Το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τάσου Κοντογιαννίδη «Μπαϊρακτάρης – Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες», που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα», φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη Αθήνα, που ήταν γεμάτη από ταραχοποιά στοιχεία και εγκληματίες, πριν από 125 χρόνια. Το βιβλίο, εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία και γεγονότα, παρουσιάζει την δράση του Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, του αστυνομικού διευθυντή που συνέδεσε το όνομά του με την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στην τότε Αθήνα. Τότε, το 1890, που στην πρωτεύουσα δρούσαν τα λεγόμενα κουτσαβάκια, που οπλισμένοι είχαν μετατρέψει σε άβατο την συνοικία του Ψυρρή χωρίς κανείς να τολμά να τους πειράξει. Όπως και να το κάνουμε, ήταν πρόκληση να μιλήσουμε με τον συγγραφέα για το πώς εμπνεύστηκε να γράψει ένα βιβλίο για τον γνωστό σε όλους μας Μπαϊρακτάρη.
ΕΡ.: «Υπάρχει ένα παλιό τραγούδι που λέει για τον Μπαϊρακτάρη πως “έκοβε στους μάγκες το ένα το μανίκι” για να τους αντιμετωπίσει. Iσχύει;»
ΑΠ.: «Και βέβαια ισχύει. Τους κυνήγησε μέσα στο άντρο τους, στου Ψυρρή. Συνέλαβε μέσα σ’ ένα καφωδείο στην οδό Καραϊσκάκη, που ανήκε σ’ έναν σκληρό της περιοχής, τον Νταούφαρη, με μια μεγάλη ομάδα ευζώνων αρκετούς από αυτούς, τους μετέφερε στην Διεύθυνση στην πλατεία Κλαυθμώνος, τους έκλεισε στο κρατητήριο και την επομένη το πρωί παρουσία πολλών περαστικών Αθηναίων τούς έβαλε να καταστρέψουν οι ίδιοι με βαριοπούλα πάνω σε αμόνι τα μαχαίρια και τα πιστόλια τους. Μετά, τους έκοψε το μισό μουστάκι, την αφέλεια των μαλλιών που έπεφτε στο πρόσωπό τους και το μανίκι που κρεμόταν και το χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα όταν έβγαζαν τα μαχαίρια. Με τον τρόπο αυτό τους εξαφάνισε, αφού δεν μπορούσαν να βγουν στην πιάτσα χωρίς μουστάκι…»
ΕΡ.: «Αληθεύει ότι στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 δεν έγινε το παραμικρό επεισόδιο;»
ΑΠ.: «Ναι, αληθεύει. Μάζεψε όλους τους πορτοφολάδες και τα κλεφτρόνια και τους έφερε στο φιλότιμο λέγοντάς τους: “Τι θέλετε, να έρθουν οι ξένοι να τους κλέψετε το πορτοφόλι, να πάνε μετά στην πατρίδα τους και να λένε ότι οι Έλληνες μάς έκλεψαν και να εξευτελισθεί η πατρίδα μας;” Έτσι, οι ίδιοι οι κλέφτες, φιλοτιμίαν ποιούντες, παρίσταναν τους αστυνόμους και σ’ όλη τη διάρκεια των Αγώνων κυνηγούσαν τους… κλέφτες!»
ΕΡ.: «Τόσο ατρόμητος ήταν ο Μπαϊρακτάρης;»
ΑΠ.: «Ακριβώς! Δεν φοβόταν κανέναν. Μια φορά, έγιναν κάτι επεισόδια στα Εξάρχεια και ο Μπαϊρακτάρης έστειλε τους άνδρες του και έπιασαν τρία ταραχοποιά στοιχεία και τους έκλεισε στο κρατητήριο. Την επομένη το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο κομματάρχης του Τρικούπη και με αυστηρό ύφος τού λέει: “Μέσα στο κρατητήριο έχεις τρία άτομα που είναι δικοί μου, είναι του κόμματος και πρέπει να τους αφήσεις ελεύθερους”. “Δεν μπορώ να το κάνω αυτό”, του λέει ο Μπαϊρακτάρης. Kαι ο κομματάρχης πιο αυστηρά τον απειλεί: “Nα τους βγάλεις αμέσως! Να τους βγάλεις, ξέρεις ποιος είμαι εγώ!!!” Ο Μπαϊρακτάρης σηκώνεται από την καρέκλα του, τον πιάνει από τον γιακά, και του λέει: “Eίσαι ένα κάθαρμα σαν αυτούς που έχω στο κρατητήριο!” Στην συνέχεια τον τράβηξε προς την έξοδο, του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι και μια κλoτσιά και τον πέταξε έξω από το γραφείο του. Μετά κάθισε, έγραψε σε μια κόλλα χαρτί την παραίτησή του και πήγε και την παρέδωσε στον Τρικούπη, τον οποίο φυσικά πριν από λίγο είχε επισκεφθεί ο κομματάρχης του. Ο Τρικούπης έσκισε την παραίτησή του και του είπε να πάει στο γραφείο του και να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο τα καθήκοντά του…»
ΕΡ.: «Πώς φερόταν γενικά στους παραβάτες;»
ΑΠ.: «Θα σας πω κάποια παραδείγματα. Αντιμετώπισε, μετά από καταγγελίες οικογενειαρχών, με πρωτότυπο τρόπο τους… γυμνιστές στο Φάληρο, που κολυμπούσαν γυμνοί για να φορέσουν μετά τα ρούχα τους στεγνά. Έβαζε τους άνδρες του να κατάσχουν τα ρούχα τους, τους άφηναν γυμνούς μέσα στην θάλασσα και έβγαιναν από μέσα όταν νύχτωνε και πήγαιναν στα σπίτια τους. Την άλλη μέρα πήγαιναν και έπαιρναν τα ρούχα τους από το αστυνομικό τμήμα. Μέσα σε λίγο καιρό εξαφάνισε τον γυμνισμό. Εισηγήθηκε και καθιερώθηκαν επί των ημερών του τα συγγραφικά δικαιώματα όταν παρέστη σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας των συγγραφέων. Εξαφάνισε τους επαίτες από τους δρόμους και τις πλατείες, βρίσκοντάς τους δουλειά σε εργοστάσια και χωράφια. Οι Αθηναίοι γλεντούσαν στις ταβέρνες χωρίς μαχαιρώματα, τα χασισοποτεία έκλεισαν, ενώ καταπολέμησε την αισχροκέρδεια επιβάλλοντας στα αρτοποιεία να μην πωλούν ελλειποβαρές ψωμί!»
ΕΡ.: «Ήταν τόσο σκληρός όσο ακουγόταν;»
ΑΠ.: «Ναι, ήταν πολύ σκληρός. Σπάνια έστελνε τους κακοποιούς στα δικαστήρια, τους… συμμόρφωνε κατά την έκφραση του Τρικούπη “με τας στιβαράς του χείρας”. Το χαστούκι ήταν η χειρότερη ποινή γι’ αυτούς. Ήταν αυτός που ανακάλυψε και εφάρμοσε για την διάλυση των παράνομων συγκεντρώσεων τις αντλίες νερού καταβρέχοντας τους διαδηλωτές. Αντιμετώπισε με σκληρό τρόπο την χαρτοπαιξία, από την οποία καταστράφηκαν οικογένειες, και η τελευταία του προσφορά στην πατρίδα ήταν όταν οδήγησε το Σύνταγμά του εναντίον των Τούρκων στην μοναδική νικηφόρο μάχη, στο Γρίμποβο Ηπείρου, κατά την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897».