Ο νέος πτωχευτικός κώδικας, που θα επιβάλει η κυβέρνηση θα περιλαμβάνει και φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του εάν έχουν αναπτύξει εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητά.
Αυτό ανοίγει διάπλατα το δρόμο στο να εφαρμοστούν πρακτικές, όπως ο πλειστηριασμός και η ρευστοποίηση κινητής κι ακίνητης περιουσίας, μισθωτών, συνταξιούχων. Κάθε κινητή κι ακίνητη περιουσία των προσώπων αυτών θα εκπλειστηριάζεται και θα ρευστοποιείται άμεσα, χωρίς ουσιαστική πρόνοια για προστασία, έστω της α’ κατοικίας, πέρα από τη δυνατότητα μίσθωσης και επαναγοράς (κατά τα πρότυπα του sale and lease back) αυτής αλλά υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και με εξαιρετικά άδικους όρους.
Συγκεκριμένα, θα μπορεί ο οφειλέτης να πουλήσει την περιουσία του σ’ έναν ειδικό οργανισμό, να την μισθώσει για 12 έτη και εφόσον δεν καθυστερήσει για περισσότερο από 3 μήνες την καταβολή των μισθωμάτων, να την επαναγοράσει για την συνολική της αξία, ανεξάρτητα από το ποσό, που είχε απομείνει ως οφειλή, όταν εφαρμόστηκε το μέτρο.
«Ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους λίγους»
Αυτές, οι υποτιθέμενες «ευνοϊκές ρυθμίσεις», θ’ αφορούν μόνο ένα μικρό αριθμό οφειλετών, με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Θα εφαρμοστεί για εκείνους, που είναι πολύ δύσκολο ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που προκύπτουν.
Είναι μάλιστα τόσο διευρυμένα τα κριτήρια υπαγωγής σε καθεστώς πτώχευσης, εξαιτίας οφειλών προς το Δημόσιο, τ’ ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες, που θ’ αφορούν χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας. Πρόκειται για ένα σκληρό μέτρο λιτότητας, στα πρότυπα αυτών που πρότεινε το ΔΝΤ στην περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης, του οποίου ο αντίκτυπος θα είναι ακόμα μεγαλύτερος, αν αναλογιστούμε ότι εισάγεται, εν μέσω οικονομικής ύφεσης, που το β’ τρίμηνο του 2020 έφτασε το 15,2%.
Πρόκειται για ένα ακόμα δυνατό χτύπημα στην «μεσαία τάξη», την οποία τα στελέχη της ΝΔ προεκλογικά κόπτονταν ότι θα προστατεύσουν και θα ευνοήσουν. Μάλιστα, επειδή οι εφαρμοζόμενες πολιτικές είναι διανυσματικά μεγέθη, έχουν δηλαδή φορά και κατεύθυνση, βάλλουν ευθέως και χωρίς καμία αναλογικότητα, κατά του ατομικού δικαιώματος στην κατοικία, το οποίο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ κληρονόμησε αποθεματικό 37 δις από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Επιπλέον οι ρυθμίσεις, που θα αφορούν τις λεγόμενες μικρο-πτωχεύσεις θα εκποιούνται με σύντομες διαδικασίες και προθεσμίες, στερώντας ακόμα και το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής προστασίας από τα τραπεζικά ιδρύματα, τους διαχειριστές δανείων και τα funds, που θα έχουν υποθήκες και προσημειώσεις υποθηκών σε ακίνητη περιουσία, ή ενέχυρο σ’ άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Το μοντέλο της έκθεσης Πισσαρίδη
Όμως, πέρα από τις κατάφορες αδικίες, που δημιουργεί ο νέος πτωχευτικός κώδικας, έχει και απώτερο σκοπό. Είναι ενταγμένος στο μοντέλο νεοφιλελεύθερης οικονομίας, που προτείνει η έκθεση Πισσαρίδη. Θέλει να βγάλει από το κάδρο τους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να επιβιώσουν και να ενδυναμωθούν οι λίγοι και δυνατοί, μέσα από διαδικασίες επιθετικών εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Από το νέο κώδικα δεν μένουν αλώβητοι οι εργαζόμενοι μιας και πλέον θα μπορούν ν’ απολύονται χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για 100.000 μικρές επιχειρήσεις, που θα κλείσουν μέχρι το τέλος του χρόνου, ακόμα και το 1/3 ν’ αφορά τη διαδικασία του νέου πτωχευτικού κώδικα, πρακτικά θα σημαίνει ότι τουλάχιστον 30.000 εργαζόμενοι θα βρεθούν απολυμένοι χωρίς αποζημίωση στο επόμενο διάστημα.
Από πλευράς μας ως αξιωματική αντιπολίτευση, καταθέσαμε πριν λίγες μέρες σχετική τροπολογία με αυξημένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, που μπορούν να αποδειχτούν σωτήρια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που βίωσαν την οκταετή και πλέον μνημονιακή δίνη και τώρα βυθίζονται εκ νέου στην οικονομική κρίση, που φέρνει η πανδημία και η ανεπάρκεια των μέτρων στήριξης της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η κυβέρνηση πρέπει, ακολουθώντας τις προτάσεις μας κι αυτές των φορέων της αγοράς κα της εργασίας, να αποτρέψει τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα λουκέτων και πτωχεύσεων που προβλέπεται να πέσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Να νοιαστεί μια φορά για να περισώσει τους πολλούς, που έχουν λίγα, και όχι να ενισχύσει περαιτέρω τους ισχυρούς και συνήθεις «ημέτερους».