Είχα πολύ θυμό, μέχρι που... Αυτό το «μέχρι που…» ακόμη και τώρα που το γράφω καίγονται τα σωθικά μου. Πονάω. Πώς μπόρεσα να θυμώσω τόσο. Πώς δεν ένιωσα τους δικούς του θυμούς, όταν έπινε από το πρωί και δεν τον ένοιαζε η ζωή του. Πώς δεν του είπα ότι τον καταλάβαινα. Γιατί, μπαμπά, μας πόνεσες τόσο, γιατί έκανες τόσο κακό στον εαυτό σου; Ήσουν ο καλύτερος…
Κατάφερες να κάνεις μια ολόκληρη «αυτοκρατορία» με καταστήματα στη Σκόπελο και τον Βόλο, με μια ραπτομηχανή και μια βαλίτσα. Μπήκατε στο καράβι με τη μαμά, και τον Αλέκο μικρό, μιας και είχαμε δώδεκα χρόνια διαφορά, και κατέκτησες το εμπόριο, αλλά ράγισες τη ζωή σου. Φύγατε από τον Βόλο που ήδη είχες το καλύτερο ραφείο, και άλλαξες τον κόσμο σου και τις μέρες σας!
Γιατί δεν μπορέσαμε να σε βοηθήσουμε; Γιατί δεν αντιστάθηκες στην πρόσκαιρη χαρά τού αλκοόλ; Πώς σε κυρίευσε εσένα, τον έξυπνο έμπορα; Μήπως ήσουν εμποράκος στην ψυχή;
Αχ, μπαμπά μου… Πόσα διαφορετικά λόγια θα μπορούσα να σου πω σήμερα…
Πήγα στην κηδεία του θυμωμένη. Ταξίδεψα με λεωφορείο από Αθήνα για Βόλο, και τότε ήμουν σχεδόν στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα. Τον θάνατό του μου τον ανακοίνωσε ο δημοσιογράφος Γιάννης Δημαράς. Δεν είχα κινητό και πήραν στη δουλειά για να μου το μεταφέρουν. Ο Γιάννης ήξερε. Του είχα πει αρκετά μου μυστικά. Όσα μπορούσα να πω τότε... Μαζί με την αείμνηστη Ρίκα Βαγιάνη, γνώριζαν κάποια πικρά μου κομμάτια. Μου στάθηκαν πολύ.
Ήταν Ιούνιος του 1994 όταν μπήκα σούρουπο στο πούλμαν και δεν ήξερα αν έπρεπε να είμαι χαρούμενη που λυτρώθηκε η κυρα-Λένη μου ή να κλαίω για όλα όσα δεν πρόλαβα να του πω. (Εγώ πια είχα φύγει από κοντά τους και δεν υπέφερα όπως όταν ήμουν παιδί. Η ψυχή μου συνέχιζε όμως να πονά.) Ήθελα να τον τιμωρήσω με τα σκληρά μου λόγια για εκείνον. Να ξεθυμώσω. Να αδειάσω από όσα κουβαλούσα.
Ο αδελφός μου Αλέκος, όταν τον είδα με το που έφτασα, ήταν θολωμένος και η κυρα-Λένη μου έκλαιγε γοερά από αγάπη. Κι εγώ, σαν «αστυνομικός», πήγα να επιβάλω την τάξη. Όχι άλλο κλάμα. Πού να ’ξερα πως τρία χρόνια αργότερα θα κατέρρεα από αγάπη. Ενδόμυχα ήθελα να φορέσω λευκά, σε κόντρα όσων φορούσαν μαύρα για εκείνον. Ήθελα να εκδηλώσω τη χαρά μου για το συμβάν, τον θάνατό του, υποσυνείδητα.
Η μάνα μου τα φόρεσε για χρόνια, όσο κι αν την επέπληττα. Τον αγάπησε πολύ, κι ας μην το παραδεχόταν. Ήταν ο άνθρωπός της. Δέθηκε με τις αδυναμίες του. Έγινε ο φάρος του στα εύκολα και δύσκολα ταξίδια του. Στα ταξίδια του, στην τρικυμία τού αλκοόλ τον φώτιζε με την αγάπη της. Δεν τον πρόδωσε ποτέ, ούτε μαρτύρησε στην Αστυνομία τις δύσκολες μέρες της.
Δεν είναι το μαύρο που δείχνει το πένθος, αλλά για μένα εκείνη τη στιγμή ήθελα να δείξω τον θυμό μου φορώντας λευκά. Ήθελα να βγω από το συμβάν αλώβητη. Πόσο μικρή ήμουν, τελικά. Πόσα λίγα ήξερα για τη ζωή και τις αλήθειες της.
Μετά τον θάνατό του αρχίζω να πονάω μέσα μου, μπαίνω σε βαθιές καταθλίψεις, αλλά έξω μου δουλεύω σκληρά να ξεχωρίσω, χαμογελώ με μάτια θυμωμένα και ζω χωρίς έρωτα και αγάπη. Δεν μπορούσα να ζήσω με άντρα για μεγάλο διάστημα. Μόλις κάτι μικρό με ενοχλούσε, έφευγα σαν κλέφτης. Δεν είχα τη δύναμη να παλέψω για την αγάπη. Άλλωστε, και πότε το ’μαθα... (Ολόκληρο βιβλίο θα χρειαζόμουν για να σας μιλήσω για τη δύναμη της αγάπης. Αμέτρητες σελίδες φορτισμένες από αγάπη και μίσος.)
Δούλευα πολύ σκληρά, όταν τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και ενώ είμαι σε σχέση, τον βλέπω στο όνειρό μου. Ήμουν στη Σκόπελο, εκεί που είναι το νεκροταφείο στο «Αλούπι», και κάνουμε βόλτα με τη φίλη των παιδικών μου χρόνων και παντοτινή, την Καίτη. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν θαμμένος εκεί αλλά στον Βόλο. Από παιδιά όμως με την Καίτη πηγαίναμε εκεί. Και πολλές από τις εκδρομές μας με το σχολείο ήταν εκεί. Πολλά δάκρυα των δύσκολων παιδικών μου χρόνων θάφτηκαν σ’ εκείνες τις εκδρομές.
Εκείνη η βόλτα όμως στον ύπνο μου έγινε στα 24 μου χρόνια και είχα μια δεκαετία να την κάνω πραγματικά, όπως τότε που ήμουν παιδί. Πόσες βόλτες άραγε κάνει η ζωή στο παρελθόν; Τη στιγμή που προχωράμε, περνάει από μπροστά μας ένας κύριος, λίγο βασανισμένος οπτικά. Μας προσπερνάει και νιώθω ότι η μπόρα μόλις μπήκε στο είναι μου. Τώρα ήταν μια άλλη μπόρα, που θα κρατούσε για πολύ. Λέω στη φίλη μου: «Αυτός δεν ήταν ο “μπουντού”;» – έτσι τον έλεγα χαϊδευτικά. «Νομίζω», μου λέει και τρέχουμε να τον προλάβουμε. Έτρεχα και έτρεχε. Τρέχαμε και έβαζε διπλάσια ταχύτητα να μην τον προλάβουμε. Ξαφνικά μπαίνει σ’ ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο κι εμείς τα χάνουμε. Τώρα είναι που δεν θα τον προλάβουμε. Το σύμπαν μάς έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Τρέχουμε πάρα πολύ μέχρι που ακινητοποιεί το αυτοκίνητο και βγαίνει έξω. «Μπαμπά;» του λέω. Με κοιτάζει και μου λέει: «Δεν σε αγαπώ, ούτε εσένα, ούτε τη μητέρα σου». Βόμβα στην ψυχή! «Μη με ξαναενοχλήσετε και οι δύο, ούτε εσύ, ούτε αυτή». Έβαλε μπροστά τη μηχανή και έφυγε... Εκείνος έφυγε από το όνειρο κι εγώ κλειδώθηκα σε αυτό για πάντα.
Ξύπνησα, και από εκείνη τη στιγμή έκλαιγα γοερά συνεχώς, χωρίς να το θέλω... Κάπως άρχισε να αδειάζει η ψυχή μου από τους θυμούς. Ναι, δεν μας ήθελε. Τριγύριζε η ψυχή του για να μας βρει να μας το πει; Όχι, δεν θα μας μιλούσε ποτέ έτσι. Πόση αλήθεια να αντέξεις στο όνειρο; Πώς να το διαχειριστώ; Τι να το κάνω; Πώς να πορευτώ; Τι σήμαινε; Γιατί τώρα;
Δούλευα στα κοντρόλ, πάντα με ένταση και πάθος, αλλά κάποιες φορές χανόμουν στην τουαλέτα, σε κλειστά γραφεία, στον δρόμο έξω από τα στούντιο για να κλάψω. Δεν το ’θελα. Τα δάκρυα ξεπηδούσαν και έφερναν μπόρες στα μάτια.
Αυτό το όνειρο ήταν η αρχή τής μετέπειτα ψυχανάλυσής μου. Της αλήθειας μου, που καθάρισε το θολό και πικρό μου παρελθόν. Ξεκίνησα να μαλακώνω το θεριό που μεγάλωνε μέσα μου μαζί με μένα. Να το ταΐζω με αυτογνωσία. Να αρχίσω να με αγαπώ. Να μη φορτώνομαι όσα οι άλλοι δεν διαχειρίστηκαν. Να αρχίσω να βγαίνω από τα σκοτάδια των σκέψεών μου, που για τους άλλους ήταν ένα κορίτσι δυνατό και πολύ ώριμο. Για μένα, ήμουν ένα μικρό παιδί που δεν έπαιξε, και ήμουν πολύ φοβισμένη για τη ζωή. Μετέτρεπα τον φόβο μου σε πείσμα. Τον «βάφτιζα» πείσμα. Πόσες φορές «βάφτισα» αλλιώς τις λέξεις και μου βγήκε σε καλό…
Τα δικά μου όνειρα είναι προφητικά. Μέχρι τώρα σηματοδότησαν όλες τις αλλαγές στη ζωή μου. Με άλλαξαν. Με αγάπησα. Ξεθύμωσα με μένα τελικά. Μέσα μου ήμουν γεμάτη από την τοξικότητα του θυμού μου. Αδιαχείριστοι θυμοί που στο τέλος γιγαντώνονταν και με έπνιγαν.
Μέχρι που ξεπήδησαν σαν όνειρο από το υποσυνείδητο και ανακουφίστηκα για πάντα.
Μπαμπά μου, ήρθες στο όνειρό μου να μου πεις πως η δική σου ζωή ήταν σαραβαλιασμένη, όπως το αμάξι που μπήκες. Ήρθες για να με ανακουφίσεις από τους θυμούς μου. Να καταλάβω πόσο σε αγάπησα. Πως με έπλασες διαφορετική. Να μου φέρεις την μπόρα για να δω τον ήλιο. Να αφήσουμε την ψυχή σου ελεύθερη. Να σε συγχωρήσουμε και να μας συγχωρήσεις με τη μαμά, που κάθε δύσκολο βράδυ τα δυο μας ήμασταν ένα.
Μπαμπά μου... Η δική μας μπόρα ήταν για να με μάθεις να ζω. Να δω μέσα από σένα πως μπορώ να ερωτευτώ, να αγαπήσω, να ζήσω…