Στις 15 Φεβρουαρίου 1989, μετά από απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης και αρχηγού της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τα σοβιετικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν. Μετά τη σοβιετική εισβολή στις 27 Δεκεμβρίου του 1979, δόθηκε ένα τέλος στην πολεμική σύρραξη ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τους Μουτζαχεντίν.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ είχε επισημάνει στον τότε Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα, ότι σε περίπτωση μη απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μία «μεγάλη στρατηγική αποτυχία». Μάλιστα, είχε προταθεί μία «πολιτική λύση», η οποία θα προέβλεπε την ασφαλή απόσυρση στρατευμάτων, με παράλληλες συνομιλίες με τους Ταλιμπάν, με βασικό στόχο την «εθνική συμφιλίωση».
Η στρατηγική Ομπάμα και Τραμπ
Ο Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τις εξτρεμιστικές δυνάμεις των ισλαμιστών, χωρίς, εν τέλει, να επιτευχθεί ο τελικός σκοπός. Ωστόσο, επί Προεδρίας του Δημοκρατικού Προέδρου τα αμερικανικά στρατεύματα μειώθηκαν στις 10.000 όταν πριν το 2010 ανέρχονταν στις 100.000.
Παρά τις αποτυχημένες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να ακολουθήσει παρόμοια τακτική. Στις αρχές του 2020, απεσταλμένος του Τραμπ προχώρησε σε συμφωνία με τους Ταλιμπάν, η οποία προέβλεπε την ολοκληρωτική απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων έως την 1η Μαΐου 2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν των αμερικανικών δυνάμεων, συνολικά άλλοι 7.000 στρατιώτες του ΝΑΤΟ παραμένουν στην περιοχή.
Η στρατηγική Μπάιντεν
Πριν από λίγες ημέρες, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν, προχώρησε σε μία ιστορική ανακοίνωση που προβλέπει την αποχώρηση του αμερικανικού στρατεύματος από το Αφγανιστάν. Η ανακοίνωση έλαβε χώρα μετά από διαβούλευση του Λευκού Οίκου με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ενώ, παράλληλα, προτάθηκε η επιτάχυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών ανάμεσα στην κυβέρνηση του Ασράφ Γκάνι και τους Ταλιμπάν. Μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης για την αμερικανική ιστορία, τόσο τα αμερικανικά στρατεύματα όσο και αυτά του ΝΑΤΟ σχεδιάζεται να έχουν αποχωρήσει από την χώρα.
Επί της ουσίας, οι Η.Π.Α. έχουν αποδεχθεί ότι αυτός ο μακροχρόνιος πόλεμος δημιούργησε ανυπέρβλητα προβλήματα με απώλειες ανθρώπινων ζωών και τεράστιες σπατάλες χρημάτων. Την ίδια ώρα, τα αδιέξοδα που αντιμετώπισαν οι Η.Π.Α. από το 2006 ήταν μεγάλα, ενώ δεν κατάφεραν να κατατροπώσουν τους αντάρτες. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Ομπάμα και Τραμπ, οι Ταλιμπάν έθεταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δύο βασικά θέματα. Το πρώτο αφορούσε την απόσυρση των ξένων στρατευμάτων από το έδαφος του Αφγανιστάν, ενώ το δεύτερο σχετιζόταν με την απελευθέρωση των κρατουμένων. Την προηγούμενη χρονιά, η αφγανική κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση 5.000 κρατουμένων.
Παρά τις πολεμικές συγκρούσεις, οι Ταλιμπάν έδειξαν αντοχή στο πέρας του χρόνου και κατάφεραν να νομιμοποιηθούν ως πολιτικός οργανισμός, από τη στιγμή που έκατσαν στο τραπέζι των «ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων». Το γεγονός αυτό, στο πεδίο της πολιτικής σφαίρας, αποτελεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ηγετών τους, νίκη για τους ίδιους.
Σημειώνεται ότι δυνάμεις του Πενταγώνου αλλά και Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί ασκούν δριμεία κριτική στην απόφαση του Αμερικανού Προέδρου για απόσυρση των στρατευμάτων. Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι, η εν λόγω απόφαση δεν έπρεπε να ληφθεί στο βαθμό που δεν έχει παγιωθεί μία σαφής πολιτική συμφωνία ανάμεσα στις αντιπαρατιθέμενες πλευρές και δεν σταματούν οι εχθροπραξίες και οι τρομοκρατικές ενέργειες των Ταλιμπάν.
Πρόκειται για έναν πόλεμο που στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Είναι δεδομένο ότι ο λαός του Αφγανιστάν πλήρωσε ακριβά τις αποτυχημένες φιλοδοξίες των Ηνωμένων Πολιτειών και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με μία ενδεχόμενη νέα εμφυλιοπολεμική σύρραξη. Περισσότερο από 40 χρόνια, ο άμαχος αφγανικός λαός ζει σε συνθήκες πολέμου και σύγκρουσης που συνοδεύονται από εισβολές και διπλωματικό πόκερ ξένων δυνάμεων, ενώ πολλοί είναι αυτοί που διάλεξαν το δρόμο της προσφυγιάς για να σώσουν τις οικογένειες τους.
Ο Μπάιντεν έχει διαμηνύσει ότι θα συνεχίσει να «επενδύει» στην παροχή διπλωματικής, ανθρωπιστικής και πολιτικής βοήθειας στην Κυβέρνηση της Καμπούλ. Βέβαια, ουκ ολίγες φορές, οι Αμερικανοί επιχείρησαν να μετακυλήσουν το κόστος των δικών τους λαθών στους συμμάχους τους, εντός της αφγανικής επικράτειας, οι οποίοι κατηγορήθηκαν κατ’ επανάληψη για διαφθορά.
Στο πλαίσιο των νέων διπλωματικών κινήσεων, την Πέμπτη, ο υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., Άντονυ Μπλίκεν μετέβη στην Καμπούλ για να δείξει «τη συνεχιζόμενη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας και του λαού του Αφγανιστάν».
Το 1988 και το 1989, η κοσμική κυβέρνηση του Αφγανιστάν εξακολουθούσε να υποστηρίζεται οικονομικά από τη Μόσχα με τον Γκορμπατσόφ να ζητά, μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων μία «ειλικρινή και υπεύθυνη συνεργασία από όλες τις πλευρές». Όπως τότε έτσι και τώρα αποτελεί ζητούμενο να αποφευχθεί μία νέα ανθρωπιστική καταστροφή. Τότε, δεν υπήρξε αυτή η «πολυπόθητη» συνεργασία, με το Πακιστάν και τις Η.Π.Α. να επιδιώκουν μία ολοκληρωτική νίκη, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην ουσιαστική ισχυροποίηση των Ταλιμπάν. 2 χρόνια αργότερα, το Σοβιετικό καθεστώς ήταν πλέον παρελθόν και τα πράγματα πήραν εντελώς διαφορετική τροπή. Τι θα συμβεί άραγε σήμερα; Το σίγουρο είναι ότι το διπλωματικό πόκερ συνεχίζεται, ενώ, την ίδια ώρα, χιλιάδες απλοί άνθρωποι προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους.