Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, το Μέγαρο Τσίλερ-Λοβέρδου θα αποδοθεί στο κοινό στο τέλος του Απριλίου. Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, από την ερχόμενη εβδομάδα προγραμματίζεται η μεταφορά των εκθεμάτων, καθώς όλες οι αναγκαίες εργασίες για τη χρήση του κτηρίου ολοκληρώθηκαν από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του Μεγάρου έχουν ήδη ολοκληρωθεί, από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και τη Διεύθυνση Σύγχρονων Μνημείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό κτίριο στην οδό Μαυρομιχάλη 6 στο κέντρο της Αθήνας, που ήταν η ιδιωτική κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ (Ερνέστου) Τσίλλερ. Ο Τσίλλερ το 1876 παντρεύτηκε στη Βιέννη με τη Σοφία Δούδου, κόρη του Έλληνα εμπόρου Κωνσταντίνου Δούδου από την Κοζάνη. Μετά τον γάμο του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, έγινε Έλληνας υπήκοος και έζησε στην Αθήνα επί εξήντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του. Το συγκεκριμένο νεοκλασικό κτίριο έχτισε στο οικόπεδο που είχε αγοράσει το 1882. Το μέγαρο του Τσίλλερ ήταν πόλος έλξης και σημείο αναφοράς της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας. Ήταν περίφημες οι εσπερίδες που οργάνωνε η Σοφία Δούδου-Τσίλλερ, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων.
Στο νεοκλασικό μέγαρο έζησε η οικογένεια Τσίλλερ μέχρι το 1912, οπότε το κτίριο βγήκε σε πλειστηριασμό και αγοράστηκε από τον Κεφαλλονίτη τραπεζίτη, φιλότεχνο και συλλέκτη έργων τέχνης, Διονύσιο Π. Λοβέρδο, για να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία του. Ένα μέρος της κατοικίας Λοβέρδου χρησιμοποιήθηκε ως μουσείο, όπου στέγασε τη συλλογή του από βυζαντινές εικόνες.
Σύμφωνα με την επιθυμία των κληρονόμων του Διονυσίου Λοβέρδου, της Μαρίας Λοβέρδου και της Ιωάννας Βασιλειάδη, το μέγαρο περιήλθε με δωρεά εν ζωή στην πλήρη κυριότητα του Δημοσίου, το 1979 και το 1992, με διαχειριστή το υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Η αποκατάστασή του ξεκίνησε το 2014, και μετά από πολλές αναβολές για την οριστική παράδοση φτάνουμε στον Απρίλιο του 2021.
Το Μέγαρο συνδυάζει ποικίλα αρχαιοπρεπή στοιχεία και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής του. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία υψηλής ποιότητας, τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια και ξυλόγλυπτη σκάλα που οδηγεί στο ανώγειο.
Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες.