Το «γαϊτανάκι» των ευνοϊκών ρυθμίσεων για χρέη προς τις Εφορίες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, έχει αποδειχτεί στην πορεία των χρόνων ότι δεν αποτελεί «πανάκεια». Είναι μια πρόσκαιρη θεραπεία που, δυστυχώς, δεν «γιατρεύει» ούτε τους φορολογούμενους, αλλά ούτε και τα δημόσια οικονομικά. Όσο η φορολογία παραμένει υψηλή, ειδικά για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, η «πανδημία» των χρεών δεν πρόκειται να εξαλειφθεί!
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό στην πολιτική ηγεσία του τόπου ότι απαιτούνται άμεσες και ριζικές λύσεις, που θα δώσουν «ανάσες» ρευστότητας τόσο στις επιχειρήσεις, όσο φυσικά και στους φορολογούμενους. Ανατροπές μεγάλες που θα δώσουν τέλος στην υπερφορολόγηση που «γονατίζει» επαγγελματίες, ελεύθερους επαγγελματίες, μισθωτούς και συνταξιούχους.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι καθημερινά πλέον η κυβέρνηση ανοίγει τις ρυθμίσεις των 100 και 120 δόσεων και δίνει εκ νέου τη δυνατότητα να ενταχθούν σε αυτές φορολογούμενοι και επιχειρήσεις για να ρυθμίσουν, με ευνοϊκότερους όρους, τα χρέη τους, αλλά κυρίως για να μπορέσει το δημόσιο να εισπράξει μέρος των οφειλόμενων.
Στο πλαίσιο αυτό και χθες το οικονομικό επιτελείο έδωσε τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για να ρυθμίσουν σε έως και 120 δόσεις βεβαιωμένες οφειλές από δάνεια, έχουν πολίτες και επιχειρήσεις, μέσω ειδικής εφαρμογής, η οποία λειτουργεί στις Εφορίες και τα Ελεγκτικά Κέντρα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Πρόκειται για δάνεια, τα οποία χορηγήθηκαν έως και το 2012, με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (πρώην «Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης ΑΕ») ή του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων ΑΕ (ΤΕΜΠΜΕ), και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα στις τράπεζες έως τις 7.10.2019.
Προχθές πάλι είχε ανοίξει τις ρυθμίσεις των 100 και 120 δόσεων για χιλιάδες οφειλέτες.
Και πώς άλλωστε να μην το κάνει όταν τα ληξιπρόθεσμα χρέη έχουν «εκτιναχθεί» στα 109,1 δισ. ευρώ στο τέλος Φεβρουαρίου, από 108,1 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020.
Τα νέα μάλιστα χρέη, τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα εντός του διμήνου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021 ανήλθαν σε 1,628 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,537 δισ. ευρώ ήταν απλήρωτοι φόροι και τα υπόλοιπα 91 εκατ. ευρώ μη φορολογικές οφειλές.
Το μέγεθος του προβλήματος είναι πλέον τόσο μεγάλο στην αγορά που πιστοποιείται και από τα επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τα οποία ο συνολικός πλέον αριθμός των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές αρχές αυξήθηκε στο πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους, κατά 95.183 πρόσωπα (φυσικά και νομικά), καθώς διαμορφώθηκε σε 4.140.400 στο τέλος Φεβρουαρίου 2021, από 4.045.217 στο τέλος Δεκεμβρίου 2020.
Είναι φανερό λοιπόν ότι ναι μεν οι ρυθμίσεις πρέπει να υφίστανται και να δίνουν πραγματικές ευκαιρίες εξόφλησης των χρεών από τους φορολογούμενους, αλλά ταυτόχρονα ότι απαιτούνται εδώ και τώρα ανατροπές στη φορολογία.
Και μπορεί η παρούσα κυβέρνηση να έχει ήδη δεσμευτεί για μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση, όμως το ζητούμενο είναι αφενός να είναι «γενναία» και όχι ημίμετρα που δεν θα δώσουν λύση στο πρόβλημα αφετέρου να το κάνει άμεσα πράξη. Να μην μείνει μια προεκλογική εξαγγελία που θα υλοποιηθεί στην επόμενη τετραετία, εφόσον κερδηθούν οι εκλογές, ή σε άγραφο νόμο επειδή ακριβώς οι εκλογές χάθηκαν.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι όλες ανεξαιρέτως μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις υπόσχονται την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και ελαφρύνσεις μόνιμες στα γνωστά «φορολογικά υποζύγια», τους μισθωτούς και συνταξιούχους.
