Το Κυπριακό θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και εύφλεκτα ζητήματα της Μέσης Ανατολής και μάλιστα αποτελεί «κλειδί» για την ασφάλεια και την ειρήνη στην εν λόγω περιοχή.
Από το 1974 το νησί αιμορραγεί και ο ρυθμός αύξησης του μίσους μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ήταν πιο γρήγορος και σκληρός από τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Παράλληλα, η υιοθέτηση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας από την κυπριακή κυβέρνηση και η ανακάλυψη του φυσικού αερίου σε μεγάλες ποσότητες άλλαξαν τα δεδομένα της διεθνούς πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και η θέση της Κύπρου αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά.
Η Δημοκρατία της Κύπρου υιοθέτησε τη στρατηγική της «κατανομής των συμβολαίων -οικοπέδων εξόρυξης του πλούτου σε πολλές χώρες», για να αντιμετωπίσει, πρώτον, την οικονομική κρίση που ακόμη επηρεάζει τη χώρα και, δεύτερον, την ηγεμονία της Τουρκίας μέσω των χωρών που θα απολάμβαναν τα δικαιώματα των συμβολαίων εξόρυξης. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή απέτυχε λόγω της αδράνειας της κυπριακής κυβέρνησης για τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Επισημαίνεται ότι η Τουρκία είναι εγγυήτρια δύναμη στο Κυπριακό με την υπογραφή της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης από το 1959.
Η πρόταση του τέως Κύπριου υπουργού των Εξωτερικών Νίκου Ρολάνδη (1978-1983) για τη δημιουργία ταμείου με το μερίδιο των Τουρκοκυπρίων από το φυσικό αέριο, μέχρι να βρεθεί λύση ή να δοθούν τα χρήματα μετά από δεκαπενταετία, σε περίπτωση αποτυχίας εύρεσης λύσης του κυπριακού, βρισκόταν για αρκετά χρόνια στο κενό. Επομένως, στο όνομα της προστασίας των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων ήταν αναμενόμενη η σημερινή στάση της Τουρκίας να προχωρήσει σε εξορύξεις στην οικονομική αποκλειστική ζώνη της Κύπρου. Όμως δεν ήταν αναμενόμενη η αδράνεια και άπρακτη στάση, απέναντι στην Άγκυρα, των συμβαλλόμενων στην εξόρυξη μεγάλων δυνάμεων. Η αποχώρηση του πλοίου της Ιταλίας από το κυπριακό οικόπεδο αποτελεί μία ένδειξη της αδράνειας αυτής. Προφανώς οι χώρες αυτές δεν επιθυμούν να ρισκάρουν τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις αλλά και τις επενδύσεις τους με την Τουρκία. Επιπρόσθετα, μετά από περίπου 60 χρόνια διαμάχη για το Κυπριακό. αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν ότι έχουν κουραστεί από το ζήτημα αυτό και επιθυμούν την όποια λύση προκειμένου να μη κινδυνεύουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην τεράστια τουρκική αγορά των 90 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Επιπλέον, η μη ευόδωση δύο προσπαθειών για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος, Κραν Μοντάνα το 2017 και σχέδιο Ανάν το 2004, χάρισε στην Τουρκία «επικοινωνιακή νίκη», διότι οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν αντιπρόταση ή σχέδιο Β ως απάντηση στην απόρριψη του σχεδίου Ανάν, ώστε να δείξει η κυπριακή κυβέρνηση την αποφασιστικότητά της για εύρεση λύσης.
Επίσης, είναι θέμα μείζονος σημασίας για το μέλλον του Κυπριακού η εκτίμηση της κατάστασης για το αν πράγματι η τουρκική κυβέρνηση υπερασπίζεται τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων ή τους εκμεταλλεύεται, γεγονός το οποίο δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε από την ελληνική και την κυπριακή πλευρά. Η εκμετάλλευση από την Άγκυρα των φυσικών πόρων της Κύπρου θα παρείχε στην Τουρκία επιπλέον δυνατότητα γρήγορης επανάκαμψης της εθνικής της οικονομίας, ακόμα και αν η εξέλιξη αυτή είναι σε βάρος των Τουρκοκυπρίων.
Η επανάληψη του επιτυχούς τουρκικού σχεδίου προσάρτησης της Αλεξανδρέττας γίνεται ολοένα και περισσότερο μία ορατή πραγματικότητα και στην περίπτωση της Κύπρου.
Πιθανόν η κυπριακή ηγεσία έκανε άθελά της αυτό που ήθελε η Άγκυρα και το τουρκικό σχέδιο εφαρμόζεται κατά γράμμα, παρά την αλλαγή στο τιμόνι της εξουσίας από το 2002 στη γειτονική μας χώρα. Η κήρυξη κράτους και στη συνέχεια η αναγνώριση της μη βιωσιμότητας αυτού του κράτους, προκειμένου να προσαρτηθεί-ενωθεί με την Τουρκία, είναι τα τελευταία βήματα του τέλους του Κυπριακού ζητήματος.
Δυστυχώς, αρκετές είναι οι ενδείξεις που αποδεικνύουν ότι η λύση του Κυπριακού βαδίζει προς τη διχοτόμηση. Ακόμα και αν υπάρξει πολιτική συμφωνία, η κοινή γνώμη της Κύπρου δεν είναι έτοιμη για συνύπαρξη, λόγω από τη μια της εισβολής και από την άλλη της στάσης των κυπριακών πολιτικών κομμάτων που κυβέρνησαν από το 1974. Η έλλειψη εκπαιδευτικού προγράμματος για την προετοιμασία της κοινής γνώμης για σεβασμό και ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν και είναι ελλιπής. Ωστόσο, το κύριο ζήτημα δεν είναι εδώ, αλλά τι θα γίνει μετά;;;. Η εκτίμηση ότι οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν κράτος δικό τους και θα ενταχθούν στην Ε.Ε. είναι απίθανη, διότι είναι πιο πιθανή η εφαρμογή από την Τουρκία του παρόμοιου σεναρίου προσάρτησης της Αλεξανδρέττας το 1939. Έτσι, το κρατίδιο αυτό θα είχε μικρή ζωή επιβίωσης . Με αυτόν τον τρόπο, η Δημοκρατία της Κύπρου θα έχει κοινά χερσαία σύνορα με την Τουρκία.
Εν κατακλείδι, αν και ο χρόνος είναι λίγος, η ενότητα του νησιού και όχι το φυσικό αέριο πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και της Κύπρου. Η ενότητα αποτελεί δικλείδα ασφαλείας για την εθνική ασφάλεια της Κύπρου, διότι θα αποκλείσει κοινά σύνορα με την Τουρκία. Επίσης, η παρουσίαση προτάσεων και όχι η απόρριψή τους είναι επιβεβλημένη, για να καταλάβει ο κόσμος ποιος θέλει και ποιος δεν θέλει τη λύση του Κυπριακού.
Το επικοινωνιακό κομμάτι και ο πόλεμος των δηλώσεων στα ΜΜΕ και στα Κοινωνικά δίκτυα επιδεινώνουν την πολιτική κατάσταση του Κυπριακού. Ωστόσο, μονόδρομος για την εύρεση δίκαιης, ασφαλούς και μόνιμης λύσης σε όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου από τη μια, και Τουρκίας από την άλλη, είναι η εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.