Στην αρχή, ήταν η οσμή του θανάτου, η ασυδοσία του φόβου. Και πολύ γρήγορα, ήρθε η στιγμή που κάθε απώλεια γίνεται αριθμός. Χωρίς πρόσωπο, χωρίς όνομα. Μετράμε, μετράνε. Κρούσματα, θανάτους, ημέρες διακεκομμένης ελευθερίας, ημέρες καραντίνας, ημέρες μη καραντίνας, προσαγωγές, εισαγωγές, ανθρώπους με μάσκα, νομοταγείς σε όλα, ανθρώπους χωρίς μάσκα, απείθαρχους και ασυμμόρφωτους, λεφτά, κέρματα, φίλους. Η εποχή της συνήθειας, κι εμείς μέρος της. Να φοβάσαι το αίμα και την επόμενη ημέρα να προσπερνάς, μηχανικά, ημιθανείς ανθρώπους σαν να είναι σκουπίδια. Να έχει υπάρξει η φωτιά της πρώτης γραμμής και να έρχεται η στιγμή που το λίγο είναι ο πιο βιώσιμος δρόμος. Να έχεις ζήσει για τους ανθρώπους και να δέχεσαι πια τη μοναξιά ως τη μόνη σήμανση ενός επιβεβλημένου μονόδρομου.
Εμείς και οι άλλοι. Οι ζωές μας και οι ζωές τους. Και σε αυτόν τον πόλεμο, κανένας δρόμος δεν τέμνεται. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Κάποιοι θα προηγηθούν «εξασφαλισμένοι», και κάποιοι θα μετρούν τη φθίνουσα ανάσα τους σε διαδρόμους. Μόνοι. Χωρίς αντοχές. Είμαστε όλοι μόνοι και με τραύματα που δεν επουλώνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Μέσα στις συνεχείς αναδιπλώσεις ενός μοντέλου ζωής, στο οποίο οι παρεμβάσεις μας είναι ελάχιστες, καλούμαστε να μην παρεκκλίνουμε της ατομικής ευθύνης. Αδιαλείπτως και αγόγγυστα. Δεχόμενοι μέτρα προστασίας (υγειονομικής;) που δεν έχουν τελειωμό. Το άνυδρο μέλλον, ο χειρότερος εφιάλτης.
Περνούν οι ημέρες γρήγορα και αβέβαια. Μέσα από μια οθόνη, μέσα από κάθε απόσταση που αντικατέστησε την ομαλή ρουτίνα και εγγύτητα. Παιδιά που μαθαίνουν για την παγκόσμια ημέρα της ποίησης την 21η ημέρα της άνοιξης, απορώντας για την ύπαρξή της. Και της ποίησης και της άνοιξης. Έφηβοι που συλλαβίζουν τη ματαιότητα σαν να είναι ενήλικες. Δάσκαλοι που ονειρεύονται το σχολείο των άφθαρτων ιδανικών, κομμάτι μιας κοινωνίας που θα έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο. Η εκπαίδευση, στον καιρό της πανδημίας, μαζί με τη δημόσια υγεία είναι τα πιο καταφανή ράκη. Όποιος δεν τα βλέπει ως ράκη, όποιος δεν θέλει να ουρλιάξει από απόγνωση, κατοικεί αλλού. Είναι ένας εξωγήινος κήνσορας, χωρίς καμία προοπτική στα συλλογικά αισθήματα και τις δομές της πραγματικότητας.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από το να είσαι αρτιμελής και να νιώθεις ταυτόχρονα το βάρος μιας αλυσίδας που καταργεί κάθε διάσταση πληρότητας. Η πανδημία κάποια στιγμή θα γίνει παρελθόν, κι αυτό που θα έχει μείνει είναι μόνο άνθρωποι καθημαγμένοι κι άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ ή αρνήθηκαν να δουν την πηγή του κακού. Αυτοί που χαίρονται με την καταστρατήγηση των ελευθεριών κι αυτοί που πρέπει να κάνουν κάθε τόσο άλματα πάνω και πέρα από τη φθορά. Αυτοί που αφρίζουν με τις πορείες, αυτοί που χάνουν την ψυχραιμία τους με «τις μασκούλες που έχουν τη μυτούλα έξω», αυτοί που μέχρι την τελευταία στιγμή αποδίδουν την ανυπαρξία ΜΕΘ στο κακό ριζικό. Αλλά κι αυτοί που έδωσαν και δίνουν πάντα ένα χέρι βοήθειας στον συνάνθρωπο χωρίς να προφέρουν καν το όνομά τους.
Αλλά είναι άνοιξη. Η δεύτερη άνοιξη με θνησιγενή σάρκα. Αλλά τι λέω; Μπορεί να γίνει αυτό; Μπορεί να εμποδίσει μια αποστειρωμένη ρητορεία τη μεγαλύτερη απόδειξη της ύπαρξης; Όχι. Απλά έχει οδύνη κι αυτή η άνοιξη. Μόνο που, αυτήν τη φορά, αυτή η οδύνη ίσως να έχει στις βάσεις της τη θέληση ενός ολόκληρου λαού να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Οριστικά πια.