Αν ρωτήσει κανείς ακόμη και πολίτες που ανήκουν στους ενημερωμένους και παρακολουθούν τα ΜΜΕ, μάλλον ελάχιστα θα έχουν να πουν για το περίφημο «Ταμείο Ανάκαμψης»: πέραν των προσδοκιών που καλλιεργεί η κυβέρνηση για ένα εργαλείο-«μπαζούκας» που θα μπορέσει να βοηθήσει την Ελλάδα να ξεκολλήσει από την οικονομική δυσπραγία που έφερε η πανδημία, όλα τα υπόλοιπα παραμένουν άγνωστα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο πακτωλός κονδυλίων που θα προέλθει από το Ταμείο Ανάκαμψης βρίσκεται στην καθημερινή επιχειρηματολογία όλων των κυβερνητικών στελεχών, που περιγράφουν αυτό το εργαλείο ως ένα «game changer» για την ελληνική οικονομία.
«Εθνικό σχέδιο» στα... κρυφά;
Βεβαίως, η ιστορία του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι μία αμελητέα εξέλιξη για την Ευρώπη – το αντίθετο. Αν σκεφτεί κανείς ότι, έστω και εμμέσως, παρακάμφθηκε για πρώτη φορά η διαχρονική ένσταση του ευρωπαϊκού Βορρά περί κοινού δανεισμού και ανάληψης κοινού χρέους, τότε αντιλαμβάνεται τις ιστορικές διαστάσεις της απόφασης του 2020. Όμως, κοντεύουμε να φτάσουμε στα μέσα του 2021 και η απόφαση ακόμη καρκινοβατεί ως προς την εφαρμογή της, αφού μία σειρά χωρών παίζουν καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά την έγκρισή της από τα εθνικά τους Κοινοβούλια. Αυτό προφανώς και καθιστά επισφαλή κάθε πρόβλεψη για το πώς θα επενεργήσουν στις εθνικές οικονομίες τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης – γιατί η απλή λογική λέει ότι πώς μπορεί κάποιος να προϋπολογίσει πόση ανάπτυξη θα κινητοποιήσουν κονδύλια από ένα ταμείο που ακόμη δεν έχει ξεκινήσει τις εκταμιεύσεις; Όμως, ακόμη κι έτσι, η Ελλάδα φαίνεται να ποντάρει πολλά: από τη Μεγάλη Τρίτη, το «εθνικό σχέδιο» για το Ταμείο Ανάκαμψης έχει κατατεθεί στς Βρυξέλλες, η κυβέρνηση έχει προεξοφλήσει πανηγυρικά την έγκρισή του και, μάλιστα, έχει ήδη αρχίσει να υπολογίζει πώς τα συγκεκριμένα κονδύλια θα επενεργήσουν στα οικονομικά δεδομένα του 2021.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι γιατί όλα αυτά γίνονται στα... κρυφά: είναι χαρακτηριστικό πως πριν ο πρωθυπουργός προβεί σε μία αδρή παρουσίαση των «αξόνων» για το «εθνικό σχέδιο», η συζήτηση για το πώς η κυβέρνηση καταρτίζει ερήμην όλων ένα σχέδιο που θα επηρεάσει τη χώρα το λιγότερο για τα επόμενα 6 χρόνια πυροδοτήθηκε από τα... «συγχαρητήρια» ενός Γερμανού ευρωβουλευτή: ο Φέρμπερ διάβασε στην έγκυρη γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» μία ανάλυση για το σχέδιο της Ελλάδας και έσπευσε να δηλώσει στο twitter πόσο καλό είναι το πλάνο της χώρας. Τότε, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Πέτρος Κόκκαλης, ρώτησε τον Φέρμπερ πού... βρήκε το σχέδιο, όταν αυτό το αγνοεί το σύνολο των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας. Και κάπως έτσι, αποκαλύφθηκε ότι την ώρα που τα κόμματα ζητούσαν ενημέρωση για το συγκεκριμένο σχέδιο και η κυβέρνηση κώφευε, διάφορες πολιτικές δυνάμεις στο εξωτερικό και κέντρα εξουσίας στις Βρυξέλλες ήξεραν πολύ περισσότερα για το «εθνικό σχέδιο» απ’ όσα ξέραμε όλοι εδώ στην Ελλάδα.
