Τι ζέστη είναι αυτή, συνάνθρωποι; Σύννεφα σκόνης και υγρασία μετά από Πρωτομαγιά, Ανάσταση, Λαμπρή, Άη-Γιώργη και, χθες, εργατική Πρωτομαγιά (για να μην ξεχνιόμαστε). Διαβάζω «Το Ελληνικό Όνειρο» του Στάθη Καλύβα και του Κώστα Γιαννακίδη, ένα πολύ καλό και χρήσιμο βιβλίο στην κρίσιμη αυτή καμπή που περνάμε. Δεν κομίζει γλαύκας, ο τρόπος όμως που είναι γραμμένο σε βοηθάει πολύ να επικαιροποιήσεις μέσα σου διάφορα μπετονιασμένα κολλήματα που κουβαλάς δεκαετίες τώρα (για να μην πω αιώνες και γίνω πάλι μεταφυσικός). Έχει τη μορφή μιας πολύ ψαγμένης και ουσιαστικής συνέντευξης με λιτές ξεκάθαρες ερωτήσεις του Γιαννακίδη – τις οποίες απαντά χωρίς υπεκφυγές και απολύτως ξεκάθαρα ο Καλύβας, που (για όσους δεν τον έχουν ακούσει) είναι Έλληνας πολιτικός επιστήμονας και πανεπιστημιακός και είχε από το 2003 έως το 2018 την έδρα Πολιτικών Επιστημών «Arnold Wolfers» στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ, όπου επίσης διηύθυνε το ερευνητικό πρόγραμμα «Τάξη, Σύγκρουση και Βία». Σήμερα είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου κατέχει την έδρα Gladstone.
«Το Ελληνικό Όνειρο» είναι ένα βιβλίο πολύ ιδιαίτερο και, το ξαναλέω, πολύ χρήσιμο. Γιατί μας βοηθάει να καταλάβουμε τι έχει συμβεί αυτά τα 200 χρόνια (πάνω-κάτω) που έχουμε «Κράτος», αλλά και πώς φτάσαμε στη δημιουργία και την ανάπτυξή του. Μέσα από αποτυχίες, συγκρούσεις, εσωτερικούς καβγάδες και σωστές επιλογές, όλων συνεργούντων τελικά, είμαστε αυτήν τη στιγμή μέσα στις 40 πιο πλούσιες και ευημερούσες χώρες μέσα στις περίπου 200 του πλανήτη. Δεν θα σας κάνω spoiler, ειλικρινά πιστεύω πως αξίζει να το βρείτε αυτό το βιβλίο και, χαλαρά, να το διαβάσετε χωρίς προκαταλήψεις και πάθος – γιατί διηγείται την αλήθεια και κάνει και μια δεκαετή προβολή στο μέλλον μας που θα σας δώσει μεγάλη ανάσα και «άλλη ματιά» στην όλη εικόνα. Αφού περιγράφει το όραμά του για το άμεσο μέλλον μας, που είναι και εφικτό και προσγειωμένο στον ρεαλισμό, φροντίζει να ξεκαθαρίσει πως, «όχι, σε καμμία περίπτωση δεν είναι προδιαγεγραμμένη η μετάβαση στο αισιόδοξο σενάριο», υπογραμμίζοντας όμως πως «αν η κοινωνία πιστέψει στο εφικτό ενός πιο θετικού μέλλοντος, πιστεύω πως θα θελήσει να κινηθεί προς τα εκεί, γιατι όλοι μας επιθυμούμε μια καλύτερη προοπτική για το αύριο».
Με λίγα λόγια: Στο χέρι μας είναι. Οι δυνατότητες υπάρχουν, η «ηλεκτρονική εποχή» μάς διευκολύνει και μας συμφέρει, έχουμε συμμαχίες ισχυρές, αφού μας ευνοούν και κάποιες διεθνείς ισορροπίες (όσο αυτό είναι εφικτό, χωρίς ρομαντισμούς, στον ρεαλισμό) και, άρα, όπως πάντα, όλα εξαρτώνται από τη δική μας διάθεση, προεπιλογή και δημιουργικότητα. Έχουμε προ πολλού κάνει την επιλογή να μας φταίνε «οι άλλοι» που συνεχώς «συνωμοτούν εναντίον μας» – και ποτέ εμείς. Μαζί με αυτήν την επιλογή, μας έχει φάει και η άλλη, βασική, επιλογή μας: Να τρωγόμαστε μεταξύ μας σε βαθμό συχνά αυτοκαταστροφικό – αλλά να μη φτάνουμε στα απόλυτα άκρα. «Στην Ελλάδα», λέει ο Καλύβας αναφερόμενος στις τελευταίες δεκαετίες, «τσακωνόμαστε συχνά, φωνάζουμε πολύ δυνατά, αλλά σε γενικές γραμμές δεν παίζουμε και ξύλο». Όσο για την πρόσφατη διεθνή μεγάλη κρίση και τις εδώ άμεσες επιπτώσεις της, διαπιστώνει πως «προφανώς υπήρχε πολύς θυμός, δεν το συζητάμε αυτό, αλλά θα έλεγα πως ο περισσότερος και ο μεγαλύτερος θυμός δεν ήταν τόσο έξω στα πεζοδρόμια και την κοινή θέα. Ήταν στα σπίτια των ανθρώπων».
Ναι, με βοήθησε πολύ αυτή η εκδοτική πρωτοβουλία του Κώστα Γιαννακίδη και του Στάθη Καλύβα να δω τα πράγματα αλλιώς – μέχρι του σημείου να ανοίξω τις αρχαίες ντουλάπες μου και να ξεχωρίσω μόνο αυτά τα ρούχα που θα μου είναι χρήσιμα μέχρι τον επόμενο Νοέμβριο. Δεν έχουμε λόγο να τα στοιβάζουμε και να τα καταχωνιάζουμε όλα μαζί. Λίγη σκέψη χρειάζεται, πολύ λίγη, για να ξεχωρίσεις τα χρήσιμα από τα άχρηστα στο παρόν. Γιατί η ζωή ρέει και αλλάζει συνεχώς, εκπλήσσοντάς μας. «Ποιος μπορούσε να φανταστεί, π.χ., τον Απρίλιο του 1827, όταν οι Έλληνες είχαν ουσιαστικά ηττηθεί, πως η Ελληνική Επανάσταση θα είχε επιτυχή έκβαση;» ρωτάει ο Καλύβας. Και συνεχίζει – δίνοντάς μας καθαρή και ευανάγνωστη τροφή για σκέψη: «Ποιος μπορούσε να φανταστεί το 1897, μετά την ολοκληρωτική στρατιωτική μας ήττα, πως μερικά χρόνια αργότερα η Ελλάδα θα διπλασίαζε την έκτασή της; Ποιος μπορούσε να φανταστεί το 1949 πως μέσα σε είκοσι μόνο χρόνια η χώρα θα έκανε ένα τεράστιο αναπτυξιακό άλμα; Ποιος μπορούσε να φανταστεί τον Απρίλιο του 1974 πως έως το τέλος της ίδιας χρονιάς η Ελλάδα θα είχε αποκτήσει το πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμα από ποτέ άλλοτε; Γενικότερα, ποιος μπορούσε να φανταστεί την παραμονή του 1821 πως η νοτιότερη άκρη της Βαλκανικής Χερσονήσου, μια φτωχή και περιθωριακή επαρχία, θα εξελισσόταν στο πιο πετυχημένο κράτος που αναδύθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία;»