Ο Βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ –ή πιο γνωστός ως Τζον Λε Καρέ– δεν είναι πια ανάμεσά μας. Ο άνθρωπος που απογείωσε το λεγόμενο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών, ενώ η οικογένειά του σε επίσημη ανακοίνωση έγραψε: «Με μεγάλη λύπη επιβεβαιώνουμε ότι ο Τζον λε Καρέ έφυγε από τη ζωή από πνευμονία το προηγούμενο Σάββατο μετά από έναν σύντομο αγώνα με την ασθένεια».
Ο Λε Καρέ εξέδωσε το πρώτο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα του το 1961, όταν ορθωνόταν το τείχος του Βερολίνου και στη Δύση ο υπερκατάσκοπος 007 Τζέιμς Μποντ σάρωνε στις οθόνες και έκανε τον δημιουργό του, Ίαν Φλέμινγκ, διάσημο και πλούσιο αλλά και τον Σον Κόνερι αστέρα πρώτου μεγέθους.
Το 1963 ο Λε Καρέ με το τρίτο μυθιστόρημά του «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» έκανε το «μπαμ» και στάθηκε ισάξια απέναντι στον Ίαν Φλέμιγνκ, και ο δικός του ήρωας Τζορτ Σμάιλι απέναντι στον Τζέιμς Μποντ.
Σύμπτωση μοναδική: Ο Τζον Λε Καρέ ήταν για χρόνια στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, ενώ και ο Ίαν Φλέμινγκ πέρασε από αυτές. Και οι δύο γνωρίζουν πράγματα εκ των έσω. Και οι ήρωές τους μοχθούν για το καλό της πατρίδας.
Και εδώ σταματούν οι συμπτώσεις. Οι ήρωες του Λε Καρέ δεν έχουν καμιά σχέση με τον Τζέιμς Μποντ, δεν είναι κάτι το... ηρωικό και αστραφτερό ή γοητευτικό. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, ήσυχοι, διακριτικοί, λιγομίλητοι. Μπορεί να είναι και λίγο γερασμένοι, παχουλοί, και δεν είναι καλοί στα όπλα. Μοιάζουν απογοητευμένοι και καιροφυλακτούν επειδή φοβούνται την προδοσία.
Μπορεί να είναι ακόμα και λίγο μίζεροι, ή διστακτικοί, ή και να αμφιταλαντεύονται για το τι είναι σωστό και το τι πρέπει να κάνουν. Είναι αυτοί που πρέπει να ισορροπήσουν στην παράνοια του ψυχρού πολέμου. Ο Σμάιλι είναι ένας από αυτούς και οι ηθοποιοί που τον ενσάρκωσαν ήταν οι Ρούπερτ Ντέιβις, Άλεκ Γκίνες και Γκάρι Όλντμαν. Καμιά σχέση με Σον Κόνερι, Ρότζερ Μουρ, Ντάνιελ Γκρεγκ και τους άλλους.
Τα περισσότερα βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική από τις εκδόσεις Bell, Πόλις, Καστανιώτης, Γρηγόρης, ενώ οι πιο γνωστές ταινίες του είναι: «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι», «Η Ιστορία Δεν Επαναλαμβάνεται», «Η Μικρή Τυμπανίστρια», «Ένας Τέλειος Κατάσκοπος», «Η Ρωσική Εστία» και το «The Night Manager», «Ο Ράφτης του Παναμά», «Ο Επίμονος Κηπουρός», «Απόλυτοι Φίλοι», «Το Τραγούδι της Ιεραποστολής». Οι περισσότερες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Η ταινία όμως με τον τίτλο «Η Μικρή Τυμπανίστρια», αν και δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία πριν γίνει σίριαλ, έγινα γνωστή στο ελληνικό κοινό όταν η παραγωγή με μεγάλη δυσκολία πήρε την άδεια προκειμένου να γυριστούν αποσπάσματά της σε ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους.
Τα έργα τού Λε Καρέ είναι λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, δάφνες που δεν διεκδικεί ο Ίαν Φλέμινγκ. Σύμφωνα με το περιοδικό «Time», ένα από τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα είναι «Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», το οποίο έδωσε και μια από τις καλύτερες ταινίες της ίδιας εποχής.
«Είναι ο συγγραφέας, ο πραγματικός εκπρόσωπος του σοβαρού, ώριμου, περίπλοκου, κατασκοπευτικού μυθιστορήματος», είπε ο Γκάρι Όλντμαν που ενσάρκωσε τον Σμάιλι στη μεγάλη οθόνη. Το 2008 στον πίνακα των καλύτερων 50 Άγγλων συγγραφέων του 20ού αιώνα που συνέταξαν οι «Τάιμς» του Λονδίνου, κατέλαβε την 22η θέση.
Ωστόσο, ο ίδιος απέρριπτε τις λογοτεχνικές διακρίσεις, όπως και τον τίτλο του ιππότη, λέγοντας σε μια συνέντευξη στις ΗΠΑ το 2017 ότι ήταν «τόσο καχύποπτος για τον λογοτεχνικό κόσμο που δεν θέλω τις επευφημίες του».
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα
Ο Τζον Λε Καρέ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1931 στο χωριό Πουλ, στην περιοχή του Ντόρσετ, στην Αγγλία. Η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν πέντε ετών και ο Τζον τη συνάντησε πολύ αργότερα. Πατέρας του ήταν ο Ρίτσαρντ Κόρνγουελ (1906-1975), συνταξιούχος ασφαλιστής που είχε δημιουργήσει πολλά χρέη, ενώ για διάφορες παραβατικές υποθέσεις κατέληξε και μία φορά στη φυλακή. Μικρότερη αδελφή του είναι η σημερινή ηθοποιός Σαρλότ Κόρνγουελ και ετεροθαλής αδελφός του, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, ο Ρούπερτ Κόρνγουελ που διευθύνει μια εφημερίδα.
Ο Τζον Λε Καρέ, ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πέγκμπορν, στην κομητεία Μπερκσάιρ, συνέχισε στην πρότυπη σχολή Σέρμπορν, την οποία όμως εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον αυστηρό εσωτερικό κανονισμό της.
Το 1949 σπούδασε ξένες γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης και τον επόμενο χρόνο εντάχθηκε στις αγγλικές στρατιωτικές μονάδες ασφαλείας και πληροφοριών, που είχαν παράρτημα στην Αυστρία. Εκεί, μαθαίνοντας τη γερμανική γλώσσα, ανέλαβε τον τομέα ανακρίσεων όσων δραπέτευσαν από το λεγόμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Το 1952 εισήχθη στο Κολέγιο Λίνκολν της Οξφόρδης, όπου ανέλαβε συνεργάτης της ΜΙ-5, προκειμένου να παρακολουθεί και να παρέχει πληροφορίες για αριστερές ομάδες φοιτητών, που ενδεχομένως να είχαν συναντήσεις με Ρώσους παράγοντες. Το 1956 έλαβε το πτυχίο του και άρχισε να διδάσκει γαλλικά και γερμανικά.
Διετέλεσε καθηγητής στο Ίτον επί δύο χρόνια και κατόπιν εντάχθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών και πήρε μετάθεση στη Βρετανική Πρεσβεία στη Βόννη. Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, εργάστηκε στο τμήμα αρχείων πληροφοριών, έχοντας πρόσβαση σε αρχεία με πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών.
Έγραψε στη Βόννη το πρώτο του μυθιστόρημα, «Call For The Dead», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1961. Τότε γεννήθηκε η ανάγκη για ένα ψευδώνυμο, καθώς δεν επιτρέπεται στους αξιωματούχους του Υπουργείου Εξωτερικών να γράφουν βιβλία επωνύμως. Επέλεξε το αγγλογαλλικό Τζον Λε Καρέ.
Το 1963 ο διπλός Βρετανός κατάσκοπος των Σοβιετικών, Κιμ Φίλμπι, δραπέτευσε στη Μόσχα και έδωσε πολλά στοιχεία για τους Βρετανούς πράκτορες. Τότε ο Λε Καρέ παραιτήθηκε από την υπηρεσία και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Μια συγγραφή χειροποίητη, αφού έγραφε πάντα στο χέρι με την πένα του και ουδέποτε χρησιμοποίησε γραφομηχανή ή αργότερα υπολογιστή. Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, στράφηκε σε άλλες θεματολογίες σε παγκόσμιες μαφίες, Ρώσους ολιγάρχες, εμπόριο όπλων, τρομοκρατία κ.ά.
Έγραψε συνολικά 24 μυθιστορήματα και πολλά δοκίμια, σενάρια και μικρές ιστορίες για την τηλεόραση. Έπαιξε και ως ηθοποιός σε πέντε ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα βιβλία του.
Ποιος ήταν όμως πραγματικά;
Στην αυτογραφία του με τίτλο «Η σήραγγα του περιστεριού» (εκδόσεις Bell) φαίνεται να διώχνει όλα τα φαντάσματα του ψυχρού πολέμου και τα ιδανικά τη Βρετανικής Αυτοκρατορίας, παίρνοντας φιλοευρωπαϊκές θέσεις κόντρα στους οπαδούς του Brexit και κόντρα στα λαϊκιστικά ακροδεξιά κινήματα που απειλούν όχι μόνο τη Γερμανία αλλά και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. «Η Αγγλία μου θα είναι αυτή που θα αναγνωρίσει τη θέση της στην Ε.Ε. Η Αγγλία που προσπαθεί να μας βγάλει από την Ε.Ε., είναι μια Αγγλία που δεν θέλω να ξέρω», είχε αναφέρει.
Περιγράφει ακόμα τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον δυτικό κόσμο, όταν έσπευσε να γνωρίσει από κοντά τον Αραφάτ, όταν όλοι τον αποκαλούσαν τρομοκράτη, και να βάλει το χέρι του στη θέση της καρδιάς του «νιώθοντας ότι εκείνη τη στιγμή αγγίζει τις καρδιές όλου του παλαιστινιακού λαού».
Άσκησε πολλές φορές έντονη κριτική για τον τρόπο λειτουργίας των κεντρικών υπηρεσιών στη Βρετανία και ιδιαίτερα προς πολιτικούς προϊσταμένους τους. Από τα πυρά του δεν γλίτωσε και η Μάργκαρετ Θάτσερ, ιδιαίτερα την περίοδο που έκανε αλλεπάλληλες ιδιωτικοποιήσεις. Παρ’ ότι παρέμενε ανένδοτος αντι-κομμουνιστής, σεβόταν την πίστη που είχαν οι αντίπαλοί του στη δική τους ιδεολογία.
Στην προσωπική του ζωή δεν απέφυγε το σκάνδαλο με τη διπλή ερωτική ζωή του. Τελικά χώρισε τη σύζυγό του και παντρεύτηκε την ερωμένη του με την οποία απέκτησαν τρεις γιους.
Για το πώς ταίριαξε με αυτό το επάγγελμα και αυτήν τη ζωή, σημειώνει στην αυτοβιογραφία του: «Στη μυστικότητα δεν με μύησε η κατασκοπία. Οι υπεκφυγές και οι απάτες ήταν τα απαραίτητα όπλα της παιδικής μου ηλικίας. Στην εφηβεία είμαστε όλοι κατάσκοποι κατά κάποιον τρόπο, αλλά εγώ ήμουν βετεράνος». Ή σε άλλο σημείο: «Βλέπετε, είμαι ψεύτης. Γεννήθηκα για να λέω ψέματα, μεγάλωσα με τα ψέματα και εκπαιδεύτηκα στα ψέματα από μια βιομηχανία που ζει από τα ψέματα, στα οποία εξασκήθηκα ως μυθιστοριογράφος. Ως δημιουργός μυθοπλασιών, επινοώ εκδοχές του εαυτού μου, ποτέ τον πραγματικό μου εαυτό, αν υπάρχει».