Πριν από τις μεγάλες επαναστάσεις, όπως η γαλλική και η ρωσική, υπήρξε μια άλλη που άλλαξε τη μοίρα του κόσμου. Η τυπογραφία, η σημαντικότερη ίσως εφεύρεση της δεύτερης χιλιετίας, που έδωσε ώθηση στην Αναγέννηση και οδήγησε στον Διαφωτισμό και την επιστημονική επανάσταση, που έδωσε τη μαζική γνώση στους ανθρώπους και άλλαξε το μέλλον τους.
Η απαρχή της ήταν μια τέτοια μέρα 23 Φεβρουαρίου του 1455, και δημιουργός της είναι ο Γερμανός σιδηρουργός, χρυσοχόος, τυπογράφος και εκδότης Johannes Gensfleisch zur Laden zum Gutenberg – ή Ιωάννης Γουτεμβέργιος, όπως έγινε γνωστός στην Ελλάδα. Ο Γουτεμβέργιος θεωρείται ο «πατέρας» της μηχανικής εκτύπωσης, μολονότι είχαν ήδη κατασκευαστεί κινητά τυπογραφικά στοιχεία από τον Ολλανδό Λαυρέντιο Κοστέρ στην πόλη Χάρλεμ, γιατί εκείνος συνέλαβε πρώτος την ιδέα της τυπογραφικής μεθόδου στο σύνολό της.
Γεννήθηκε κατά την επικρατέστερη εκδοχή το 1397 στο Μάιντς (Mainz) της Γερμανίας και απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου του 1468 σε ηλικία 71 ετών. Περίπου στα 1430 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο. Τον Μάρτιο του 1434, ένα γράμμα του υποδεικνύει ότι εκείνη την εποχή διέμενε εκεί, όπου είχε κάποιους συγγενείς από την πλευρά της μητέρας του. Στο Στρασβούργο άρχισε να πειραματίζεται στη μεταλλουργία και στα 1434 έκανε τα πρώτα του βήματα στην τυπογραφία.
Ως έμπειρος χρυσοχόος, μέλος της αντίστοιχης συντεχνίας, πειραματίζεται από το 1434 με κινητούς ξύλινους χαρακτήρες. Τα πρώτα αποτελέσματα διαφαίνονται το 1436 οπότε εκτυπώνει λαϊκά, θρησκευτικά βιβλία.
Μετά από διάφορες προσπάθειες πετυχαίνει, το 1441, με τη βοήθεια ενός βελτιωμένου μελανιού, να αξιοποιήσει εκτυπωτικά και τις δύο όψεις μιας σελίδας χαρτιού. Το 1448, επέστρεψε στο Mainz. Πήρε δάνειο από τον άντρα της αδερφής του, Arnold Gelthus, και εγκατέστησε ένα τυπογραφείο στο κτίριο Humbrechthof.
Το πρώτο έργο που τύπωσε δοκιμαστικά εκεί ήταν ένα γερμανικό ποίημα. Τα έξοδα ήταν πολύ μεγάλα. Ο Γουτεμβέργιος συνεταιρίστηκε με τους χρηματοδότες Johannes Fust, πλούσιο δικηγόρο και τραπεζίτη, και τον Peter Schoeffer, έναν καλλιγράφο από το Παρίσι που θα του παραχωρήσουν δάνειο ύψους 800 γκίλντεν (ολλανδικά νομίσματα). Ο Shoeffer σχεδίασε μερικές από τις πρώτες γραμματοσειρές.
Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, η πρώτη επιτυχία ήρθε με την εκτύπωση, το 1455, της «Βίβλου» των 42 γραμμών στα λατινικά, σε 180 αντίτυπα (σώζονται σήμερα τα 40), τα περισσότερα σε κοινό χαρτί και μερικά σε χαρτί εξαιρετικής ποιότητας. Είναι ευρέως γνωστή ως η «Βίβλος του Γουτεμβέργιου». Αποτελεί το πρώτο βιβλίο μαζικής παραγωγής, που για πολλούς είναι το καλύτερο και αρτιότερο τεχνικά βιβλίο που τυπώθηκε ποτέ.
Ταυτόχρονα, το τυπογραφείο άρχισε να τυπώνει και άλλα, πιο επικερδή κείμενα (πιθανόν βιβλία λατινικής γραμματικής). Ίσως η πιο κερδοφόρα επιχείρηση υπήρξε το τύπωμα χιλιάδων συγχωροχαρτιών για την Εκκλησία, μεταξύ 1454 και 1455. Στον καιρό της ακμής του, η επιχείρηση του απασχολούσε περισσότερα από 20 άτομα (ξυλουργούς, χημικούς, μεταλλουργούς, σχεδιαστές).
Ωστόσο, τα έξοδα έκδοσης της «Βίβλου» ξεπέρασαν τις οικονομικές του δυνατότητες και λίγους μήνες μετά ήρθε σε ρήξη με τον συνέταιρό του, τον Fust, για οικονομικά θέματα. Έτσι ο Fust απέκτησε τον έλεγχο του εργαστηρίου για το τύπωμα της «Βίβλου» και τα μισά τυπωμένα αντίτυπα. Ο Γουτεμβέριος χρεοκόπησε, έφυγε από το Μάιντζ και άνοιξε ένα μικρό τυπογραφείο στο Bamberg της Βαυαρίας. Στράφηκε μάλιστα σε πιο «εμπορικές» εκδόσεις (σχολικές γραμματικές και ημερολόγια).
Tο 1458 τύπωσε τη «Βίβλο των 36 στίχων». Κανένα όμως από τα τυπωμένα βιβλία δεν φέρει το όνομά του ή χρονολογία, κι έτσι δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Είναι πιθανόν ακόμη το μεγάλο λεξικό Catholicon –300 αντίτυπα των 744 σελίδων–, τυπωμένο στο Mainz το 1460, να εκδόθηκε από το εργαστήριό του.
Οι πρώην συνέταιροι, Fust και Schoeffer, το 1457, χρησιμοποιώντας πιθανότατα τυπογραφικά στοιχεία κατασκευασμένα από τον Γουτεμβέργιο, τύπωσαν το περίφημο «Ψαλτήριο του Mainz», το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε με τρία χρώματα, μαύρο για τα κείμενα και κόκκινο ή μπλε για τα θαυμάσια αρχιγράμματα. Το «Ψαλτήριο» ήταν διακοσμημένο με εκατοντάδες πολύχρωμα αρχικά γράμματα και λεπτά διακοσμητικά σχέδια, που είχαν τυπωθεί με μια εξαιρετικά ευφυή τεχνική πολλαπλού μελανώματος ενός απλού μεταλλικού στοιχείου.
Ο Γουτεμβέργιος επέστρεψε για να δουλέψει στη γενέτειρα του, αλλά ήταν άτυχος, καθώς κατά τη διάρκεια μιας διένεξης μεταξύ δύο αρχιεπισκόπων θεωρήθηκε υπαίτιος και εξορίστηκε από το Μάιντς. Μεγάλος σε ηλικία πια, μετακόμισε στο Eltville της Ρηνανίας, όπου ανέλαβε την επίβλεψη ενός νέου τυπογραφείου που ανήκε στους αδερφούς Bechtermünze.
Τα επιτεύγματα του Γουτεμβέργιου αναγνωρίστηκαν επιτέλους τον Ιανουάριο του 1465, και του δόθηκε ο τίτλος Hofmann (κύριος της Αυλής). Πιστεύεται ότι επέστρεψε στο Mainz, αλλά δεν είναι βέβαιο. Πέθανε πάμφτωχος το 1468 και ενταφιάστηκε στο Μοναστήρι των Φραγκισκανών μοναχών του Mainz. Αργότερα το νεκροταφείο καταστράφηκε και ο τάφος του χάθηκε.
