Αδειάσανε και τα θέατρα, δεν είναι έτσι; Ηθοποιοί που εξαναγκάζονται σε θλιβερές δημόσιες σχέσεις για να βγει το ποσοστό τους, παραγωγοί που καπνίζουν πάνω από τα συσσωρευμένα χρέη τους, θεατρώνες που σκέφτονται να κλείσουν τους χώρους τους.
Άραγε, υπάρχει πια κανείς που να αναρωτιέται: «τι είδους θέατρο θέλουμε να βλέπουμε;», «τι είδους παραστάσεις μας χρειάζονται;» ; Γιατί, όλα δείχνουν πως οι τυχόν διερωτήσεις-αν υπάρχουν κι αυτές, πλέον- στρέφονται αποκλειστικά στο «τι θέλει να δει ο κόσμος» και στο «τι θα αρέσει στον κόσμο».
Οι καλλιτέχνες, πάσης αφετηρίας και κατευθύνσεως, μοιάζει να έχουν λησμονήσει τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους, τη λάμψη αυτή της ψυχής τους που τους σπρώχνει στο να στερούνται τη Ζωή για χάρη της Δημιουργίας. Εάν τη θυμούνταν περισσότερο συχνά, ίσως καταλάβαιναν ότι οι ίδιοι αυτοί είναι που δημιουργούν τα ρεύματα, που χτίζουν τις τάσεις και που διαμορφώνουν τι θα αρέσει στον κόσμο.
Έχουν αφεθεί, όμως, στο «κατηγορώ» τους απέναντι στα media και τους δημοσιογράφους που ,υποτίθεται, προωθούν όποιους θέλουν κι όποιους θεωρούν περισσότερο… ευπώλητους, όπερ και ισχύει μονάχα μέχρις ενός βαθμού.
Ας φανταστούμε μια θεατρική σεζόν στην Αθήνα χωρίς σαχλές επιθεωρήσεις τρίτης κατηγορίας, χωρίς ανεβάσματα έργων που έχουμε χιλιοδεί δε βαθμό αηδίας, χωρίς προχειρότητα, χωρίς αντιεπαγγελματισμό. Ίσως, τα θέατρα θα ήταν πιο γεμάτα και οι θεατές πιο χορτάτοι από γνήσιο συναίσθημα λύτρωσης-μάλιστα, αυτό που υποτίθεται πως οφείλει να προξενεί μια θεατρική παράσταση.
Τι είναι όμως μια παράσταση χωρίς το έργο; Στη γράφουσα θυμίζει ένα καλοκαίρι χωρίς τη θάλασσα. Έχουμε βγει ουκ ολίγες φορές από θέατρα με συναισθήματα αμηχανίας, τύπου «τι είδα μόλις τώρα;» και μειδιούμε συγκαταβατικά απέναντι σε άλλους ενθουσιασμένους θεατές, οι οποίοι, μάλλον έχουν αντιληφθεί τι είδαν. Παραστάσεις με πολλή μουσική, περισσότερο χορό και μερικούς διαλόγους έτσι-για-να-υπάρχουν κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια την πόλη. Μετά τους υπερδημοφιλείς θιάσους, στο προσκήνιο βρίσκονται θεατρικές ομάδες νέων ηθοποιών που είτε αναλαμβάνουν να διασκευάσουν ακόμα έναν Σαίξπηρ ή έναν Ιονέσκο, είτε δημιουργούν ένα θεατρικό έργο από το πουθενά, στήνοντας πρόχειρα μια ιστορία, την οποία συνήθως μπολιάζουν με άφθονο σεξ και κλαυσιγέλωτες υψηλών ντεσιμπέλ.
