ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΜΙΛΟ ΙΑΣΩ
O Όμιλος ΙΑΣΩ απέσπασε τρία βραβεία στα Hellenic Responsible Business Awards 2021 που διοργανώνονται για έκτη συνεχή χρονιά.
Για πρώτη φορά, από την ημέρα της εκλογής της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πιέζεται σε τέτοιο βαθμό: η έκρηξη των κρουσμάτων του κοροναϊού, η συνεχιζόμενη προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η κατάσταση της οικονομίας όπου επικρατέστερο φαίνεται το δυσμενές σενάριο αλλά και η αναζωπύρωση του μεταναστευτικού, δημιουργούν ένα μείγμα προβλημάτων μεγάλης δυσκολίας.
Η αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να καθιστά πλέον πιθανότερο το δυσμενές σενάριο που προβλέπει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας με κατώτερο επίπεδο το 8,0% και με ανοδική τάση προς διψήφιο νούμερο, κάτι που ,αν συμβεί, θα χειροτερεύσει περαιτέρω την ήδη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία και συγχρόνως θα αυξήσει τα εμπόδια για την αναμενόμενη ανάκαμψη το 2021.
Οι αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα , των τριών αναφερομένων προβλημάτων, οφείλονται πρωτίστως στην αυξανόμενη αβεβαιότητα και στη δημιουργία αρνητικών προσδοκιών για το σύνολο των εμπλεκομένων σε αυτή , καταναλωτών ή επενδυτών.
Παρά την επιμελημένη προσπάθεια που καταβάλει η κυβέρνηση να αποκρύψει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της παντελούς αδυναμίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αναδείξουν το πρόβλημα, το νέο κύμα έξαρσης της πανδημίας φαίνεται να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε δυσκολότερες ατραπούς. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης, η κυβέρνηση δεν βρίσκεται στη φάση της εμπιστοσύνης της πρώτης περιόδου του lockdown. Ο υψηλός αριθμός κρουσμάτων και θανάτων ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης που επήλθε προκειμένου να στηριχθεί ο τουρισμός θέτει για ακόμη μια φορά σε πίεση το δημόσιο σύστημα υγείας και συγχρόνως αυξάνει τις πιθανότητες ενός νέου lockdown, το οποίο αν θα συμβεί θα επιδεινώσει περαιτέρω τις ήδη άσχημες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας.
Τα δείγματα είναι πλέον αρκετά ώστε οι προβλέψεις να είναι περισσότερο ασφαλείς. Τα αποκαρδιωτικά στοιχεία για τον Τουρισμό τα οποία φαίνεται ότι θα κινηθούν στο χαμηλό επίπεδο του 20,0% των αντίστοιχων μεγεθών του 2019 ( εισπράξεις καθαρές 18,3 δις ευρώ), η ανάγκη να επιβληθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για να καταπολεμηθεί ο κορονοϊός, η κατακόρυφη μείωση των εσόδων στις επιχειρήσεις, η συνεχιζόμενη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας (18,3% Ιούνιος 2020), η αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στα 11.651 εκατ. ευρώ το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 έναντι στόχου για έλλειμμα 2.086 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020, είναι μερικά από αυτά.
Στις δυσμενείς αυτές εξελίξεις ήρθε να προστεθεί και η έκρηξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στο πρώτο εξάμηνο του 2020 έφτασε σε 7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 72,3% συγκριτικά με πέρυσι.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2ο τρίμηνο του 2020 ήλθαν να επιβεβαιώσουν όλα τα παραπάνω.
Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών.
Η μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) ανήλθε στο 7,3% ετησίως (μετά τα ληφθέντα κυβερνητικά μέτρα στήριξης).
Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως).
Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3% , υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στον τομέα των κατασκευών (+32,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο), του οικιστικού τομέα (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.
Η μείωση των καθαρών εξαγωγών ( μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -32,1% , μείωση εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών -17,2%,) - μεγέθυναν την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ). Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές, η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (-50% ετησίως) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά -10,1% πάντα σε ετήσια βάση. Στο πρώτο εξάμηνο έχουν καταγραφεί απώλειες 8 δις ευρώ στο ΑΕΠ.
