…η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να’ ρθει. Ναι, Μανώλη Φάμελλε, αυτό είναι. Έδωσες τον τέλειο ορισμό, είπα όταν άκουσα πριν από πολλά χρόνια την τραγουδάρα σου.
Ο Αποστόλης είναι ένας από τους πιο ωραίους barmen των Εξαρχείων. Και όχι μόνο λόγω της εξωτερικής εμφάνισης, αλλά λόγω της αισιοδοξίας του. Δουλεύει ατελείωτες ώρες, ουσιαστικά κρατάει ένα μαγαζί μόνος τους, όμως πάντα βρίσκει χρόνο να πει μια κουβέντα στους ανθρώπους που εξυπηρετεί, να κάνει ένα κομπλιμέντο, να μοιράσει καλοσύνη.
Σήμερα, μου είπε ότι δεν ξέρει πού θα τον βγάλει η ζωή, ότι δεν είναι σίγουρος αν κάνει το σωστό κάθε μέρα που σηκώνεται και ξεκινάει το εικοσιτετράωρό του, ότι δεν είναι σε φάση να έχει σταθερή σχέση και τα τοιαύτα. Κουβέντες του μπαρ. Αλλά, μου είπε, «ζω την κάθε στιγμή, το πάω όπως πάει, ρίχνω κλεφτές ματιές στο χθες που έζησα και στο αύριο που θέλω να ζήσω και, νομίζω, είμαι καλά έτσι.»
Ο Γιώργος είναι τεχνικός υπολογιστών και συνεργάτης. Έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, έχει ένα γιο εννιά ετών και χρωστάει πολλά λεφτά στην εφορία. Τις προάλλες, είχαμε πάει σε μια συναυλία και, γυρνώντας με στο σπίτι μου, πετάχτηκε ένα αυτοκίνητο και χτύπησε με το δικό του ελαφρά, αλλά όχι τόσο ελαφρά, ώστε να μη χρειαστεί να βγουν οι δύο οδηγοί από το αμάξι. Ο Γιώργος αντιμετώπισε το θέμα με τόση ευγένεια και χιούμορ που δεν το πίστευα. Ούτε φίλος του να ήταν ο «αντίπαλος» οδηγός. Όταν ξεμπερδέψαμε από τις τυπικές διαδικασίες με τις ασφάλειες, μου είπε ότι δεν μπορεί να σκάει για τίποτε μεταλλικό, χάρτινο ή πέτρινο: αμάξια, λεφτά και σπίτια. Η ζωή είναι μικρή και οι στιγμές της πολύτιμες μες στο αστραπιαίο τους. «Έχω περάσει τόσα πολλά. Δουλεύω από δέκα χρονών. Η ζωή είναι ωραία, δε θέλω τη μιζέρια και τη γκρίνια να με χαλάσουν ούτε λίγο…»
Η Στέλλα είναι μια από τις παλιότερες και καλύτερες φίλες μου. Πρόσφατα χώρισε από μια σχέση-συγκατοίκηση δυόμιση χρόνων και ήρθε να μείνει λιγάκι κοντά μου, να κάνουμε παρέα και να τα πούμε, που είχαμε καιρό. Το πρώτο βράδυ δεν ήταν καλά, μόνο που δεν έκλαιγε. Και η Στέλλα δεν βάζει εύκολα τα κλάματα, ούτε είναι ο τύπος που θα κάτσει να μελαγχολήσει. Ανησύχησα, αλλά μέσα μου ένιωσα ένα είδος… εμπιστοσύνης ότι θα το ξεπεράσει. Ένας κύκλος είχε κλείσει. Μέσα σε λίγες μέρες, η Στέλλα ήταν και πάλι ο εαυτός της. Γελαστή, κυνική, ανοιχτή. Και χθες το βράδυ, η κυρία ξενύχτησε μιλώντας στο κινητό με έναν κύριο που γνώρισε αυτές τις μέρες και φαίνεται ήδη να τα πηγαίνουν υπέροχα. Δε νομίζω να είναι ερωτευμένη, αλλά, και πάλι, γιατί όχι; Το ζει. Το ζει! Τώρα! Όχι μετά από ένα χρόνο. Είναι μόλις 25 χρονών, της ανήκει το σύμπαν.
Κι εγώ; Εγώ ζω και περπατώ ανάμεσα στους ανθρώπους, προσπαθώ να τους αφουγκραστώ, να τους καταλάβω. Μιλάω μαζί τους, ύστερα γράφω τα δικά μου συμπεράσματα, τα οποία απλώνω περισσότερο μέχρι που φτάνουμε σε ύψη και βάθη δυσθεώρητα. Οι συζητήσεις με ανθρώπους μη πολιτικούς και μη καλλιτέχνες, μη διασήμους και μη αλλόκοτους, είναι οι αγαπημένες μου, είναι το λατρευτό κομμάτι της δουλειάς μου.
Πριν από μερικά χρόνια, τότε που άκουγα με ζέση το τραγούδι του Μανώλη Φάμελλου για την ευτυχία, είχα αρχίσει να κρατάω ένα μικρό ημερολόγιο, μες στο οποίο σημείωνα τις απόψεις φίλων και γνωστών πάνω στο εξής ζήτημα: «Ποιο είναι το νόημα της ζωής». Κι είχα μαζέψει ένα σωρό ενδιαφέρουσες απόψεις.
Ήταν πριν από λίγο μέρες μόνο, όταν αποφάσισα να καταχωνιάσω το τετράδιο στο κουτί παπουτσιών που έχω για να φυλώ αναμνήσεις και πράγματα που, ναι μεν δεν θέλω να διαγράψω, αλλά δε θέλω να τα έχω και σε πρώτη θέαση-χρήση-whatever. Η ζωή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Το κατάλαβα πρόσφατα και πολύ ξαφνικά.
Κάθε μέρα, βρέχει η ζωή και κατεβάζει ένα σωρό ευχάριστες και δυσάρεστες εκπλήξεις. Ανοίγει πόρτες που οδηγούν σε παραδείσους και παράθυρα που ανοίγουν θέα στο κενό. Καμία πρόβλεψη. Απολύτως. Μέχρι και η μάνα μου μου εξομολογήθηκε πρόσφατα ότι έκανε λάθος που προγραμμάτιζε τόσο λεπτομερώς το μέλλον της οικογένειας και των παιδιών της, που ήταν τόσο αυστηρή με την αποταμίευση, που είχε βάλει τον εαυτό της σε δεύτερη μοίρα.
Περνάω μια φάση «αφθονίας». Έρχονται όμορφες εξελίξεις σε πράγματα που δούλευα καιρό, έρχονται απρόσμενα δώρα υλικά και συναισθηματικά, πλησιάζουν άνθρωποι που είχαν χαθεί για λίγο ή πολύ. Ίσως, όμως, η «αφθονία» αυτή που απολαμβάνω προέρχεται από το γεγονός ότι τα τελευταία συναισθήματα που κατοικεί μέσα μου αυτόν τον καιρό είναι η κακία, ο φθόνος, η ζήλεια, ο φόβος.
Στην τελική, λοιπόν, χωρίς πολλές πολλές αναλύσεις, η ευτυχία δεν είναι αυτό που περιμένουμε να’ ρθει, ούτε αυτό που ζούσαμε κάποτε «όταν ήμασταν παιδιά» ή «πριν έρθει η οικονομική κρίση» ή «όσο ζούσαμε μαζί της και μαζί του». Η ευτυχία δεν είναι ούτε η αφετηρία, ούτε ο προορισμός, ούτε το ταξίδι. Είναι το καράβι, είναι ο τρόπος που επιλέγουμε να μας ταξιδέψουμε όσο ανασαίνουμε, όσο βιώνουμε αυτή την αστραπή, κατά Καζαντζάκη, ανάμεσα από δύο σκοτάδια.
Ο Γιώργος, η Στέλλα και ο Αποστόλης είναι τα αληθινά ονόματα των ανθρώπων που ζουν αυτά που πάνω κάτω γράφτηκαν σε αυτό το κείμενο. Και υπάρχουν και άλλες τόσες εκεί έξω ψυχές που επιλέγουν την αστραπή της ζωής τους να την κάνουν ένα τσικ ακόμα πιο φωτεινή και πιο δυνατή από ό, τι είναι από μόνη της.
Οι αληθινές ιστορίες των ανθρώπων γύρω μας είναι, πολλές φορές, οι λάμπες των δρόμων που μας αξίζει να βαδίσουμε ή που βαδίζαμε πάντα, κινούσαμε όμως μες στα σκοτάδια.
Τα μαλλιά σου, όπως λύνεις, μωρό μου μπορεί και το αίνιγμα του κόσμου να λυθεί… Ναι, με αυτό δεν μπορώ να διαφωνήσω αγαπητέ μου Φάμελλε. Καθόλου, όμως!