Παρά το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε συνθήκες καραντίνας, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να υπάρξει ο καλύτερος δυνατός σχεδιασμός και η ανάπτυξη των αναγκαίων συνεργειών για την προσέλκυση επενδύσεων και την αντιστροφή της μεγάλης ύφεσης που θα αφήσει πίσω της η πανδημία. Η ελληνική οικονομία, κατά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, προσπαθούσε σχεδόν μετά από δέκα χρόνια ύφεσης και δημοσιονομικών πιέσεων να ανακάμψει. Ωστόσο, η όλη κατάσταση που επικρατεί εντείνει τις πιέσεις, με τις επιπτώσεις να πλήττουν χιλιάδες εργαζόμενους και επιχειρήσεις, οι οποίοι αγωνιούν ακόμη και για την οικονομική τους επιβίωση, ενώ συνάμα υπάρχει μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση.
Οι πόροι που επίκειται να διοχετευθούν από το Ταμείο Ανάπτυξης, καθώς και από το νέο πρόγραμμα ΕΣΠΑ που αφορά τη νέα δημοσιονομική περίοδο, θα πρέπει να αποτελέσουν τον πυλώνα για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε πλήθος τομέων όπου η χώρα παρουσιάζει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα είναι οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), η αγροδιατροφή, η κυκλική οικονομία, αλλά και ο βιώσιμος τουρισμός. Ωστόσο, πέρα από τους πόρους αυτούς, θα πρέπει η χώρα να καταστεί επενδυτικός προορισμός, στοχεύοντας σε επενδύσεις που μπορούν να δημιουργήσουν υψηλή προστιθέμενη αξία, καθώς επίσης και θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στα πλαίσια αυτά μπορεί να διαδραματίσει η ομογένεια, είτε προβαίνοντας σε σχετικές επενδύσεις, είτε αποτελώντας σύνδεσμο για την πραγματοποίηση των επενδύσεων αυτών. Για αυτό όμως, απαιτείται μια πιο συνεκτική πολιτική, στην οποία θα συμμετέχει το σύνολο των εμπλεκομένων φορέων, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής.
Για την πραγματοποίηση των επενδύσεων αυτών, δεν αρκεί μόνο ο σχεδιασμός του κεντρικού κράτους και η πολιτική που θα ισχύσει σε θέματα, όπως για παράδειγμα είναι το θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο. Αντιθέτως, απαιτείται και συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και άλλων τοπικών φορέων, έτσι ώστε να μπορέσει να υπάρξει διάχυση των ωφελειών αυτών εντός της χώρας και να μην ενταθούν περαιτέρω οι σημαντικά μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στη χώρα. Ουσιαστικά, θα πρέπει να δοθούν τοπικά κίνητρα, τα οποία θα τα επικοινωνήσουν με τον κατάλληλο τρόπο στους υποψήφιους επενδυτές για να αναδειχθεί η ελκυστικότητα των περιοχών αυτών με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Παρά την κατάσταση που επικρατεί με τον Covid-19, τον τελευταίο μήνα μόνο, σημαντικές επενδύσεις αποφασίστηκε να πραγματοποιηθούν από αμερικανικές εταιρείες στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας (cloud computing) καθώς επίσης και στον τομέα της ηλεκτροκίνησης. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί και να έχει και μια ευρύτερη πολιτική στήριξη, θέτοντας στο επίκεντρο τον κοινό στόχο της ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας, με παράλληλη ανάσχεση του brain drain. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να είναι φορείς, όπως τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, στο σύνολο της χώρας, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη συνεργειών, έτσι ώστε η εφαρμοσμένη έρευνα που πραγματοποιείται στα πανεπιστήμια, να μπορέσει να συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, παράλληλα με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης θα πρέπει η χώρα να καταστεί επενδυτικός προορισμός, άμεσα, επιζητώντας τη μέγιστη μόχλευση πόρων, για να καταφέρει να αντιστρέψει την πολύ αρνητική οικονομική συγκυρία και τη συρρίκνωση του ΑΕΠ που τείνει στα επίπεδα που βρίσκονταν είκοσι χρόνια πριν. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να υπάρξει στον χειρισμό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, έτσι ώστε να απορροφηθούν γρήγορα, έχοντας παράλληλα την κατάλληλη στόχευση.