«Μνημονιακός» μηχανισμός
Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι τα κονδύλια και η διάρκεια του Ταμείου υπερβαίνουν την πολιτική εντολή της παρούσης κυβέρνησης, το αίτημα που έχουν υποβάλει σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν λόγο στην κατάρτιση του εθνικού σχεδίου δεν ακούγεται καθόλου παράλογο. Μάλλον το αντίθετο.
Συν τοις άλλοις, μία ακόμη πρόβλεψη αυτού του σχεδίου κινητοποιεί το σύνολο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ που έχει έναν πρόσθετο λόγο να φοβάται τον μηχανισμό των «προαπαιτουμένων»: αυτό που φαίνεται ότι θα συμβαίνει για να εκταμιεύονται τα κονδύλια και να προχωρούν τα έργα που θα έχουν ενταχθεί χρηματοδοτικά στο Ταμείο Ανάκαμψης, θα είναι ότι πρώτα η Ελλάδα θα πρέπει να αποδεικνύει ότι υλοποιεί διάφορα προαπαιτούμενα και μετά θα ξεκινά η ροή των χρημάτων. Βεβαίως, αν αυτό σε κάποιους θυμίζει Μνημόνιο, υπάρχει μία σημαντική διαφορά: η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, έχει όντως την «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων», για να θυμηθούμε αυτή την κακομεταφρασμένη φράση που ακούγαμε τα δέκα χρόνια της «μνημονιακής» περιπέτειας. Με άλλα λόγια, αυτήν τη φορά οι πολιτικές δεν επιβάλλονται έξωθεν, αλλά συμφωνούνται από κοινού και οι χώρες θα πρέπει να διαβουλεύονται με τις Βρυξέλλες, παρουσιάζοντας ένα κοινό πλάνο για το πώς θέλουν να μεταμορφώσουν τις οικονομίες τους, χρησιμοποιώντας τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με την κοινοτική στήριξη από τον πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα γίνει αν μία επόμενη κυβέρνηση θελήσει να «ξηλώσει» τις πολιτικές επιλογές της προηγούμενης. Αν αυτές οι επιλογές έχουν αναγνωριστεί ως «προαπαιτούμενα», τότε πόσο δεσμευτικές θα έχουν καταστεί στα μάτια των Βρυξελλών; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα, που κατατρύχει πολλούς στην Κουμουνδούρου. Δεν είναι τυχαία η «έκρηξη» του Αλέξη Τσίπρα, προ μηνός, όταν σε συνέντευξή του στο «Kontra» είχε ξεκαθαρίσει ότι οι πολιτικές επιλογές της παρούσης κυβέρνησης για το Ταμείο Ανάκαμψης «δεν θα δεσμεύουν την επόμενη κυβέρνηση». Όμως, το ερώτημα είναι πώς θα αποκωδικοποιήσουν αυτήν τη στρατηγική οι Βρυξέλλες: αν, δηλαδή, η Ελλάδα πάρει χρήματα επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιήσει ως «προαπαιτούμενο» τις προωθούμενες αλλαγές στα εργασιακά, τότε τι θα γίνει αν μία μελλοντική κυβέρνηση θελήσει να αποκαταστήσει το 8ωρο, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις απλήρωτες υπερωρίες;
Κάποιοι λένε ότι το παραμύθι δεν έχει δράκο και πως τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης δικαιούνται κυρίαρχα κράτη και όχι χρεοκοπημένες χώρες – άρα, οι διαφορετικές πολιτικές επιλογές θα συνεχίσουν να θεωρούνται αυτονόητο δικαίωμα κάθε χώρας. Άλλοι, πάλι, δεν έχουν ψευδαισθήσεις και θυμούνται πως αρκετοί γραφειοκράτες των Βρυξελλών –αλλά και οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους– ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν ότι για κάποιες χώρες της Ευρώπης, «αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε».