ΛΕΥΚΑΔΑ: ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
Η Λευκάδα είναι ιδανική για διακοπές με τις υπέροχες παραλίες της και περιήγηση στα αξιόλογα μουσεία της
Ταξίδεψα στα Κύθηρα κάπως διστακτική και σκεπτική. Μεγάλο και μακρύ το οδικό ταξίδι βλέπεις και η φήμη της άγονης γραμμής με πλοία μια στο τόσο, με βάζουν σε σκέψεις. Τι κι αν συμβεί το ένα, τι κι αν μου τύχει τ΄ άλλο.
Σε πείσμα όλων των φόβων μου ξεκίνησα το θαλασσινό ταξίδι στο Τσιρίγο όπως ήταν η παλαιότερη ενετική ονομασία του νησιού, σιγοτραγουδώντας τους στίχους του Καββάδια «θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων…»
Διασχίζοντας τον γαλάζιο ορίζοντα ανάμεσα στο Αιγαίο και στο Ιόνιο ένας μικρός, σχεδόν απρόσιτος βράχος κάνει την εμφάνιση του δειλά - δειλά. Κάπου εκεί, έτσι όπως το φως του ήλιου με θαμπώνει, θαρρώ πως βλέπω την Αφροδίτη του Ησίοδου να αναδύεται μέσα από τα κρυστάλλινα νερά όπως την θέλει ο μύθος και να με καλωσορίζει στο νησί.
Το πλοίο φτάνει στο λιμάνι και δένει κάβους. Ο δρόμος στην αρχή του με οδηγεί στο Διακόφτι με τα γαλαζοπράσινα νερά και την κατάλευκη αμμουδιά. Με μια κλεφτή ματιά λίγο πιο ΄κει βλέπω να ξεπροβάλλει επιβλητικά μέσα από το βαθύ γαλάζιο το ναυάγιο ενός πλοίου ρωσικού που έχει φτιάξει γύρω του έναν εντυπωσιακό θαλάσσιο κόσμο. Πιο πάνω στη στεριά, το σπήλαιο Χουστή στην πέτρα μέσα λαξευμένο και αφιερωμένο στη θεά Αστάρτη των Φοινίκων.
Καθώς προχωράω μαγεύομαι όλο και πιο πολύ από τη σιωπή και από την άγρια και ακαθόριστη ομορφιά αυτού του νησιού.
Δρόμοι μεγάλοι και ατελείωτα χιλιόμετρα στο φυσικό τοπίο που μ’ οδηγούν άλλοτε σε παραλίες κρυστάλλινες και πεντακάθαρες με αμμουδιές ή βότσαλόστρωτες διαδρομές όπως ο Αυλαίμονας, η Βλυχάδα, το Καλάδι και το Μελιδόνι και άλλοτε σε μαγικά τοπία όπως η Χώρα.
Η Χώρα, η πρωτεύουσα του νησιού με σπίτια κατάλευκα, σοκάκια και δρομάκια, κτίρια ενετικά, παλιά αρχοντικά, οικείες ευγενών από τα χρόνια της Αγγλοκρατίας στο νησί με καθηλώνει. Στο έμπα της στέκει με εμβληματική μεγαλοπρέπεια το Αρχαιολογικό Μουσείο με τους μικρούς πολύτιμους θησαυρούς του και μέσα στο μεσαιωνικό το κάστρο το ιστορικό Αρχείο των Κυθήρων με έγγραφα παλιά και ιστορικά από τον 16ο αιώνα.
Δε φτάνει η μέρα για να ρουφήξω όλη την ατίθαση ομορφιά αυτού του τόπου. Το βράδυ με παίρνει ήρεμα, όμορφα, με μια αύρα θαλασσινή και μια υγρασία που φέρνει στο κορμί μου ρίγη.
Στάση για λίγο αλκοόλ στο όμορφο Καψάλι. Η νύχτα, το φεγγάρι, οι μουσικές, τα αρώματα.
Ξημέρωμα και με το σακίδιο στον ώμο ο δρόμος με πάει στο όμορφο χωριό της Αγίας Πελαγίας. Απέραντη άγρια ομορφιά με το φαράγγι της Κακιάς Λαγκάδας σχεδόν να σε τρομάζει!
Προχωράω με ερείπια να απλώνονται μπροστά μου σε έναν λόφο τραχύ και απότομο, μια πόλη ξεχασμένη. Παλιοχώρα είναι το όνομά της, πρωτεύουσα την είχαν οι Βυζαντινοί, απομεινάρια κατοικιών και εκκλησιών να σου θυμίζουν μιαν άλλην εποχή.
Κι ύστερα ο Ποταμός, το κεφαλοχώρι με τα παλιά αρχοντικά, το ενετικό φρουραρχείο, το Νηπιοτροφείο.
Ο ήλιος καίει, κοντεύει μεσημέρι. Μια στάση ακόμα στον Μυλοπόταμο αυτή τη φορά, στον καταρράκτη της Φόνισσας. Νερά δροσερά, μικροί καταρράκτες διαδοχικά βαλμένοι στο τοπίο, βλάστηση καταπράσινη και άγρια, νερόμυλοι εγκαταλελειμμένοι, σκηνικό ταινίας κινηματογραφικής.
Στην ανηφόρα του νησιού βλέπω την Παναγιά την Μυρτιδιώτισσα. Ανάβω ένα κεράκι στη θαυματουργή της χάρη που τότε στα παλιά τα χρόνια δεν άφησε τους πειρατές να φτάσουν κοντά της και να κλέψουν την εικόνα της. Στην πέτρα τους ξόρκισε, βράχια και ξέρες έκανε τα πλοία τους μέσα στην άγρια θάλασσα. Αιώνες τώρα στέκουν εκεί καταμεσής, σύμβολά αιώνια της πίστης των ανθρώπων στη δύναμη της αγιοσύνης της.
Πιο πέρα, σ΄ ένα άλλο τοπίο μαγικό του απόκοσμου αυτού νησιού, ακόμα ένα μυστήριο κρυμμένο στον σκοτεινό βυθό του. Εκεί λίγο πιο έξω από το λιμανάκι του Αυλέμονα ένα αρχαίο ναυάγιο μ’ ένα πλοίο βυθισμένο που η ιστορία το θέλει να μεταφέρει υπό τις εντολές του Λόρδου Έλγιν τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα και τα σπαράγματα μνημείων άλλων. Λένε πως η καταιγίδα το βύθισε σαν τιμωρία για το λαθραίο ταξίδι που είχε ξεκινήσει.
Πίσω στο δωμάτιο για λίγο ύπνο. Η νύχτα έχει έρθει και το ταξίδι της επιστροφής σημαδεύει τη μέρα που θα ξημερώσει. Ένα τεράστιο φεγγάρι χρωματίζει κατακίτρινο το μεσαιωνικό κάστρο της Χώρας των Κυθήρων.
Αποχαιρετώ τα Κύθηρα στην ανατολή του ήλιου, τα καθάρια νερά της θάλασσας έχουν μια στάλα από το χρυσό του φεγγαριού και λίγο από το πορτοκαλί του ήλιου, οι γλάροι λευκοί χαράζουν γραμμές στο μπλε του ουρανού και η Αφροδίτη του Ησίοδου μου κλείνει το μάτι και μου γνέφει «καλημέρα, να ξανάρθεις!»
Της κλείνω και εγώ το μάτι και χαζεύοντας το απέραντο γαλάζιο σιγοτραγουδώ…
Κάτσε στην πέτρα του γιαλού, βάλε το χέρι αντήλιο
πάρε μια χούφτα θάλασσα, πάρε μια χούφτα ήλιο
και πλύνε μου το πρόσωπο,
Τα Κύθηρα (ποτέ δεν) θα τα βρούμε …