«Έπρεπε να γεράσω αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία! Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Είναι απλά, χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις».
Πρόκειται για την κορυφαία ατάκα του «καλού μας ανθρώπου», του Θανάση Βέγγου, που έσβησε σαν σήμερα το 2011 στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός λόγω εγκεφαλικού. Εκείνου που έγινε ηθοποιός μετά τη γνωριμία του με τον Νίκο Κούνδουρο, όταν υπηρετούσαν και οι δύο τη στρατιωτική τους θητεία ως «ανεπιθύμητοι» στη Μακρόνησο την τριετία 1948-1950.
Ήταν ο μοναχογιός του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγκου, γεννημένος στον Πειραιά στις 29 Μαΐου του 1927. Τα οικονομικά του προβλήματα ξεκίνησαν πολύ νωρίς, καθώς ο πατέρας του απολύθηκε από τη δουλειά του για τα πολιτικά του φρονήματα. Ήταν το «ευχαριστώ» του κράτους για τον ήρωα της αντίστασης, που συμμετείχε την προσπάθεια να σώσει από την ανατίναξη της γέφυρας που σχεδίαζαν οι Γερμανοί της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, όπου εργαζόταν. Ένα «ευχαριστώ» που κληρονόμησε και ο νεαρός Θανάσης που εξοστρακίστηκε στη Μακρόνησο, και που προηγουμένως έπρεπε να δουλέψει στην επεξεργασία δερμάτων, πέρα από θελήματα της γειτονιάς, για να βοηθήσει οικονομικά την πατρική του οικογένεια.
Η ζωή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα παραμύθι, με τις πικρές και τις γλυκές στιγμές του. Τα πάνω του και τα κάτω του. Μα πάντα με καλοσύνη, ταπεινότητα, αγάπη και τρυφερότητα για τους συνεργάτες του και γενικά τους συνανθρώπους του.
Όχι, δεν φοίτησε σε δραματική σχολή. Αυτό το «ιερό τέρας» του κινηματογράφου χρειάστηκε να δώσει τέσσερις φορές εξετάσεις σε ειδική επιτροπή για να πάρει την πολυπόθητη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Έτσι, έπαιξε σε 126 ταινίες, ίδρυσε την εταιρεία του «ΘΒ ταινίες γέλιου», χρεοκόπησε, έχασε το σπίτι του στην Κυψέλη, ξαναστήθηκε στα πόδια του, σκηνοθέτησε πολλές από τις ταινίες του, έπαιξε στο θέατρο και στην τηλεόραση, απέκτησε οικογένεια με την αγαπημένη του Μίνα, λάτρεψε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Πώς μπορεί να κλειστεί όμως σε πέντε αράδες η ζωή ενός τόσο σπουδαίου ηθοποιού, που τόσο αγαπήθηκε από τον κόσμο; Εκείνου που γέμισε το γήπεδο της Ν. Φιλαδέλφειας με 40.000 κόσμο για να τον δουν σε έναν αγώνα μεταξύ δημοσιογράφων και ηθοποιών, να τον δουν ως Βέγγο και όχι ως ποδοσφαιριστή. Εκείνον, τον καλό τους άνθρωπο. «Με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις», είχε πει κάποτε. Και αυτό ήταν το μεγάλο βραβείο που του πρόσφερε ο κόσμος, το μεγάλο «ευχαριστώ» στον «καλό μας άνθρωπο», τον άνθρωπο της καρδιάς μας, εκείνον που μας χάρισε απλόχερα το γέλιο αλλά και τον προβληματισμό συνάμα.
Ο Νίκος Κούνδουρος έκανε την αρχή στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Θανάση Βέγγου το 1954, στην ταινία του σημαντικού πλέον σκηνοθέτη «Μαγική Πόλη». Στη συνέχεια έπαιξε μικρούς ρόλους σε αρκετές ταινίες, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή», για ν’ ακολουθήσει ο πρώτος του μεγάλος ρόλος μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960. Παράλληλα ξεκινάει να παίζει και στο θέατρο με πρώτη συμμετοχή του στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», με τους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη.
Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, ο οποίος του δίνει τον τύπο με τον οποίο καθιερώθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο, του γκαφατζή, του αεικίνητου, του τρεχαλατζή, του νευρικού, του καλοσυνάτου, με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια», «Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλλα!», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης». Στους στενούς συνεργάτες του προστίθεται στη συνέχεια και ο Ερρίκος Θαλασσινός, με ταινίες που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, όπως «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;».
Ο Νίκος Κατσουρίδης μπαίνει στον κύκλο των πιστών συνεργατών του με αποτέλεσμα το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971 για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», ενώ το 1976 δουλεύει στην ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας».
Από εκεί και μετά η θεματολογία του ξεφεύγει από το γνώριμο ύφος που είχε στις ταινίες του, γίνεται πιο κοινωνική, με κριτική στα κακώς κείμενα. Το 1991 τον βλέπουμε στην ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, ενώ το 1998 η συμμετοχή του στη σπονδυλωτή και βραβευμένη ταινία «Όλα είναι δρόμος», πάλι του Παντελή Βούλγαρη, χάραξε στην καρδιά και στη μνήμη τη μοναδική ερμηνεία του.
«Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε... Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο».
Η ταινία που κομμάτιασε την αισιοδοξία του για το αύριο… Τόσο ευαίσθητος, τόσο τραγικός, τόσο απελπισμένος… για το μέλλον της χώρας που ο ίδιος τόσο αγάπησε έστω και αν τον αδίκησε σκληρά, για το μέλλον της νέας γενιάς.
Ακολούθησαν οι ταινίες «Το Αίνιγμα», «Η ιστορία της Λίλυ», «Ψυχή βαθιά», με τελευταία «Το Πέταγμα του κύκνου» το 2010.
Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων».
Τα τελευταία χρόνια θα τον δούμε στην Επίδαυρο, το 1997, στον ρόλο του Δικαιόπολη στους «Αχαρνής», και το 2001 στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία.
Βλέποντάς τον να υποδύεται τον Δικαιόπολι εύκολα κανείς αναρωτιέται γι’ αυτή την πορεία του Βέγγου, που ίσως ήρθε αργά. Είναι 73 χρόνων. Άραγε, μετάνιωσε για πράγματα που έκανε; «Ο θρίαμβός του στην Επίδαυρο ήταν τέτοιος που δεν μπορεί να μην επηρεάστηκε και να μη σκέφτηκε τα πράγματα που θα μπορούσε να είχε κάνει», είχε σχολιάσει σχετικά ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης.
Τι έκανε ενδιαμέσως; Εκτός από ένα καλοκαίρι που έπαιξε στο «Δελφινάριο» και εκτός από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, στην οποία συμμετείχε, δεν τον είδαμε αλλού. Πήγαινε όμως συστηματικά στις πρεμιέρες του Ανοιχτού Θεάτρου και οι υπόλοιπες ασχολίες του ήταν εκείνες ενός συνηθισμένου ανθρώπου, με κύριο μέλημά του τα δύο τα παιδιά του και τα εγγόνια του.
«Το θετικό με τον Βέγγο είναι ότι, ενώ είναι ενστικτώδης, οι επιλογές του ήταν συνειδητές. Γι’ αυτό και έγινε μεγάλος κωμικός. Οι άλλοι κωμικοί έφτιαξαν έναν τύπο. Ο Βέγγος έχει φτιάξει ένα πλάσμα κατασκευασμένο από όλα τα μέλη της ιστορίας της κωμωδίας. Και αυτό ήταν συνειδητό», έχει δηλώσει ο Γιώργος Μιχαηλίδης, για να προσθέσει: «Ο θαυμασμός του απέναντι στον Τσάρλι Τσάπλιν, στον βουβό κινηματογράφο, στο τσίρκο, στον Μπάστερ Κίτον είναι συνειδητός. Αυτά τα είδη όμως κατάγονται από πολύ παλιά. Και ξαφνικά βλέπεις μέσα στον Βέγγο κωδικοποιημένη όλη την ιστορία της κωμωδίας, των κωμικών. Ως ένα βαθμό ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Η τρέλα του είναι συνειδητή. Καμία τρέλα εξάλλου και μάλιστα καλλιτεχνική δεν είναι εύκολη… Μέσα στην απλότητά του είναι όμως έντιμος. Δεν θα σου κάνει καμία ατιμία, δεν θα σε κλέψει, δεν θα σε γελάσει. Αυτό το ήθος το έδωσε βέβαια στον ήρωά του. Γιατί είναι ίδιος ο εαυτός του».