Από την πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, στη Νέα Υόρκη, πέρασαν 21 μήνες. Στο διάστημα αυτό η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο κλιμακώθηκε, με τις δύο χώρες να φτάνουν ακόμα και στο χείλος της ένοπλης σύγκρουσης τον περασμένο Αύγουστο και τον Ερντογάν να δηλώνει πριν από ένα χρόνο περίπου για τον Έλληνα πρωθυπουργό πως «δεν θέλω να βρεθώ στον ίδιο χώρο και να βρεθώ στην ίδια φωτογραφία με εκείνον». Στο ίδιο διάστημα, ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έβαλε επισήμως στο τραπέζι τις κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία, η πολιτική ηγεσία στις ΗΠΑ άλλαξε και η ελληνική διπλωματία στην Ανατολική Μεσόγειο και στις εγγύς αραβικές χώρες αναπτύχθηκε έντονα.
Η χθεσινή συνάντηση των δύο ηγετών στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, που διήρκεσε σχεδόν μία ώρα, «αποτέλεσε ένα βήμα προς ένα πιο ήσυχο καλοκαίρι», που ήταν και το πρώτο ζητούμενο για το Μαξίμου μέσα σε αυτήν τη συγκυρία. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε «σε καλό κλίμα και υπήρξε μία συμφωνία αμοιβαίας κατανόησης ότι η ένταση του 2020 δεν μπορεί να επαναληφθεί, ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει μία προσπάθεια να αποφευχθούν οι προκλήσεις, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις».
Διευκρινίστηκε επίσης από τις ίδιες πηγές ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές σε μία σειρά ζητημάτων με κυριότερο αυτό της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όμως αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και στο πλαίσιο συζητήσεων, όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και οι πολιτικές διαβουλεύσεις, ως το πλαίσιο συνεννόησης, που μπορεί να οδηγήσει στην εκτόνωση της έντασης».
Οι ίδιες πηγές τόνιζαν πως η συζήτηση των δύο ηγετών περιστράφηκε και γύρω από το προσφυγικό-μεταναστευτικό. «Σταθερή θέση μας είναι πως μπορούμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα, αρκεί να αποφεύγονται οι προκλήσεις, όπως αυτές, που βιώσαμε τον Μάρτιο του 2020», υπογράμμιζαν χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές, όπως σημείωναν, ότι θα ήταν μία κίνηση καλής θέλησης να δεχθεί η Τουρκία να πάρει πίσω τους 1.450 μετανάστες, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί τελεσίδικα εδώ και πέντε μήνες περίπου.
Επιπλέον, ο κ. Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της προώθησης της θετικής ατζέντας, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στην πρόσφατη συμφωνία στην Καβάλα ανάμεσα στους δύο αρμόδιους υφυπουργούς, Κώστα Φραγκογιάννη και Σεντάτ Ονάλ.
Το κεντρικό μήνυμα βέβαια που ήθελε να στείλει στην Άγκυρα, αλλά και διεθνώς, για τη χθεσινή του συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν, το περιέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μόλις προσγειώθηκε αργά χθες το βράδυ στην Αθήνα, με ανάρτησή του στο twitter. «Αν και οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες μας παραμένουν, η Ελλάδα και η Τουρκία είναι γείτονες και η συνεργασία σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος είναι προς όφελος όλων. Ο διάλογος, συνεπώς, είναι πάντοτε σημαντικός», σημείωσε ο πρωθυπουργός.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, από τη δική του πλευρά, ανέφερε σε δηλώσεις του ότι συμφωνήθηκε με τον κ. Μητσοτάκη να παραμείνουν ανοιχτά τα κανάλια διαλόγου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, και τάχθηκε υπέρ τού απευθείας διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, όπως είπε, ενώ συνηγόρησε ότι το 2021 θα είναι μια «ήσυχη χρονιά» για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συνάντηση είχε συμφωνηθεί να είναι μόνο οι δύο ηγέτες, παρόντων βέβαια των δύο διερμηνέων. Ο πρόεδρος της Τουρκίας ενημέρωσε την ελληνική πλευρά ότι ο δικός του διερμηνέας θα ήταν ο Ιμπραήμ Καλίν, ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες σε διπλωματικά ζητήματα – και όχι μόνο. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που στα τέλη Ιανουαρίου, στην Κωνσταντινούπολη, εμφανίστηκε πάλι απροειδοποίητα την τελευταία στιγμή και συμμετείχε στις διερευνητικές συνομιλίες.
Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν άμεση. Δεν άλλαξε βέβαια τον Έλληνα διερμηνέα, αλλά κάλεσε στην αίθουσα να είναι παρούσα η διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, πρέσβης Ελένη Σουρανή. Έτσι, στη συνάντηση εκτός των δύο ηγετών παρευρέθηκαν τελικά και οι «εξ απορρήτων» διπλωματικοί τους σύμβουλοι.