Όμως εκείνο που πραγματικά προκαλεί έντονους προβληματισμούς είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα του Γ΄ εξαμήνου 2020. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, την περίοδο αυτή το ύψος της ύφεσης θα είναι διψήφιο, παρά το ότι δεν υπήρξε lockdown. Οι επιδόσεις όμως του τουρισμού –που αποτελεί την περίοδο αυτή την κύρια πηγή εσόδων - ήταν απογοητευτικές, με τη μείωση εσόδων να ξεπερνά ακόμη και το 80%. Επίσης, ο Σεπτέμβριος ολοκληρώνεται με λήψη ολοένα και περισσότερων περιοριστικών μέτρων, λόγω της πανδημίας καθιστώντας τις αρνητικές προσδοκίες σταθερές και κυρίαρχες τόσο στους καταναλωτές όσο και στους επενδυτές. Οι εκτιμήσεις για το ύψος του ΑΕΠ το Γ΄ τρίμηνο 2020, κινούνται στα 43-44 δις ευρώ έναντι 53 δις ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 (χωρίς εποχική προσαρμογή).
Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι μία ύφεση της τάξεως ακόμη και του 8,0% για το 2020, είναι πολύ σημαντικό γεγονός για μια οικονομία, όπως η ελληνική, η οποία τα προηγούμενα δέκα έτη είχε απωλέσει περίπου το 25,0% του ΑΕΠ με ότι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα, την παραγωγική βάση και γενικά για την ευημερία των πολιτών. Η μείωση κατά 8,0% σε ένα έτος αποτελεί το 1/3 της συνολικής απώλειας των δέκα συναπτών ετών. Πρόκειται για πολύ μεγάλη απώλεια του ΑΕΠ η οποία σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται αντίστοιχα σε περίπου 15 δις ευρώ. Παράλληλα οι αρνητικές συνέπειες αυτής της μείωσης σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι μεγάλες.
Αναφέρω μόνο την αναμενόμενη αύξηση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ πάνω από το 195% του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση του Γενικού Δημοσιονομικού Ελλείμματος πάνω από το 8,0%. Μόνο οι εξελίξεις αυτές δείχνουν μια σημαντικότατη επιβάρυνση της θέσης της ελληνικής οικονομίας και τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει όταν θα κληθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις που θα υπάρξουν μετά τον περιορισμό της πανδημίας.
Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξει επαναφορά των περιορισμών που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα έτη 2021 και 2022 οι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότεροι από τις αντίστοιχες οικονομίες της ευρωζώνης. Ήδη η κυβέρνηση διαφοροποιεί μεγάλο μέρος της εξαγγελθείσας οικονομικής πολιτικής της υπό το βάρος των νέων δυσμενών συνθηκών.
Αν θα πρέπει να προβούμε σε μια πρώτη αποτίμηση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης από το ξέσπασμα της πανδημίας θα υποστηρίζαμε τα ακόλουθα :
Το βασικό πρόβλημα, για την επαναλειτουργία της οικονομίας είναι ο έλεγχος της εξάπλωσης του ιού, κάτι που μεταφράζεται στους εξής ενδιάμεσους στόχους: ανίχνευση, ανάσχεση και θεραπεία. Η επίλυσή αυτού του βασικού προβλήματος, από το οποίο εξαρτάται η επανεκκίνηση της οικονομίας, απαιτεί την πλήρη αποκατάσταση του εθνικού δημοσίου συστήματος υγείας το οποίο έχει τρωθεί από τις αλλεπάλληλες περικοπές πόρων και τις ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων τριάντα ετών. Απαιτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του πληθυσμού προς τα δημόσια συστήματα υγείας μέσω της διαφάνειας τη λειτουργίας τους. Σήμερα, η οικονομική σταθεροποίηση εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις δράσεις των αρχών των δημοσίων συστημάτων υγείας , στις οποίες θα πρέπει να δοθούν κατά απόλυτη προτεραιότητα, οι αρμοδιότητες, η αυτονομία και οι πόροι για να επιτύχουν στο έργο τους. Ό έλεγχος της διασποράς του ιού και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα επιτευχθεί υπερκαθορίζει όλα τα υπόλοιπα. Στο σημείο αυτό οι αιτιάσεις είναι έντονες το κατά πόσον η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ανταποκρίθηκε στο βασικό αυτό σημείο. Μάλλον όχι.
Σειρά μέτρων αποσκοπούν στο να αποφευχθεί ο κίνδυνος περαιτέρω αύξησης της ανεργίας και παράλληλης αύξησης της πτώχευσης επιχειρήσεων (κυρίως μικρομεσαίων). Η ανεργία αποτελεί το μεγαλύτερο εφιάλτη για την κυβέρνηση. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, 18,3% με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ και της ευρωζώνης, υπερδιπλάσιο από τον μέσον όρο των χωρών αυτών, με υπερδιπλάσια ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, με μακροχρόνια ανέργους 60% πάνω από τα ευρωπαϊκά ποσοστά ,και ποσοστό υποαπασχολούμενων στο 7%.
Μέχρι σήμερα, το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας κρύβεται κάτω, από προγράμματα όπως η Συν-εργασία , το σύστημα αναστολής, η επιδότηση της μη απασχόλησης με 534 ευρώ μηνιαία κρατική αποζημίωση. Επειδή όταν λήξει η αναστολή έρχονται οι απολύσεις, γι’ αυτό το καθεστώς της αναστολής παίρνει παρατάσεις επί παρατάσεων. Αυτό αυξάνει την ήδη υπάρχουσα αβεβαιότητα. Δεν θα ήταν σωστότερο να υπάρχει, έστω η ίδια πολιτική, όσο διαρκεί αυτή η οικονομική συγκυρία, χωρίς τμηματικές ανανεώσεις;
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αποτελεί επίσης εκλογική υπόσχεση της κυβέρνησης. Το μέτρο επιφέρει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας με στόχο την αύξηση των θέσεων εργασίας από τις επιχειρήσεις. Εν μέσω αβεβαιότητας λόγω πανδημίας, απουσία ιατρικών λύσεων, έλλειψη ζήτησης, και οικονομικού περιβάλλοντος που θα συνάδει με τη μεγεθυντική διαδικασία είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται να προκύψουν νέες θέσεις εργασίας μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών στην παρούσα φάση της οικονομίας. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλέστερα θα κινούνταν προς την επιθυμητή κατεύθυνση όταν η οικονομία ήταν στα πρόθυρα της νέας μεγεθυντικής της προσπάθειας. Σήμερα περισσότερο ως αμυντικό μέτρο φαντάζει – διατήρησης των υφισταμένων θέσεων εργασίας- κάτι που δεν είναι βέβαιο.
Ένα ακόμη σημείο που θα σταθούμε αφορά στα μέτρα που εξάγγειλε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη. Τα μέτρα οικονομικής πολιτικής αυτά έχουν κυρίως τρεις στοχεύσεις: πρώτο, να κινηθεί η ύφεση της οικονομίας (2020) γύρω από το στόχο του δυσμενούς σεναρίου του Υπουργείου Οικονομικών (8,0%), δεύτερο, να συνεχίσει να υπάρχει ένα στοιχειώδες δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις διαρκούσης της υφέσεως και τρίτο, να υλοποιηθούν έστω και μερικώς, ορισμένες δεσμεύσεις του κυβερνητικού προγράμματος ώστε να υπάρξει κάποιου είδους τήρηση των υποσχέσεων.
Ας δούμε συγκεκριμένα τα τρία σημεία.
Πρώτο : όλα τα μέτρα που αφορούν στο 2020 (Παράταση της προθεσμίας καταβολής κάθε φορολογικής και ασφαλιστικής οφειλής για όσους πλήττονται από τον κοροναϊό- Παράταση της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες - Παράταση των επιδομάτων ανεργίας και μείωση του αριθμού των απαιτούμενων ενσήμων για τους εποχικά εργαζόμενους - Καταβολή των αναδρομικών των συνταξιούχων και πίστωση ποσών λόγω του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων - Επέκταση του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» έως το τέλος του 2020 – Παράλληλα, συνεχίζεται η δυνατότητα προσωρινής αναστολής συμβάσεων σε συγκεκριμένους κλάδους – Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για κατοίκους μικρών, ακριτικών νησιών της χώρας), στοχεύουν στη συγκράτηση της ύφεσης στο προβλεπόμενο ύψος του δυσμενούς σεναρίου (8,0%) μέσω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των κοινωνικών ομάδων που αλλά και των επιχειρήσεων που ωφελούνται από τα παραπάνω μέτρα.
Δεύτερο : Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στο να αποφευχθεί ο κίνδυνος περαιτέρω αύξησης της ανεργίας και παράλληλης αύξησης της πτώχευσης επιχειρήσεων (κυρίως μικρομεσαίων). Η ανεργία αποτελεί το μεγαλύτερο εφιάλτη για την κυβέρνηση. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, 18,3% με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ και της ευρωζώνης, υπερδιπλάσιο από τον μέσον όρο των χωρών αυτών, με υπερδιπλάσια ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, με μακροχρόνια ανέργους 60% πάνω από τα ευρωπαϊκά ποσοστά ,και ποσοστό υποαπασχολούμενων στο 7%.
Μέχρι σήμερα, το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας κρύβεται κάτω, από προγράμματα όπως ; Συν-εργασία (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω έχει αποτύχει δραματικά δεδομένου ότι έχει σχεδιαστεί για χώρες με σταθερή απασχόληση), το σύστημα αναστολής, η επιδότηση της μη απασχόλησης με 534 ευρώ μηνιαία κρατική αποζημίωση. Επειδή όταν λήξει η αναστολή έρχονται οι απολύσεις, γι’ αυτό το καθεστώς της αναστολής παίρνει παρατάσεις επί παρατάσεων. Μέχρι πότε;
Στο ίδιο πλαίσιο και διάφορα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων όπως ο κύκλος της Επιστρεπτέας Προκαταβολής ΙΙΙ, η διατήρηση μειωμένου ΦΠΑ για κλάδους που πλήττονται, η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για εκατό χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας , που στόχο έχουν να εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις δεν θα καταφύγουν σε μαζικές απολύσεις.
Όλα τα παραπάνω μέτρα είναι αναγκαία και σαφέστατα κινούνται προς την πρέπουσα κατεύθυνση. Όμως δεν μπορούν, με παρούσα την πανδημία, να δώσουν θετική προοπτική στην οικονομία. Κινούνται στον αστερισμό του να περισωθεί ό,τι μπορεί να περισωθεί.
Τρίτο : Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης –για το 2021- για τα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα (εξαιρούνται τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων που καταβάλλονται από το δημόσιο) θεωρώ ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση, διότι έχει στόχευση την υποστήριξη του τομέα της οικονομίας που βάλλεται από την πανδημία σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Ποιος είναι ο στόχος του μέτρου; Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος αυτών των κοινωνικών ομάδων προκειμένου να συμβάλλουν , κυρίως μέσω της κατανάλωσης, στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Φοβούμαι όμως, ότι η οριζόντια μείωση ανεξαρτήτως εισοδήματος δεν λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς ετήσια εισοδήματα 13.000 ευρώ θα έχουν ετήσιο όφελος 22 ευρώ (!!) Εισοδήματα 20.000 ευρώ θα έχουν όφελος 176 ευρώ. Εισοδήματα 30.000 ευρώ θα έχουν όφελος 876 ευρώ. Εισοδήματα 50000 θα έχουν όφελος 2076 ευρώ!!!.
Η ανακούφιση από την εισφορά αλληλεγγύης , κοινωνικά, αφορά κυρίως την upper medium class και πολύ λιγότερο τα μεσαία και κατώτερα μεσαία στρώματα. Σε καθεστώς ύφεσης της οικονομίας και παρουσίας της πανδημίας και η οικονομική αποτελεσματικότητα του μέτρου θα είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι τα υψηλά εισοδήματα δεν θα καταναλώσουν περισσότερο , απλά θα αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους. Επομένως μια περισσότερο στοχευμένη παρέμβαση – όριο πχ 30000 ευρώ- συνδυασμένη με την αποτελεσματικότερη δαπάνη των προερχομένων εσόδων από τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια θα ήταν ευνοϊκότερη για την μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας.