«Στα χέρια του αφήσαμε μια πένα, κάμποσο μελάνι, μερικές κόλλες χαρτί», έγραψε στο σημείωμά του για την αναγγελία του θανάτου τού Βασίλη Αλεξάκη ο γιος του Δημήτρης, παρακινώντας αντί στεφάνου να αφήσει ο καθένας μας τη μικρή δωρεά του στο συντονιστικό των εργαζομένων δημόσιας υγείας Support Health Workers, στη συλλογική κουζίνα «El Che-f» ή στην εφημερίδα «Η Σχεδία» την οποία είχε διανείμει ο ίδιος στους δρόμους.
Γιατί αυτός ήταν ο σπουδαίος Βασίλης Αλεξάκης, που έμενε σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στο Κολωνάκι, και αγάπησε τους μη έχοντες ζώντας τους, μιλώντας τους, ατενίζοντας μέσα από το δικό τους βλέμμα τον έρωτα για ζωή…
Γιατί έρωτας για τον σημαντικότερο συγγραφέα της εποχής μας ήταν τα πάντα: ο πόνος, η ζήλια, το φιλί, το πάθος, ο χωρισμός, το δάκρυ… μα πάνω απ’ όλα οι λέξεις του, αφού μαζί τους ταξίδευε σε δρόμους μακρινούς, από τη Γαλλία στην Αφρική και στην Ελλάδα σε ταξίδια δίχως τέλος, δίχως γυρισμό, μέχρι τούτο ’δώ το τελευταίο του γι’ αλλού. Οι λέξεις του…
Δεν είναι τυχαίο που το έργο του «Τάλγκο» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984, με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας», από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο), εκεί που ο Αλεξάκης βάζει πλάι στις περιπέτειες του έρωτα και την άλλη μεγάλη του αγάπη, τις λέξεις του, στις δυο γλώσσες που λάτρεψε, τη γαλλική και την ελληνική.
Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, και σπούδασε με υποτροφία στην Ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ στη Γαλλία, κάτι που τον οδήγησε στην επί σειρά ετών συνεργασία του με την εφημερίδα «Le Monde», όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και χρονογράφος. «Γιατί βρέθηκα στη Γαλλία, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτα, με φιλοξενούσε ένας φίλος σε ένα διαμέρισμα 2 επί δύο, δεν ήξερα καν τη γλώσσα καλά, αλλά έπρεπε να επιβιώσω και ξεκίνησα εκεί ως δημοσιογράφος», έχει πει ο ίδιος.
Έτσι, εξοικειώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στην οποία έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα. Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει ασχοληθεί επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο.
Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές «Mon amour», «Citta armoniosa» (Ιταλία, 1978), «Γδύσου» (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες υπό τον γενικό τίτλο «Η σκιά του Λεωνίδα» (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά («Leonidas’ Schatten», Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986). Έχει σκηνοθετήσει την ταινία μικρού μήκους «Είμαι κουρασμένος», βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες «Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση» (1984) και «Το τραπέζι» (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του «Αθηναίοι», η οποία απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991).
«Όταν βλέπω νέους να συζητάνε στα Εξάρχεια, στις σκάλες πολυκατοικιών, χαίρομαι. Δεν ξέρω τι συζητάνε, αλλά είναι μεγάλες παρέες, κάθονται, γελάνε, πίνουν, γιατί είναι πιο φθηνά από το καφενείο. Όπως και στο παρκάκι της Ναυαρίνου, τι λένε, τι κάνουν, δεν γνωρίζω, αλλά είναι σίγουρο ότι έχουν σημασία αυτές οι συζητήσεις, εκεί κρίνεται το μέλλον και όχι στην Βουλή».
Επίσης, έχει ασχοληθεί με το θέατρο («Εγώ δεν...», «Μη με λες Φωφώ»). Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του «Η μητρική γλώσσα»), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007, για το βιβλίο του «μ.Χ.»).
Έργα του έχουν εκδοθεί, εκτός από τη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν ταυχόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Αργεντινή, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
«Ο τρόπος μου να μιλάω είναι να γράφω», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του στην «ΕφΣυν» το 2016. Ο Β. Αλεξάκης αναζητά διαρκώς γέφυρες ανάμεσα στις δύο ζωές του, στη Γαλλία και την Ελλάδα, δύο γλώσσες, δύο κουλτούρες.
«Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται δύο θέματα, όπως το πλέξιμο που γίνεται με δύο βελόνες. Εδώ ήρθα σε επαφή με άστεγους, πούλησα τη “Σχεδία”, πήγα στα συσσίτια, έκανα έρευνα σοβαρά. Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα είναι θέμα φαντασίας, αλλά αυτό δεν μου επιτρέπει τα λάθη. Με βοηθάει να έχω στο μυαλό μου πραγματικούς ανθρώπους».
Ήταν τότε που έγραφε το μυθιστόρημά του «Το κλαρινέτο». Στην ίδια συνέντευξη διηγείται κάτι συναρπαστικό και αλλοπρόσαλλο:
«Το θέμα του είναι ο θάνατος του επί 40 χρόνια εκδότη μου στη Γαλλία Ζαν-Μαρκ Ρομπέρτς. Έπαθε καρκίνο πριν από πέντε χρόνια. Έτσι, περιγράφω την πορεία προς το τέλος του, ελπίζοντας πως δεν θα υπάρξει, και ταυτόχρονα ο αφηγητής μου, σαν και μένα, επιστρέφει κάθε λίγο στην Ελλάδα και παρατηρεί την κατάρρευση της χώρας. Δηλαδή, αφήνει τον έναν καρκίνο εκεί και βρίσκει τον άλλον εδώ...»
Και συνεχίζει με το πώς βγήκε ο τίτλος: «Μια μέρα συνειδητοποίησα στο σπίτι μου, στο Παρίσι, ότι έχω ξεχάσει τη λέξη κλαρινέτο στα ελληνικά. Με έπιασε πανικός. Βγαίνω στους δρόμους και βλέπω τον πύργο του Άιφελ σαν ένα τεράστιο κλαρινέτο, αλλά δεν ξέρω το όνομα. Ρωτάω έναν περαστικό στον δρόμο και ήταν Κινέζος τουρίστας. Τελικά πήγα στον εκδότη μου, του περιέγραψα το όργανο και μου έγραψε τη λέξη “κλαρινέτο” λέγοντας: “Αυτός είναι ωραίος τίτλος”».
Και κλείνει εκείνη τη συνέντευξη χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «μετανάστη»: «Όταν ζεις από το 1969 στο Παρίσι, η Ελλάδα γίνεται μια μυθική χώρα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα της κρίσης προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Κατάλαβα ότι η χώρα δεν είναι αυτό που νόμιζα εγώ όταν έκανα μπάνια τα καλοκαίρια στην Τήνο. Γνώρισα όμως και μια κυρία 105 χρόνων, τη Λιλή Αλιβιζάτου –σύζυγος γιατρού και αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά–, με την οποία κλείνει το βιβλίο. Αυτή μου είπε: “Αφού θα μιλήσετε για τον τόπο μας, κάντε το με γλυκύτητα, με κατανόηση, μη μας ταπεινώσετε”… Δεν προδίδουμε την Ελλάδα ταξιδεύοντας, αλλά αρνούμενοι το γεγονός ότι περνάει ο χρόνος, ότι έχουμε διανύσει χιλιάδες χρόνια από την αρχαιότητα, ότι πρέπει να τελειώνουμε με ορισμένα πράγματα, όπως με τα θέματα της Εκκλησίας, και άλλα που τα εκμεταλλεύεται και η Άκρα Δεξιά... Υπάρχει ένα είδος νοσταλγίας που δίνει την εντύπωση ότι το μέλλον είναι πίσω μας…»
Είναι γνωστό ότι ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν ταγμένος στην Αριστερά, ενώ δεν δίσταζε να τα βάζει και με τις μονοθεϊστικές θρησκείες που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο και δίνουν ελπίδες για τη… μετά θάνατον ζωή: «Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτή την ελπίδα, αλλά σίγουρα είναι μια παρηγοριά, που αναμφισβήτητα, την εκμεταλλεύτηκαν οι θρησκείες».
Δεν τον τρόμαζε ο θάνατος, λάτρευε τη ζωή και τη μοναξιά και τη δημιουργία: «Η μοναξιά είναι η αφετηρία κάθε δημιουργίας. Σε παρηγορεί, σου δίνει μια χαρά, εγώ ζω με τα πρόσωπα των βιβλίων μου, για αυτό θεωρώ το γράψιμο μια μοναξιά με παρέα».
Τώρα από εκεί μακριά που πέταξε, δεν ξέρω αν βιώνει μοναξιά, σίγουρα όμως μας χαμογελά περιπαικτικά, καθώς το χιούμορ δεν έλειψε ποτέ από τη ζωή του, μια ζωή ανάμεσα Γαλλία - Ελλάδα, μια ζωή ανάμεσα σε δυο γλώσσες και δυο πατρίδες που λάτρεψε, σεβάστηκε, πόθησε όσο η θάλασσα το μπλε της χρώμα και ο ήλιος το χρυσαφί του. Και όλα αυτά μόνο με τις λέξεις του μπόρεσε να μας τα μεταφέρει, που έγραφε μόνο στο χαρτί, διψασμένοι το νέκταρ τους να πιούμε και να μεθύσουμε χωρίς κρασί, μόνο με λέξεις… λέξεις έρωτα, φυγής, απομόνωσης, λέξεις αγάπης για τον άνθρωπο…
Πηγή: ΑΠΕ, «Εφημερίδα των Συντακτών», antikleidi.com