Από πίσω, χάσκει μια τρύπα, ένα κενό. Πού είναι τα σύγχρονα θεατρικά έργα; Πού βρίσκονται οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς; Ξέρουμε όλες και όλοι που αγαπάμε το θέατρο ,και δη το ελληνικό, ότι καθόλου λίγες δεν είναι οι πένες που γράφουν σήμερα λέξεις με την προοπτική να τις ακούσουν να προφέρονται πάνω σε κάποια σκηνή. Προς επίρρωση αυτού, οι εκδοτικοί οίκοι που ασχολούνται με το θέατρο παραμένουν ζωντανοί και, τα τελευταία χρόνια, πιο ενεργοί από ποτέ. (βλ. εκδόσεις Κάπα, Νεφέλη, Άπαρσις κ.ά) Φυσικά, σε αυτό το σημείο είναι εύλογο να οδηγηθούμε στην πρώτη φράση του κειμένου αυτού, περί αδειανών από αναγνώστες βιβλιοπωλείων.
Έχουμε απολαύσει παραστάσεις πάνω στα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, του Σάκη Σερέφα, του Δημήτρη Τσεκούρα και της Μαρίας Λαϊνά. Θέλουμε κι άλλο, όμως! Θέλουμε κι άλλους! Θέλουμε οι μεγάλοι και τρανοί σκηνοθέτες να βάλουν στα μεγάλα θέατρα με τους αναγνωρίσιμους ηθοποιούς φρέσκα θεατρικά κείμενα της νεότερης κοπής. Κατερίνα Ευαγγελάτου, υπέροχος ο Φάουστ σου και οι ενασχολήσεις σου με την αρχαία δραματουργία, όμως γιατί δεν καταπιάνεσαι με ένα φρέσκο κείμενο, γραμμένο τη δεκαετία του 2000, ας πούμε, που λάτρεψες στην ανάγνωσή του; Γιατί δεν το μοιράζεσαι με τους διψασμένους (;) θεατές που έχεις ήδη κατακτήσει; Τα αυτά για την αξιόλογη Λίλυ Μελεμέ, τον ενεργητικό Γιάννη Βούρο, την εξαιρετική Ελένη Σκότη, τον ταλαντούχο Δημήτρη Καρατζιά. Και πόσοι ακόμα ικανοί σκηνοθέτες υπάρχουν και δουλεύουν με προσήλωση εκεί έξω…
Ο Μιχάλης Μαρμαρινός έχει σημειώσει ότι «Δεν υπάρχει στιγμή στην καθημερινότητά μας που δεν είναι θέατρο», όμως αυτό δεν σημαίνει πως το θέατρο δεν έχει ανάγκη τον προσδιορισμό του και την υπογράμμισή του από ένα Έργο που θα γεννά προβληματισμό και πηγαίο συναίσθημα, ένα Έργο που θα λειτουργήσει ως ασφαλής βάση πάνω στην οποία η ματιά του σκηνοθέτη και τα σώματα των ηθοποιών θα χτίσουν Ποίηση, Δημιουργία. Που θα πει: ένα Έργο με αρχή, μέση και τέλος, με ήρωες-χαρακτήρες, όχι καρικατούρες, με θέμα δυνατό, με ματιά στραμμένη στον πυρήνα της ιδέας, όχι στο περίβλημα της τυχόν αποδοχής της από τον κόσμο.
Στην Ελλάδα των αρχαίων Ελλήνων, τα έργα που γράφονταν και παίζονταν αφορούσαν προβληματικές επίκαιρες, επείγουσες και σημαντικές για τον τότε σύγχρονο άνθρωπο. Εμείς, όμως, οι Έλληνες του millenium, της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης, πόση ακόμα Λυσιστράτη να αντέξουμε; Όσο κι αν η προσέγγιση των ικανών σκηνοθετών δύναται να τη φέρει στα σύγχρονα μέτρα και ανάγκες μας, ο Αριστοφάνης δεν αρκεί, πια, για να μιλήσει για την ειρήνη, όπως και ο Σαίξπηρ δεν είναι ό, τι ακριβώς χρειαζόμαστε για να μελετήσουμε θεατρικά τον έρωτα.
Σίγουρα απολαμβάνουμε το κλασικό, το σίγουρο, το διαχρονικό. Και πόσες αγαπημένες μας ηθοποιούς δεν θα θέλαμε να χαρούμε ως Ιουλιέτες ή Λυσιστράτες; Υπάρχουν, όμως, και σύγχρονοι ρόλοι, σύγχρονες ιστορίες που γράφονται και είτε μένουν στα συρτάρια, είτε στα ράφια των βιβλιοπωλείων και, όσο κι αν παίζονται ορισμένες από αυτές για μισή σεζόν σε κάποιο έλασσον θέατρο, αυτό δεν αρκεί. Αν οι «Μεγάλοι» συνεχίζουν να καταπιάνονται με τον Τσέχωφ μόνο ή με τον Μποστ μόνο, οι «Μικροί» θα παρασύρονται είτε σε άκομψες αντιγραφές, είτε σε απεγνωσμένες απόπειρες αγκαλιάσματος του καινοτόμου και μοντέρνου, συνήθως πραγματοποιημένες σε λάθος τόπο και χρόνο και, δη, με άκομψη προσέγγιση.
Τα διαμάντια δε λάμπουν πάντα στη γκρίζα Αθήνα των χιλιάδων κουρελιασμένων αφισών και των συνεντεύξεων που δε διαβάζει κανείς με φερέλπιδα πρόσωπα που… «διαφέρουν» από τα υπόλοιπα. Είναι άδικο να γεμίζουν τα μεγάλα θέατρα για χάρη ενός ακόμα κλασικού έργου, χωρίς πάντα η παράσταση να αξίζει θερμό χειροκρότημα. Και είναι κρίμα να πασχίζουν για γέμισμα τα μικρά θεατράκια που φιλοξενούν μια καλοπαιγμένη παράσταση, χωρίς όμως λαμπερά ονόματα στις μαρκίζες και, κάπου, χωρίς κανένα θεατρικό έργο με Υπογραφή να στηρίζει την παράσταση.
Οι θεατράνθρωποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος ίσως οφείλουν να σκεφθούν περισσότερο πάνω στη σχέση της Παράστασης με το Έργο. Ίσως, επίσης, χρειάζεται να γίνουν ελαφρώς πιο φειδωλοί απέναντι στις δεκάδες χιλιάδες ιδέες τους που μοιάζουν καλές-ενίοτε, πράγματι είναι- όμως οδηγούν σε ένα χαωμένο θεατρικό τοπίο, εξαιτίας του οποίου βγαίνουν όλοι χαμένοι. Στην Αθήνα παίζονται όσες θεατρικές παραστάσεις παίζονται στη Νέα Υόρκη και αυτό δεν είναι τόσο καλό, όσο ακούγεται. Παραστάσεις έωλες κειμένου, με συμμετοχές αρκετών ερασιτεχνών και, φορές, με αρκετό budget να «χαραμίζεται» στην επικοινωνία, μπερδεύουν τους θεατές που ψάχνουν «το καλό», αδειάζουν τα θέατρα γιατί δεν γίνεται και να γεμίζουν όλα (5.000.000 κατοίκους έχει η έρημη η πόλη!), θερίζουν τις αμοιβές των ηθοποιών, πληγώνουν ανεπανόρθωτα το Θέατρο.
Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να εξαπολύσει παράπονα. Αλλά να υπενθυμίσει πόσο αναγκαίο μας είναι το θέατρο, αυτό το ακαταμάχητο μπουκέτο όλων των υπόλοιπων τεχνών (μουσική, λογοτεχνία, χορός, εικαστικά), αυτό το μαγικό καλλιτεχνικό εργαλείο που μεταδίδει τις ιδέες άμεσα, καθότι προφορικά. Χρειαζόμαστε περισσότερες καρέκλες γεμάτες στα θέατρα, χρειαζόμαστε έργα ικανά να ξυπνήσουν διάλογο και να εγείρουν διαφωνίες, έχουμε ανάγκη περισσότερης δουλειάς από τους συντελεστές, η οποία ξεκινά πολύ, πολύ πριν την πρόβα: ξεκινά τη στιγμή που αποφασίζουν να ανεβάσουν κάτι.
Αν έθεταν συχνότερα στους εαυτούς τους, ατομικά και συλλογικά, το ερώτημα «Γιατί θέλω να το ανεβάσω;», η γράφουσα είναι σχεδόν βέβαιη: Τα θέατρα θα κέρδιζαν σε θεατές, και οι παραστάσεις σε έργα.