Τα ξημερώματα της Παρασκευής, η νύχτα στην ανατολική Δαμασκό μετατράπηκε σε μέρα. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, η αμερικανική αεροπορία, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τα συριακά συστήματα αεράμυνας, χτύπησε τις ανατολικές συνοικίες της συριακής πρωτεύουσας. Στόχος, των Αμερικανών, οι προερχόμενες από το Ιράκ σιιτικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, Kataib Hezbollah και Kataib Sayyid al-Shuhada, οι οποίες αποτελούν δύο από τις πιο ριζοσπαστικές οργανώσεις της ιρακινής σιιτικής πολιτοφυλακής με αναφορές στο Ιράν.
Από τα αμερικανικά μέσα, η αεροπορική επιδρομή στη Συρία παρουσιάστηκε ως απάντηση στις πρόσφατες επιθέσεις εναντίον της αμερικανικής παρουσίας στο Ιράκ. Το γεγονός μάλιστα πως ο Τζο Μπάιντεν, φεύγοντας για το Τέξας, ανέφερε πως «οι Ιρανοί δεν μπορούν να δρουν πλέον ατιμώρητα», φούντωσε την κουβέντα για τις σχέσεις των δυο χωρών.
Οι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι και αναλυτές μίλησαν για την πρώτη επιχείρηση του νέου προέδρου κατά των Ιρανών, παρουσιάζοντάς την ως συνέχεια της «βεντέτας» που διατηρούσε ο Ντόναλτ Τραμπ και τα αμερικανικά γεράκια με την Τεχεράνη.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Και αν αυτό για τη ζωή μοιάζει κοινότυπο… για τις διεθνείς σχέσεις είναι κάτι πολύ σύνηθες.
Ένα χτύπημα… μη χτύπημα
Μπορεί σε επίσημο επίπεδο, Ουάσιγκτον και Τεχεράνη, να εξαπολύουν απειλές για κλιμάκωση της βίας μετά τον βομβαρδισμό των ιρανικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, ωστόσο αυτό περισσότερο μοιάζει με ένα «business as usual» παρά ως μια ουσιαστική διάθεση για κλιμάκωση της βίας και της έντασης.
Τόσο η μια πλευρά όσο και η άλλη γνωρίζουν καλά πως η ένταση του συγκεκριμένου χτυπήματος δεν συνιστά ουσιαστική κλιμάκωση κατά των Ιρανών, όσο ένα μήνυμα προς την Τεχεράνη πως οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να έχουν ρόλο και θέση στην περιοχή.
Αν, πράγματι, ο Τζο Μπάιντεν ήθελε να δείξει πως το Ιράν συνεχίζει να αποτελεί τον νούμερο ένα στόχο του αμερικανικού συστήματος ασφαλείας, τότε το χτύπημα θα ήταν μεγαλύτερο και σίγουρα δεν θα είχε ως στόχο ορισμένα μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων με μηδαμινό αποτύπωμα στην κορυφή της πυραμίδας του συστήματος ασφαλείας του Ιράν.
Την ίδια μέρα στο στόχαστρο οι Σαουδάραβες
Ενώ τα αμερικανικά δίκτυα ενημέρωσης ερευνούσαν τα «πώς και τα γιατί» της επίθεσης και οι αναλυτές ανά τον κόσμο προεξοφλούσαν την έναρξη μιας νέας περιόδου έντασης στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, η Ουάσιγκτον το απόγευμα της Παρασκευής… τάραξε τα νερά της Μέσης Ανατολής.
Αυτήν τη φορά, όχι με κάποια αεροπορική επιδρομή, αλλά με τη δημοσιοποίηση του πορίσματος των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών αναφορικά με τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι.
«Ιθύνων νους» της δολοφονίας, σύμφωνα με την CIA, δεν ήταν άλλος από τον διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν σειρά κυρώσεων εναντίον Σαουδάραβων αξιωματούχων στο πλαίσιο ενός καινούργιου κανονισμού, του αποκαλούμενου «Απαγόρευση Κασόγκι» (Khashoggi Ban).
«Η έκθεση μιλά από μόνη της», δήλωσε μια μέρα αργότερα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, σε ενημέρωση των δημοσιογράφων, υπερασπίζοντας τις κυρώσεις αυτές, λέγοντας πως τα μέτρα θα αποτρέψουν παρόμοιες ενέργειες από το σουνιτικό βασίλειο στο μέλλον.
Στον απόηχο των αποκαλύψεων, πολλοί Δημοκρατικοί βουλευτές και γερουσιαστές αποδοκίμασαν τις αμερικανικές κυρώσεις, ζητώντας την άμεση τιμωρία του Σαουδάραβα πρίγκιπα.
Ωστόσο, ο ίδιος ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας έβαλε τέρμα στη φημολογία αυτή, ξεκαθαρίζοντας πως «οι σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία είναι σημαντικές, έχουμε σημαντικά αμοιβαία συμφέροντα. Παραμένουμε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το βασίλειο».
«Αλλά θέλουμε να διασφαλίσουμε» ότι «η σχέση αντικατοπτρίζει καλύτερα τα συμφέροντα και τις αξίες μας», συνέχισε. «Αυτό που πράξαμε με τα μέτρα που μόλις λάβαμε δεν είναι στην πραγματικότητα να προκαλέσουμε μια ρήξη στις σχέσεις μας αλλά να τις επαναπροσδιορίσουμε», επέμεινε ο Μπλίνκεν.
Μήνυμα και προειδοποίηση
Το γεγονός πως οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να «χτυπήσουν» την ίδια ημέρα και με διαφορά λίγων ωρών τις δυο ισχυρότερες περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής, είναι ένα μήνυμα προς το Ριάντ και μια προειδοποίηση προς την Τεχεράνη πως οι Αμερικανοί δεν θα ανεχτούν περαιτέρω την πολιτική της αποσταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή.
Η εξωτερική πολιτική τού Τζο Μπάιντεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον από κοινού περιορισμό των δυο δυνάμεων και την επίτευξη μιας νέας ισορροπίας ισχύος μεταξύ του Ριάντ και της Τεχεράνης, ως τον μόνο τρόπο να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση της έντασης και η σταθεροποίηση της περιοχής. Η προσέγγιση των «ίσων αποστάσεων» απέναντι στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία μοιάζει νέα, όμως στην πραγματικότητα έχει βαθιές ρίζες στην αμερικανική πολιτική σκέψη. Ο πρώτος άλλωστε που μίλησε για την ανάγκη ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή, ώστε κανένας να μην μπορεί να έχει βλέψεις περιφερειακού ηγεμόνα, ήταν ο «γκουρού» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, Χένρι Κίσινγκερ.
Υπό αυτό το πρίσμα, το διπλό χτύπημα των Αμερικανών θα μπορούσε να μεταφραστεί ως το προσωπικό μήνυμα του νέου πλανητάρχη, ο οποίος δηλώνει έναντι όλων «πως αυτός είναι που εφεξής θα θέτει τους όρους του παιχνιδιού στη Μέση Ανατολή».
Αλλαγή πορείας
Η πολιτική των ίσων αποστάσεων σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως εφεξής η Ουάσιγκτον θα αντιμετωπίζει τους Σαουδάραβες και τους Ιρανούς με τον ίδιο τρόπο. Όσο και αν ο Τζο Μπάιντεν επιχειρήσει να απομακρυνθεί από το μοντέλο πολιτικής του προκατόχου του, γνωρίζει πως το Ριάντ θα παραμείνει και την επόμενη τετραετία ένας σύμμαχος-στήριγμα των Ηνωμένων Πολιτείων στην περιοχή. Αντίθετα, το Ιράν θα παραμείνει μια μάλλον εχθρική χώρα, με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να έχουν ανταγωνιστικές βλέψεις στα πολεμικά μέτωπα της Συρίας, του Ιράκ και της Υεμένης, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής. Στην πραγματικότητα, ο Τζο Μπάιντεν χτύπησε από κοινού τις δυο χώρες –με διαφορετική ένταση– για να αποδείξει στη διεθνή κοινότητα, αλλά και στους δυο σημαντικούς περιφερειακούς δρώντες, πως ως υπερδύναμη μπορεί να εφαρμόζει μια δίκαιη κα εξωτερική πολιτική. Για να πείσεις ένα κράτος πως το συμφέρον του είναι να συμμαχήσει μαζί σου, δεν αρκεί η εκτόξευση απειλών, ο οικονομικός εξαναγκασμός και η χρήση ισχύος. Χρειάζεται κάτι βαθύτερο, και αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη πως θα λειτουργείς δίκαια, πως θα κρίνεις με τα ίδια μέτρα και ίδια σταθμά και, τέλος, πως δεν θα λειτουργείς υπονομευτικά προς την ασφάλειά του.
Σχέσεις σε νέα βάση
Υπό αυτό το πρίσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, την επαύριον του διπλού αυτού χτυπήματος κατά της Τεχεράνης και του Ριάντ, δεν θα επιδιώξουν την κλιμάκωση της έντασης, αλλά την επανατοποθέτηση των σχέσεών τους με τις δυο ισχυρότερες περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής. Όσον αφορά το Ιράν, το πιθανότερο σενάριο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να διεκδικήσουν να κάτσουν εκ νέου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Μόνο που ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται πως θέλει να φτάσει σε αυτές τις διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος, θέτοντας τους όρους του διαλόγου αλλά και επιλέγοντας ο ίδιος σε ποια σημεία θα κάνει τις απαραίτητες υποχωρήσεις. Όσον αφορά τώρα τη Σαουδική Αραβία, εκεί ο Τζο Μπάιντεν φαίνεται πως θέλει να βάλει φρένο στην ασυδοσία της βασιλικής οικογένειας, η οποία με την ανοχή του Ντόναλτ Τραμπ οδηγήθηκε σε ακραίες πολιτικές τα προηγούμενα χρόνια. Ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θέλει να διατηρήσει τη Σαουδική Αραβία στο «κλαμπ» των στενών συμμάχων των ΗΠΑ, όμως την ίδια ώρα θέλει να αποδείξει πως η συμμαχία αυτή θα έχει ένα τίμημα… δημοκρατίας για τη Σαουδική Αραβία.