«Ένα φάντασμα πλανιέται τις τελευταίες ημέρες στα νερά του Αιγαίου». Το φάντασμα αυτό δεν είναι άλλο από το τουρκικό ωκεανογραφικό πλοίο «Τσεσμέ», το οποίο από το μεσημέρι της Πέμπτης κινείται με σβηστό πομπό ανάμεσα στα τουρκικά χωρικά ύδατα και το Αιγαίο.
Για ακόμα μια φορά, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα τουρκική πρόκληση. Μονάχα που, αυτήν τη φορά, το επίκεντρο της κρίσης δεν βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα «αμφισβητούμενα» –κατά πολλούς– ύδατα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, αλλά μέσα στην καρδιά του Αιγαίου.
Το γεγονός, μάλιστα, πως αυτή η νέα πρόκληση λαμβάνει χώρα εν μέσω των εν εξελίξει διερευνητικών επαφών ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, αλλά και λίγες μονάχα ημέρες πριν από την άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό, φανερώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως η Άγκυρα στέλνει το δικό της μήνυμα σε Αθήνα, Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες.
Και το μήνυμα αυτό είναι ένα και σαφές: η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από την πλήρη αποδοχή των τουρκικών θέσεων και την ανάγκη υποχωρήσεων από την Ελλάδα και την Κύπρο στις τουρκικές επιδιώξεις.
Η απάντηση της Αθήνας
Για την κυβέρνηση και την ελληνική διπλωματία, η έξοδος του «Τσεσμέ» από τα Δαρδανέλια και η έκδοση της νέας αυτής Navtex συνιστούν μια τουρκική κίνηση που κινείται στα όρια. Ένα «blame-game», και όχι μια ουσιαστική παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Αθήνα επέλεξε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της προς την Τουρκία με την έκδοση διαβήματος, αλλά όχι να δυναμιτίσει το κλίμα είτε με την αποστολή ελληνικών πολεμικών πλοίων στην περιοχή της Λήμνου είτε με δημόσιες παρεμβάσεις του υπουργού Εξωτερικών ή του υπουργού Εθνικής Άμυνας.
Ενδεικτικό είναι πως ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, Αλέξανδρος Παπαϊωάννου, χαρακτήρισε την τουρκική κίνηση «αχρείαστη», επισημαίνοντας παράλληλα πως «η τουρκική Navtex αυτή καθαυτή είναι παράτυπη, καθώς ο σταθμός της Σμύρνης δεν έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει Navtex γι’ αυτή την περιοχή».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Υφυπουργός Παιδείας και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Άγγελος Συρίγος, ο οποίος μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Mega υποστήριξε πως «η Τουρκία δεν κάνει αποτύπωση αναγλύφου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αλλά έρευνα σε θαλάσσια ύδατα». Συνεπώς, σύμφωνα με τον ίδιο, η κίνηση αυτή της Τουρκίας συνιστά μεν μια πρόκληση, αλλά όχι μια επιθετική προς την Αθήνα κίνηση.
«Στόχος μας είναι να μην επιτρέψουμε στην Τουρκία να επιρρίψει στην ελληνική πλευρά τις ευθύνες σε ενδεχόμενη αποτυχία των διερευνητικών επαφών», μας είπε χαρακτηριστικά ανώτατος διπλωμάτης με μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών κρίσεων.
Η έξοδος του «Τσεσμέ» διχάζει τους Έλληνες αναλυτές
Η έξοδος του «Τσεσμέ» έχει διχάσει τους Έλληνες διεθνολόγους και αναλυτές αναφορικά με τους στόχους της Τουρκίας, αλλά και με την απάντηση που πρέπει να δώσει η Αθήνα στις νέες τουρκικές προκλήσεις.
Από τη μια πλευρά, με προεξέχοντα τον Γιάννη Μάζη, μια σειρά αναλυτών χαρακτηρίζουν την κίνηση της Τουρκίας ως «πολεμική» και ζητούν την άμεση εμπλοκή του ελληνικού στρατού στην επιχείρηση αποτροπής του «Τσεσμέ» από το να μπει στο Αιγαίο.
«Το Τσεσμέ δεν είναι κάποιο ανώδυνο ωκεανογραφικό σκάφος, αλλά είναι σκάφος του τουρκικού πολεμικού ναυτικού… συνεπώς πρέπει να υπάρξει προειδοποίηση βύθισης. Οτιδήποτε άλλο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής γεωπολιτικής του ΕΚΠΑ, «συνιστά εθνική μειοδοσία».
Από την άλλη πλευρά, τοποθετούνται πολλοί αναλυτές, οι οποίοι συγκλίνουν στην «ανάγνωση» του Υπουργείου Εξωτερικών. «Η έρευνα είναι ωκεανογραφική και δεν γίνεται στην επιφάνεια του βυθού και στο υπέδαφός του. Συνεπώς, δεν υπάρχει παραβίαση κυριαρχικού δικαιώματος, ακόμη και αν είχαμε ανακηρύξει ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υποναύαρχος Στέλιος Φενέκος, συμπληρώνοντας πως «η μόνη παράβαση (και όχι παραβίαση) που κάνουν είναι ότι τη NAVTEX την εξέδωσε Τουρκικός σταθμός που δεν έχει αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη περιοχή (Σμύρνης), η οποία αρμοδιότητα ανήκει στον Ελληνικό σταθμό της Λήμνου».
Οι στόχοι της Άγκυρας ως προς τα ελληνοτουρκικά
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ένταση στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων «ενισχύει» τη θέση του Ερντογάν στο τουρκικό πολιτικό σκηνικό και συσπειρώνει δυνάμεις της τουρκικής κοινωνίας στο άρμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Δημοκρατίας (AKP).
Συνεπώς, ένας από τους λόγους για τους οποίους το «Τσεσμέ» βγήκε στο Αιγαίο, έχει να κάνει με τη διάθεση του Ερντογάν να πετύχει τον αποπροσανατολισμό της εσωτερικής κοινής γνώμης από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική κυβέρνηση εντός των πυλών.
Πρωτίστως, όμως, η Άγκυρα στέλνει ένα σαφές μήνυμα στην Αθήνα αλλά και σε όλους τους τρίτους ότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από την αποδοχή των τουρκικών θέσεων.
Η Τουρκία, με αυτή την κίνηση, επιχειρεί να υπενθυμίσει τις θέσεις της ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ότι δεν μπορεί να έχουν πάνω από 6 ναυτικά μίλια αιγιαλίτιδας ζώνης.
Τα πολλαπλά μηνύματα προς τη Δύση
Η άσκηση ελεγχόμενης έντασης από την Τουρκία δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τις εξελίξεις στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και τις σχέσεις της Άγκυρας με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.
Η πίεση προς την Ευρώπη
Αφού η Ευρώπη δεν μπορεί να πετύχει την ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού και προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, η Άγκυρα χρησιμοποιεί εκ νέου την πολιτική της έντασης με στόχο να εκβιάσει τις Βρυξέλλες και να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία εν όψει της επικείμενης Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου.
Αυτό που προκύπτει από τις Βρυξέλλες είναι πως, στην ερχόμενη Σύνοδο, το κείμενο συμπερασμάτων και οι αποφάσεις που θα ληφθούν για την Τουρκία μπορεί να μην είναι «σκληρές» και να μη συμπεριλαμβάνουν κυρώσεις, όμως σίγουρα δεν θα ικανοποιούν την Άγκυρα.
Η έκθεση προόδου που ετοιμάζει ο ύπατος εκπρόσωπος Εξωτερικών, Ζ. Μπορέλ, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι ένα κείμενο εμπιστευτικού χαρακτήρα και κατά συνέπεια ένα γενικό πλαίσιο για περαιτέρω συζήτηση αναφορικά με την προοπτική της Τουρκίας, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της κυβέρνησης Ερντογάν.
Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει θέσει κάποιους βασικούς στόχους, τους οποίους και θέλει να πετύχει, πρώτον, για να απορροφήσει τους κραδασμούς στο εσωτερικό του και, δεύτερον, για να τονώσει την τουρκική οικονομία, η οποία τείνει να εξελιχθεί σε «αχίλλειο» πτέρνα του.
Ειδικότερα, ο Ερντογάν ζητά από την Ευρώπη:
-Την απελευθέρωση του καθεστώτος ταξιδιωτικών θεωρήσεων.
-Την αναβάθμιση της τελωνειακής σύνδεσης μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και συνολικότερα η ενίσχυση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων.
-Την προσπάθεια περιορισμού των Βρυξελλών στις υποθέσεις που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ως εσωτερικές της και αφορούν τον σεβασμό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
-Την αναθεώρηση της συμφωνίας του 2016 για το Προσφυγικό προς όφελος της Άγκυρας και τη συμπερίληψη μεγαλύτερων κονδυλίων προς την Τουρκία για την περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων από την Συρία.
Το έμμεσο μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες
Η γεμάτη σκοπιμότητες «στροφή» του Ερντογάν προς τη Δύση κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της ανάληψης των καθηκόντων τού Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, φαίνεται πως δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς που περίμενε ο Τούρκος Πρόεδρος.
Το ασφυκτικό «πρέσινγκ» για τους S-400 συνεχίζεται, οι δημόσιες επικρίσεις του νέου Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίκεν, προς την Άγκυρα δίνουν και παίρνουν, ενώ η Αμερικανική Γερουσία με πρωτοβουλίες του Ρόμπερτ Μενέντεζ συνεχίζει να «σφυροκοπά» την Άγκυρα.
Πάνω από όλα και εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του… ο Τζο Μπάιντεν, ακόμα και σήμερα δεν έχει μιλήσει προσωπικά με τον ίδιο τον Ερντογάν, δείχνοντάς του πως η προνομιακή μεταχείριση των ημερών Ντόναλτ Τραμπ έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Μπροστά σε αυτήν τη νέα κατάσταση, ο Ερντογάν αξιοποιεί εκ νέου το χαρτί της έντασης, και μετατρέπεται σε «πρόβλημα» για την Ανατολική Μεσόγειο, διεκδικώντας από τη νέα αμερικανική διοίκηση προσοχή, διάλογο αλλά κυρίως διαπραγματεύσεις.
Η στρατιωτική και διπλωματική ηγεσία της Άγκυρας γνωρίζει καλά πως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένης της επιθυμίας τους να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς την Ανατολική Ασία, θέλουν να κλείσουν τις εκκρεμότητες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μπροστά σε αυτήν τη διαπραγμάτευση –που είτε το θέλουμε είτε όχι, θα έρθει–, η Τουρκία παίζει ένα από τα παραδοσιακότερα χαρτιά των διεθνών σχέσεων, αυτό της ισχύος, για να αποδείξει στις ΗΠΑ πως η όποια λύση θα πρέπει να ικανοποιεί πρώτα και κύρια την Άγκυρα.
Ειδάλλως, η ένταση και η ανισορροπία στην περιοχή θα συνεχιστεί και η Ανατολική Μεσόγειος θα μετατραπεί σε έναν σημαντικό πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ.
Αντί επιλόγου
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πως το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν περνά αποκλειστικά μέσα από τις διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και από τη διάθεση των Ευρωπαίων και πρωτίστως των Αμερικανών. Συνεπώς, η Αθήνα θα πρέπει να συνεχίσει να εμβαθύνει τις σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής, έτσι ώστε να ενισχύει το στρατηγικό της αποτύπωμα στην Ουάσιγκτον και να αναδείξει στις Βρυξέλλες τον ρόλο και τις διαθέσεις της Τουρκίας.