Δεν φτάνουν οι καλές προθέσεις, απαιτείται πολιτική βούληση για πράξη
Με δεδομένη την ήδη ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει τις προτάσεις της «Επιτροπής Πισσαρίδη» με το να τις εντάξει στο «πακέτο» των μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζει να εφαρμόσει μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», η εισήγηση για την εφαρμογή μιας ενιαίας φορολογικής κλίμακας για όλα τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων πρέπει να αποτελεί μονόδρομο πλέον και τη βάση για την επικείμενη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, την οποία προαναγγέλλει το Σχέδιο. Την απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας υπόσχεται άλλωστε και το συνοπτικό κείμενο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται άμεσα μια εκ θεμελίων αναμόρφωση των φορολογικών συντελεστών και των φορολογικών κλιμακίων εισοδήματος στην κατεύθυνση της περαιτέρω απλοποίησης, με στόχο να συγκλίνουν προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση και η εναρμόνιση των κλιμακίων φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστέων αποδοχών ώστε να μην επιβαρύνονται τα εισοδήματα από εργασία, ταυτόχρονα με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Προς την κατεύθυνση αυτή μάλιστα ήδη γίνονται σχέδια επί χάρτου στο υπουργείο Οικονομικών με κεντρικό στόχο να υπάρξει ενιαία φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων από διαφορετικές πηγές, ώστε να μην καταστρατηγείται και η έννοια της προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας.
Θα πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι εάν η ενιαία κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων εφαρμοστεί από την κυβέρνηση χωρίς αλλαγές στα υφιστάμενα εισοδηματικά κλιμάκια και τους συντελεστές της ισχύουσας σήμερα βασικής φορολογικής κλίμακας, θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα και σημαντικές αυξήσεις στις φορολογικές επιβαρύνσεις για όλους τους φορολογούμενους που αποκτούν εισοδήματα από αγροτικές δραστηριότητες, ακίνητα, αποταμιεύσεις και επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Και φυσικά αυτό θα συμβεί επειδή, με την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ξεχωριστά με συντελεστές της τάξεως του 9%, του 10%, του 15% και του 22%, οπότε μετά την ένταξή τους στην ενιαία κλίμακα φορολόγησης θα προστίθενται σε όλες τις άλλες κατηγορίες εισοδημάτων που αποκτούν οι φορολογούμενοι (μισθούς, συντάξεις, κέρδη από επιχειρήσεις κ.λπ.) και -στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- θα υπάγονται σε φορολογικά κλιμάκια με πολύ πιο υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, της τάξεως του 28%, του 36% και του 44%.
Τη μεγάλη εξάλλου φορολογική επιβάρυνση για το μεγαλύτερο πλήθος των φορολογουμένων δεν θα την μειώσει, από μόνη της, ούτε η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης ακόμη κι αν είναι μόνιμη. Προς το παρόν το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα εφαρμοστεί και το 2022.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι και η Επιτροπή Πισσαρίδη έχει προτείνει την κατάργηση του συγκεκριμένου μέτρου, αφού η εισφορά αφενός επιβαρύνει μόνο όσους έχουν ετήσια εισοδήματα από όλες τις πηγές άνω των 12.000 ευρώ, αφετέρου υπολογίζεται με πολύ πιο χαμηλούς συντελεστές, κλιμακούμενους από 2,2% έως 10%.
Σε κάθε περίπτωση η εξίσωση που πρέπει να λυθεί είναι δύσκολη αφού από τη μια πλευρά θα πρέπει να ελαφρυνθούν ουσιαστικά οι φορολογούμενοι για να μην «πνιγεί» όλη η οικονομία στα χρέη, από την άλλη όμως το αποτέλεσμα θα πρέπει να έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτύπωμα προκειμένου να μην μπούμε και πάλι στο «στόχαστρο» της Κομισιόν. Και φυσικά κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα…