Το να ξυπνάς το πρωί, να σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου, και μέσα σε λίγα λεπτά να βρίσκεσαι στη δουλειά σου, ήταν για πολλά χρόνια ο κρυφός πόθος κάθε εργαζόμενου.
Σήμερα, το όνειρο αυτό έχει γίνει εν μέρει πραγματικότητα για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, καθώς η επέλαση του κορωνοϊού ανάγκασε ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις να υιοθετήσουν το μοντέλο της τηλεργασίας.
Το να δουλεύεις από το σπίτι, ωστόσο, μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, με εκατομμύρια εργαζόμενους να βλέπουν τα όρια μεταξύ της ιδιωτικής και της επαγγελματικής τους ζωής να θολώνουν, και τον κίνδυνο η μία να λειτουργήσει εις βάρος της άλλης να κυριαρχεί.
Μπροστά σε αυτή τηn πρωτόγνωρη κατάσταση, εργαζόμενοι από διαφορετικές χώρες της Ευρώπης ενώνουν σήμερα τις φωνές τους, παλεύοντας για το δικαίωμα στην αποσύνδεση ή αλλιώς για τη δυνατότητα των εργαζομένων να μην απαντούν σε τηλεφωνικές κλήσεις, e-mails ή μηνύματα εκτός ωραρίου εργασίας.
Δουλεύουμε περισσότερο, δουλεύουμε πιο σκληρά
Έρευνες μεγάλων πανεπιστημίων και ινστιτούτων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, εντοπίζοντας πως μέσω της τηλεργασίας οι εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερο και σκληρότερα.
Ειδικότερα, μελέτη του Harvard, που βασίστηκε πάνω σε e-mail και συναντήσεις 3,1 εκατομμυρίων πολιτών σε 16 μεγάλες πόλεις του κόσμου βρήκε ότι οι εργαζόμενοι που εργάζονται εξ αποστάσεως δουλεύουν 48,5 λεπτά περισσότερα την ημέρα.
Αντίστοιχη έρευνα του Eurofound εντόπισε πως οι εργαζόμενοι που δουλεύουν μέσω τηλεργασίας, σε σύγκριση με όσους δουλεύουν στους παραδοσιακούς χώρους εργασίας, είναι πολύ πιθανό να δουλεύουν παραπάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.
Για τις παγίδες της τηλεργασίας, o Κλάους Ντόρε, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένα, εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα η εργασία από το σπίτι έχει μάλλον αρνητικές επιπτώσεις, εντοπίζοντας τρεις αρνητικούς παράγοντες: αυξημένη ανασφάλεια στον εργαζόμενο, έλλειψη των όποιων κοινωνικών σχέσεων μπορούν να αναπτυχθούν στο περιβάλλον της δουλειάς, και επιτεινόμενο εργασιακό άγχος.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα οδηγείται και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Άννα Κοξ, η οποία συμπεραίνει πως η πίεση και η ανασφάλεια που δημιουργείται στους εργαζομένους από τη διαρκή πίεση των εργοδοτών τους έχει σημαντικές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες.
Καμπανάκι η έρευνα της ΓΣΕΕ
Αρνητικά αξιολογούν τη ραγδαία ανάπτυξη της τηλεργασίας οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, με την πλειοψηφία των εργαζομένων να δηλώνει πως μέσω της τηλεργασίας οι εργασιακές τους σχέσεις ελαστικοποιήθηκαν περαιτέρω. Ειδικότερα, στην έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ:
• Το 65% των εργαζομένων, αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με τις ώρες εργασίας τους.
• Το 54% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματά τους.
• Το 54% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την ψυχική ισορροπία τους.
• Το 52% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την προσωπική ζωή τους.
• Το 40% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την εξέλιξη της αμοιβής τους.
• Το 40% αξιολογεί ως αρνητικές τις επιπτώσεις της τηλεργασίας σε σχέση με την επαγγελματική εξέλιξή τους.
Η τηλεργασία ήρθε για να μείνει
Η τηλεργασία υπήρχε πολύ πριν ο κορωνοϊός κάνει την εμφάνισή του. Ωστόσο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δη στην Ελλάδα, δεν καθιερώθηκε παρά πριν από λίγους μήνες, όταν λόγω της έκτακτης ανάγκης για αποφυγή του συνωστισμού, και άρα της υπερμετάδοσης του ιού στους χώρους εργασίας, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις την επέβαλαν στους εργαζομένους τους.
Σύμφωνα με την έρευνα του Euro found, που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2020, το ποσοστό των εργαζομένων που δούλευαν μέσω τηλεργασίας τον Απρίλιο του 2019 ανερχόταν στο 5% και αφορούσε κυρίαρχα επαγγέλματα που σχετίζονται με την πληροφορική.
Σήμερα αυτό το ποσοστό έχει σκαρφαλώσει στο 35%, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες, και με δεδομένο πως τα μέτρα κατά του κορωνοϊού θα παραμείνουν, αναμένεται να φτάσει μέχρι και το 45%.
Αυτή η αλλαγή του μοντέλου της εργασίας και της μεταβολής εργασιακού περιβάλλοντος, φαίνεται πως ήρθε για να μείνει, με πολλές εταιρείες να εμφανίζονται έτοιμες να το καθιερώσουν και μετά το πέρας της πανδημίας.
Η Google και το Facebook ανακοίνωσαν ότι η πολιτική της τηλεργασίας θα συνεχιστεί, ενώ το Twitter θα επιτρέψει σε συγκεκριμένους υπαλλήλους να δουλεύουν μόνιμα από το σπίτι. Και δεν είναι μόνο οι τεχνολογικοί γίγαντες: ο Jes Staley, CEO της Barclays, είπε σχετικά: «Η ιδέα του να βάζεις 7.000 άτομα σε ένα κτίριο ίσως ανήκει πλέον στο παρελθόν». Είναι απίθανο. όμως, η έννοια του γραφείου να εκλείψει εντελώς.
Ο καθηγητής André Spicer ανέφερε στο BBC ότι, παρόλο που προβλέπει μια ραγδαία πτώση στον χρόνο που οι εργαζόμενοι περνούν εκεί, η δουλειά του γραφείου θα συνεχιστεί. Και είναι γεγονός ότι τα γραφεία παρέχουν κάποια στοιχεία που είναι αδύνατον να αντικατασταθούν εξ αποστάσεως: από τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις έως τις ανεπίσημες δραστηριότητες για δικτύωση. Η επιστροφή στο γραφείο λοιπόν θα είναι αναπόφευκτη, αλλά το πιθανότερο είναι πως θα είναι πολύ διαφορετική από ό,τι στο παρελθόν.
Οι πρώτες προσπάθειες για τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος
Το αίτημα για σεβασμό του δικαιώματος του εργαζόμενου στην αποσύνδεση έχει τις ρίζες του στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα άρχισαν να γίνονται ουσιαστικό κομμάτι της σύγχρονης εργασίας.
Η πρώτη χώρα που νομοθέτησε υπέρ του σεβασμού του δικαιώματος στην αποσύνδεση είναι η Γαλλία. Το 2002, το ανώτατο δικαστήριο της Γαλλίας υποστήριξε πως «οι εργαζόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν να δουλεύουν έξτρα ώρες από το σπίτι». Το 2004, μάλιστα, το ανώτατο δικαστήριο επικαιροποίησε την απόφασή του, αποφασίζοντας πως «ο εργαζόμενος δεν φέρει καμία υποχρέωση να απαντά στο κινητό του τηλέφωνο ή να απαντά σε e-mails μετά το πέρας του ωραρίου του».
Σήμερα, αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ισπανία, έχουν προχωρήσει στη θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην αποσύνδεση, ενώ σε άλλες όπως η Γερμανία, η Φινλανδία, η Λιθουανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Σουηδία και η Σλοβενία, το δικαίωμα στην αποσύνδεση επαφίεται στη συνεννόηση ανάμεσα στους εργαζομένους και την εργοδοσία. Ωστόσο, ήδη εφαρμόζεται και ήδη υπάρχουν οι πρώτες συμφωνίες ανάμεσα σε συνδικάτα και διοικήσεις επιχειρήσεων για τους όρους εφαρμογής του.
Η πίεση των «από κάτω» και η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία
Η πίεση των «από κάτω» έφερε τα πρώτα αποτελέσματα τον Δεκέμβριο του 2020, όταν με νομοθετική πρωτοβουλία, που εγκρίθηκε από μεγάλη πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο, οι ευρωβουλευτές κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταθέσει νομοθετική πρόταση, που θα επιτρέπει σε όσους εργάζονται ψηφιακά να αποσυνδέονται από την εργασία τους μετά το πέρας του ωραρίου τους.
Στο ψήφισμα, μάλιστα, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν στον ευρωπαϊκό νόμο να ορίζονται οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την εξ αποστάσεως εργασία και να αποσαφηνίζονται οι όροι και τα ωράρια εργασίας, καθώς και οι χρόνοι ανάπαυσης των εργαζομένων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν, η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών εργαλείων στο πλαίσιο της εργασίας έχει διαμορφώσει μια κουλτούρα «διαρκούς παρουσίας και μόνιμης επιφυλακής» των εργαζομένων, η οποία έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της προσωπικής τους ζωής.
Γι’ αυτόν τον λόγο, το δικαίωμα στην αποσύνδεση θεωρείται από τους ευρωβουλευτές θεμελιώδες δικαίωμα, που επιτρέπει στους εργαζόμενους να απέχουν από τα εργασιακά τους καθήκοντα, όπως τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλα είδη ψηφιακής επικοινωνίας τις ώρες που δεν εργάζονται, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων που βρίσκονται σε οποιασδήποτε μορφής άδεια.
Έτσι, σύμφωνα με την πρωτοβουλία του Ε.Κ., τα κράτη μέλη καλούνταν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να ασκούν το δικαίωμα αυτό, μεταξύ άλλων και μέσω της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα έρχονται αντιμέτωποι με διακρίσεις, επικρίσεις, απολύσεις ή άλλες δυσμενείς ενέργειες από πλευράς των εργοδοτών.
Μετά τη θετική αρχή… ο οδυνηρός συμβιβασμός
Δυστυχώς, τη θετική αυτή εκκίνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαδέχτηκε ένας οδυνηρός συμβιβασμός. Συγκεκριμένα, στα τέλη Ιανουαρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει στο πάγωμα της εφαρμογής του «δικαιώματος στην αποσύνδεση», δηλαδή των κανόνων που θα κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα τους δίνει τη δυνατότητα να απενεργοποιούν εκτός ωραρίου τις ψηφιακές συσκευές, χωρίς τον φόβο της απόλυσης.
Ο συμβιβασμός έγινε ανάμεσα στους Σοσιαλιστές (S&D) και στους ευρωβουλευτές του ΕΛΚ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) και υλοποιήθηκε μέσω τροπολογίας που ψηφίστηκε από την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Κώστας Αρβανίτης, «Το δικαίωμα στην αποσύνδεση, με την άνεση του πολιτικού καιροσκοπισμού που τους προσφέρει το αξίωμά τους, το τσαλαπάτησαν οι Σοσιαλδημοκράτες στο Ευρωκοινοβούλιο. Κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, και πέρα από κάθε συμφωνία στην σύνταξη του σχετικού φακέλου προς ψήφιση από την ολομέλεια, κατέθεσαν τροπολογία που παγώνει για τρία χρόνια τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην αποσύνδεση, με την πιο σαθρή δικαιολογία: ότι πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα “προσαρμογής” στον ψηφιακό μετασχηματισμό της εργασίας».
Το κοινό μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ και ΜΕΡΑ 25
Η θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην αποσύνδεση θα είναι ένα από τα ζητήματα που θα απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτική ζωή του τόπου το αμέσως επόμενο διάστημα. Ο «ελληνικός» συνδυασμός της διαρκούς παραβίασης των εργατικών δικαιωμάτων σε σχέση με την παντελή απουσία του κράτους από την επιτήρηση των εργασιακών κανόνων, θα μετατρέψει την αγορά εργασίας σε ζούγκλα.
Μπροστά σε αυτήν τη νέα συνθήκη, φορείς, συνδικάτα και κόμματα έχουν ήδη πάρει πρωτοβουλίες και ζητούν από την κυβέρνηση να ορίσει ένα σαφές πλαίσιο εργασίας, το οποίο θα σέβεται τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα βάζει φρένο στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τους εκφοβισμούς των εργαζομένων.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να κινηθούν δυναμικά.