Το 1504, αναφέρθηκε ως ο επίσημος εφευρέτης της τυπογραφίας σε ένα βιβλίο του καθηγητή Ivo Wittig. Tο 1567 το πρώτο πορτρέτο του Γουτεμβέργιου εμφανίστηκε στις βιογραφίες διάσημων Γερμανών τού Heinrich Pantaleons.
Προς τιμήν του ιδρύθηκε αιώνες αργότερα, το 1900, από την πόλη Μάιντς με την ευκαιρία της 500ών γενεθλίων του, το Μουσείο Gutenberg.
Το Project Gutenberg (εγχείρημα Γουτεμβέργιος) ονομάστηκε εις μνήμην του και είναι μια εθελοντική προσπάθεια ψηφιοποίησης, αρχειοθέτησης και διανομής πολιτισμικών έργων μέσω Διαδικτύου. Ξεκίνησε το 1971 και είναι, σήμερα, η αρχαιότερη ψηφιακή βιβλιοθήκη. Η προσπάθεια αυτή είναι συνεχής.
Η ελληνική τυπογραφία
Δέκα χρόνια μετά την εκτύπωση της «Αγίας Γραφής» ξεκινά και η ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας, σε τυπογραφεία της Ιταλίας. Το 1476 εκδόθηκε το πρώτο αποκλειστικά ελληνικό κείμενο από Έλληνα τυπογράφο, η «Επιτομή των οκτώ τού λόγου μερών» του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, βιβλίο ελληνικής γραμματικής. Τον σχεδιασμό των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων και την επιμέλεια της εκτύπωσης αναλαμβάνει ο τυπογράφος Δημήτριος Δαμιλάς, γνωστός ως Δημήτριος ο Κρης ή Δημήτριος ο Μεδιολανεύς, ο οποίος γράφει και τον πρόλογο του βιβλίου.
Προς το τέλος του 15ου αι., ο Άλδος Μανούτιος άρχισε να τυπώνει στη Βενετία πολλά ελληνικά βιβλία, είτε γραμματικές της ελληνικής είτε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, φροντισμένα από Έλληνες λόγιους που είχαν φύγει από την Κωνσταντινούπολη.
Μέχρι το 1500 είχαν τυπωθεί τουλάχιστον 80 ελληνικά βιβλία. Η εκδοτική δραστηριότητα εμπλουτίστηκε με θρησκευτικά και λειτουργικά κείμενα, αλλά και με ιστορικοφιλολογικά και λογοτεχνικά έργα. Στην εκδοτική αγορά του 16ου αιώνα κυριαρχούν ιταλικοί εκδοτικοί οίκοι (Giuliani και Pinelli), αλλά και αργότερα στον ίδιο αιώνα ενεργοποιήθηκαν βενετικοί οίκοι, με Έλληνες ιδιοκτήτες (Νικόλαος Γλυκύς, 1670, και Νικόλαος Σάρος, 1686).
Από τον 16 και 17ο αιώνα άρχισαν να εκδίδονται ελληνικά βιβλία και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε άλλα πνευματικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στη Μολδαβία και τη Βλαχία, ιδίως με θρησκευτικά κείμενα. Το 1731 ιδρύθηκε στη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου το δεύτερο τυπογραφείο στον Ελλαδικό χώρο, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης.
Το 1798 ιδρύεται από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ το Πατριαρχικό Τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο λειτουργεί έως σήμερα. Από τα τέλη του 17ου αιώνα τυπώθηκαν ελληνικά βιβλία, καθώς και εφημερίδες και περιοδικά σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως τη Λειψία, τη Βιέννη, την Πετρούπολη, την Οδησσό, τη Μόσχα, καθώς και στα Ιόνια Νησιά, συνεισφέροντας στην προετοιμασία του ελληνικού έθνους για την επερχόμενη επανάσταση.