κοινωνία με την παραδοχή ότι δεν λαμβάνουν όλοι την απαιτούμενη ιατρική φροντίδα.
Κάθε ζωή μετράει, και το 20%, και η μία στις πέντε. Γιατί κάθε ζωή έχει τη δική της αξία.
Στις 24 Μαΐου 2020, οι «NYT» είχαν βγει με πρωτοσέλιδο τα ονόματα των ανθρώπων που χάθηκαν από τον κορωνοϊό και καθήλωσαν όλον τον κόσμο. «Οι θάνατοι στις ΗΠΑ πλησιάζουν τους 100.000, μια ανυπολόγιστη απώλεια», ήταν ο τίτλος. «Δεν ήταν απλά ονόματα σε μια λίστα, ήταν “εμείς”», ήταν ο πλάγιος τίτλος, ακολουθούσαν τα ονοματεπώνυμα, οι ηλικίες και οι ιδιότητες των αδικοχαμένων Αμερικανών.
Ένα χρόνο μετά, ας θυμηθούμε ότι δεν περισσεύει κανείς. Ένα χρόνο μετά, ας αναζητήσουμε την ενσυναίσθησή μας και, αφού τη βρούμε, ας την απαιτήσουμε και από εκείνους που μας ενημερώνουν, και πολύ περισσότερο από εκείνους που αποφασίζουν. Ως εδώ!