«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ: ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ»
Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2021 βρίσκει τα ελληνικά μουσεία έτοιμα να υποδεχθούν και πάλι τους επισκέπτες τους
Ένα ρητορικό ερώτημα έθεσαν πρόσφατα οι Times της Νέας Υόρκης. “Θα έπρεπε τα μουσεία να ενημερώνουν το κοινό τους για τα απολεσθέντα έργα τέχνης;”
Η απάντηση είναι διττή. Πάντως τα μουσεία δεν αποκαλύπτουν σχεδόν ποτέ, τις πληροφορίες που σχετίζονται με σχετίζονται με μια κλοπή, από φόβο ότι η δημοσιοποίηση των αδύναμων σημείων τους θα αποτρέψει άλλα ιδρύματα από το να τους δανείσουν έργα ή και θα ενθαρρύνει άλλες κλοπές. Και αυτό είναι λογικό, είναι όμως λογικό το φιλόμουσο κοινό να έχει πλήρη άγνοια ενώ επισκέπτεται έναν χώρο τέχνης για ακριβώς αυτούς τους λόγους, δηλαδή επειδή γνωρίζει την τέχνη σε βάθος και επιθυμεί να απολαύσει σπάνιους όσο και πανάκριβους πίνακες, υψηλής αισθητικής αξίας.
Οι Times μιλούν για δυο κομμάτια επίχρυσης και επάργυρης πανοπλίας από την περίοδο της Ιταλικής Αναγέννησης, που κλάπηκαν από το Λούβρο το 1983 και εντοπίστηκαν φέτος στην ιδιωτική συλλογή μιας οικογένειας στη Γαλλία. Τα κομμάτια αυτά, εντοπίστηκαν με τον τρόπο που εντοπίζονται συνήθως τα έργα τέχνης: Ένας ειδικός συνέκρινε τα αντικείμενα με μια διαδικτυακή βάση δεδομένων για απολεσθέντα και κλεμμένα έργα τέχνης.
Από την άλλη πλευρά όσοι ειδικεύονται σε θέματα ασφάλειας των έργων τέχνης αναφέρουν ότι η μη δημοσιοποίηση κλοπών, ιδιαιτέρως εκείνων που αφορούν αντικείμενα που κλάπηκαν από αποθήκες, έχει εμποδίσει την ανάκτηση αυτών των αντικειμένων.
Ο Φιλίπ Μαλγκουιρέ, επιμελητής τέχνης στο Λούβρο, εξηγεί ότι όταν άρχισε να εργάζεται σε μουσεία πριν από δεκαετίες, άκουσε ιστορίες κλοπών και εξαφανίσεων που δεν είχαν καταγγελθεί ποτέ.
«Στόχος μας είναι η συντήρηση των αντικειμένων για το μέλλον και για το κοινό», τονίζει ο Μαλγκουριές. «Όταν για κάποιο λόγο αποτυγχάνουμε, όταν κάτι πέφτει θύμα κλοπής, είναι μια πολύ επώδυνη εμπειρία που έχει κάνει κάποια μουσεία στο παρελθόν να μην πάνε καν στην αστυνομία, εξαιτίας της τεράστιας ντροπής που αισθάνονταν».
Όπως εξηγεί, αν και η πανοπλία που ανακτήθηκε εσχάτως δεν ανήκει στα πιο διάσημα κομμάτια της συλλογής του Λούβρου, πάντα πίστευε ότι εντέλει θα εντοπιζόταν, εξαιτίας της καταγραφής της στη βάση δεδομένων κλεμμένης τέχνης στη Γαλλία.
Τώρα, δημόσια μουσεία και γκαλερί λειτουργούν με πιο διαφανείς μεθόδους, υποστηρίζει η Σάντι Νερν, πρώην διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο και πρώην διευθύντρια προγραμμάτων στην γκαλερί Tate.
«Στο παρελθόν, τα ιδρύματα είχαν κάτι σαν αντανακλαστική αντίδραση. Στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν την αίσθηση ακεραιότητάς τους, ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικά με τις δηλώσεις πάνω σε τέτοια ζητήματα», τονίζει η Νερν, που υπήρξε επικεφαλής μιας ομάδας της Tate που ανάκτησε δύο πίνακες του Τζ.Μ.Γ. Τέρνερ το 2002, οκτώ χρόνια μετά την κλοπή τους από γερμανικό μουσείο που τους φιλοξενούσε προσωρινά.»
Την Κυριακή, η εφημερίδα El País έγραψε ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας ανακάλυψε το 2014 ότι ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά της, ένα βιβλίο του 17ου αιώνα, γραμμένο από τον Γαλιλαίο, είχε αντικατασταθεί από αντίγραφο. Όμως το περιστατικό δεν καταγγέλθηκε στην αστυνομία για τέσσερα ακόμη χρόνια, μέχρι ομάδα ερευνητών να ζητήσει να δει το βιβλίο.
«Μπορεί να χρειαστούν 10 ή 15 χρόνια πριν κάνουν απογραφή και αναρωτηθούν πού μπορεί να βρίσκεται ένα κομμάτι», εξηγεί. «Μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι να εξιχνιαστεί ένα έγκλημα 15 ετών. Δυσκολεύει απίστευτα πολύ τα πράγματα για εμάς».