Η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, να ανοίξει τις εκκλησίες ανήμερα των Θεοφανίων, παρά τις αντίθετες αποφάσεις της κυβέρνησης, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Σε όλη τη διάρκεια της καραντίνας οι αιχμηρές δηλώσεις ιεραρχών είναι συνεχείς και η αμφισβήτηση των αποφάσεων της πολιτείας είναι κλιμακούμενη.
Η ούτως ή άλλως λεπτή ισορροπία στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας διαταράχθηκε έντονα την περίοδο της πανδημίας, καθώς με την καραντίνα ο ρόλος της Εκκλησίας και των κληρικών περιορίστηκε κατά πολύ. Και αν η διπλωματική ικανότητα του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου απορροφούσε πολλούς από τους κραδασμούς των μητροπολιτών, έφτασε η στιγμή που οι «σκληροί» μητροπολίτες επέβαλαν τη γραμμή τους.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ), ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας, έκανε λόγο για μια «μικρή απογοήτευση στον τρόπο επικοινωνίας» μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας και άφησε αιχμές για τον τρόπο που λειτουργεί ο νυν πρωθυπουργός, λέγοντας: «Σε δύσκολες καταστάσεις, ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος έβρισκαν λύση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και τώρα».
Ο μητροπολίτης διαβεβαίωσε ότι η Εκκλησία θα πληρώσει τυχόν πρόστιμα που θα της βεβαιωθούν από την Αστυνομία, δίχως ωστόσο να απαντήσει εάν θα πληρώσει και τα πρόστιμα που μπορεί να βεβαιωθούν στους πιστούς. Όλα κι όλα!
Η συν-εξουσία της Εκκλησίας
Η σχέση Εκκλησίας - Κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, πέρασε από σαράντα κύματα. Από την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, έως σήμερα, Κράτος και Εκκλησία βάδισαν πλάι-πλάι. Η Εκκλησία που από το Βυζάντιο έως το 1821 έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στην κοινωνία, δέχτηκε την υποταγή της στο Κράτος, με αντάλλαγμα την αναγνώριση τής προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και την παραχώρηση «κοσμικών εξουσιών» στις ηγετικές της ομάδες.
Έτσι, σταδιακά εξελίχτηκε σε ένα ιδιόμορφο τμήμα του κρατικού μηχανισμού, καθώς όλες οι δομές της αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τα στελέχη της χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Την ίδια περίοδο, στην Ευρώπη τίθεται έντονα το ζήτημα του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας και μια-μια οι περισσότερες χώρες προχώρησαν σε νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες έκαναν διακριτούς τους ρόλους Εκκλησίας και Κράτους.
Ο διαχωρισμός αλλού
Η έννοια του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους ξεκινάει οργανωμένα από τα γραπτά του Άγγλου φιλόσοφου Τζον Λοκ (1632-1704). Σύμφωνα με την αρχή του Κοινωνικού Συμβολαίου του, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έχει έλλειψη εξουσίας στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης, καθώς αυτή ήταν κάτι λογικό, το οποίο οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εκχωρήσουν στην κυβέρνηση για να το ελέγχει αυτή ή άλλοι. Αυτές οι απόψεις πάνω στη θρησκευτική ανοχή και τη σημασία της ατομικής συνείδησης, μαζί με το Κοινωνικό του Συμβόλαιο, άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή στις αμερικάνικες αποικίες και στον προσχεδιασμό του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολούθησαν οι Γάλλοι διαφωτιστές Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, όλοι θιασώτες του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας. Ωστόσο, το αποφασιστικό βήμα έκανε ο Τζέφερσον, 3ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, με την επιστολή του προς τον Σύνδεσμο Βαπτιστών του Danbury το έτος 1802. Με την επιστολή αυτή, όπου γίνεται αναφορά στην Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζέφερσον γράφει ότι η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών εμποδίζει τη δημιουργία μιας εθνικής Εκκλησίας και με τον τρόπο αυτό δεν θα πρέπει να φοβούνται κυβερνητική παρέμβαση σχετικά με τον τρόπο λατρείας τους. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων ήταν ένα από τα πρώτα παραδείγματα στον κόσμο της πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Στην Ελλάδα η συζήτηση για τον διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας άνοιξε μόλις μετά τη μεταπολίτευση, αλλά και πάλι χωρίς να γίνουν ουσιαστικά βήματα, καθώς βάραινε πολύ η «εξίσωση» ότι Εκκλησία ίσον πιστοί, ίσον ψηφαλάκια. Οπότε άσ’ το για το μέλλον.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της Αριστεράς ΚΚΕ, ΚΚΕεσωτ. και ΕΔΑ έθεσαν το ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε τότε: «Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι και το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει κράτος εν κράτει». Όμως επενέβησαν τα συντηρητικότερα στοιχεία της ΝΔ και η συζήτηση δεν προχώρησε.
Και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε εκφράσει άποψη υπέρ του διαχωρισμού, λέγοντας το 1978 στον μητροπολίτη Μυτιλήνης: «Ήρθε ο καιρός να χωρίσουμε τα τσανάκια μας». Ωστόσο, τα τσανάκια δεν χώρισαν ποτέ.
Αλλά ούτε και το ΠΑΣΟΚ τόλμησε τη μετωπική αντιπαράθεση με την Εκκλησία, προχωρώντας στον διαχωρισμό, φοβούμενο τις εκλογικές απώλειες. Μάλιστα, με απαίτηση της Εκκλησίας ο Ανδρέας απομάκρυνε από τη θέση υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, τον Αντώνη Τρίτση, και έβαλε στη θέση του τον γιο του, Γιώργο. Είχαν προηγηθεί αλλεπάλληλες διαδηλώσεις με τη συμμετοχή πολιτών και κληρικών στην Αθήνα και άλλες πόλεις. Ο νόμος Τρίτση 1700/1987 προέβλεπε ότι όσα ακίνητα νέμεται η Εκκλησία χωρίς τίτλο θεωρούνται με αμάχητο τεκμήριο ως ακίνητα του Δημοσίου και περιέρχονται στον κρατικό ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας).
Στις 18 Φεβρουαρίου 1988, συναντήθηκαν στο Καστρί ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Λίγο αργότερα υπογράφεται η σύμβαση Εκκλησίας και Πολιτείας για την περιουσία των μονών που παραχωρείται στο κράτος, ενώ η Πολιτεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στις Μονές το 1% του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, η παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας απαιτεί σύμπραξη Κράτους - Εκκλησίας (επιτροπές καθορισμού περιουσίας, αποφάσεις νομαρχών κ.λπ.). Ο μοναδικός Μητροπολίτης που συμμορφώθηκε με τη Σύμβαση του 1988 ήταν ο τότε Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος, σημερινός Αρχιεπίσκοπος.
Η νέα μεγάλη σύγκρουση Εκκλησίας και Πολιτείας ήρθε το 2000, όταν μετά τη σχετική γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων οι υπουργοί Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, Γιώργος Δρυς και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, εκδίδουν απόφαση που εξαιρεί το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία των αστυνομικών ταυτοτήτων.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε τεράστια διαμάχη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Μητροπολίτες και ιερείς άρχισαν να μαζεύουν υπογραφές. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που όλο το προηγούμενο διάστημα παρουσιαζόταν από τις σφυγμομετρήσεις της εποχής ως το δημοφιλέστερο δημόσιο πρόσωπο στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας, ανέλαβε να ηγηθεί μιας εκστρατείας κατάργησης του νόμου. Έτσι στις 21 Ιουνίου του 2000, διοργάνωσε με τη σιωπηρή ανοχή ή και συμβολή ακόμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΝΔ) στην επιτυχία τους, «λαοσυνάξεις» για την Ορθοδοξία.
Μετά από έναν περίπου χρόνο, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Ωστόσο, το αίτημα για δημοψήφισμα δεν έγινε δεκτό. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κώστας Καραμανλής, συνυπέγραψε και αυτός το κείμενο του Χριστόδουλου στις 24 Σεπτεμβρίου 2000, όμως όταν λίγα χρόνια αργότερα κέρδισε τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία και ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά το θέμα, καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή δεσμευόταν από τις αποφάσεις της ελληνικής διοικητικής Δικαιοσύνης.
Τον Φεβρουάριο του 2014 η κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά προβαίνει σε έναν διοικητικό χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Δηλαδή, διαχωρίζει από τον Δημόσιο Τομέα και τη Γενική Κυβέρνηση του Κράτους την Εκκλησία, η οποία πλέον υπόκειται μόνο στον Καταστατικό της Χάρτη και στους Κανονισμούς που ψηφίζει η Ιερά Σύνοδος. Η Εκκλησία υποχρεούται να εφαρμόζει την κρατική νομοθεσία, μόνο όταν διαχειρίζεται κρατικό χρήμα (π.χ. επιχορηγήσεις) ή κοινοτικούς πόρους (π.χ. ΕΣΠΑ).
Εκκλησία και ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ όσο πλησίαζε προς την εξουσία, τόσο έριχνε τους τόνους στη ρητορική του για τον διαχωρισμό. Ένα από τα στελέχη που έκαναν ευθέως λόγο για διαχωρισμό ήταν ο Τάσος Κουράκης. Ωστόσο, το κόμμα τον άδειασε λέγοντας ότι οι απόψεις του είναι προσωπικές.
Τον Ιανουάριο 2016 ο υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, είχε ανακοινώσει ότι θα τεθούν σε ισχύ νέα προγράμματα για το μάθημα των Θρησκευτικών. Όταν δημοσιεύτηκαν οι νέες υπουργικές αποφάσεις για το μάθημα, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος έστειλε υπόμνημα κατά των νέων προγραμμάτων, με παραλήπτη τον υπουργό Ν. Φίλη και τα κόμματα, ζητώντας διάλογο για το μάθημα.
Λίγες ημέρες αργότερα, έγινε η συνάντηση πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου και συμφωνήθηκε η έναρξη επιστημονικού διαλόγου των δύο πλευρών. Μικρή λεπτομέρεια: Στον επόμενο ανασχηματισμό, ο Νίκης Φίλης αποπέμπεται από την κυβέρνηση.
Στις 6 Νοεμβρίου του 2018, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος υπέγραψαν τη συμφωνία που ισχύει και σήμερα. Σύμφωνα με αυτήν, το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και, ως εκ τούτου, διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Αλλά το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τώρα με την πανδημία του κορωνοϊού, σήμανε την ώρα να δοκιμαστούν οι σχέσεις της κυβέρνησης της ΝΔ με την Εκκλησία. Ωστόσο ο χωρισμός της Εκκλησίας είναι πλέον ανάγκη της εποχής που επιβάλλει την πλήρη κατοχύρωση της ελευθερίας συνείδησης, και της θρησκευτικής, της ισότιμης μεταχείρισης όλων των πολιτών ανεξάρτητα από τα «πιστεύω» τους.
Τι θα φέρει ο διαχωρισμός
Μερικές από τις νομικές επιπτώσεις του διαχωρισμού είχε εξηγήσει στις 11 Δεκεμβρίου του 2013 ο αξέχαστος δικηγόρος Χρήστος Γραμματίδης με παρέμβασή του στη «Lifo»:
«Ο πλήρης και οριστικός χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος (συνταγματικώς και νομικώς) έχει πολλές παραμέτρους, δηλαδή κατάργηση προσευχής και εκκλησιασμού στα σχολεία, αντικατάσταση της ορθόδοξης κατήχησης (Θρησκευτικά) από ένα μάθημα θρησκειολογίας, απομάκρυνση θρησκευτικών συμβόλων από δημόσια κτίρια και υπηρεσίες (σχολεία, δικαστήρια).
»Επίσης θα πρέπει να καταργηθεί ο αγιασμός στο Βουλευτήριο και να αλλάξει ο τρόπος ορκωμοσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, της κυβέρνησης και των λοιπών αρχών.
»Περαιτέρω, θα πρέπει να διακανονιστούν οι εκατέρωθεν οικονομικές εκκρεμότητες (η Εκκλησία έχει κατά καιρούς εγείρει απαιτήσεις κατά του Ελληνικού Δημοσίου από δημεύσεις ή και παραχωρήσεις περιουσιακών της στοιχείων) και το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να σταματήσει να μισθοδοτεί και να ασφαλίζει τους κληρικούς.
»Επίσης, δεδομένου ότι η Εκκλησία (και οι Μητροπόλεις και οι Ιερές Μονές) είναι μη κυβερνητικοί οργανισμοί (όπως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) θα πρέπει να απωλέσουν τον χαρακτήρα των ν.π.δ.δ., ώστε να μην απολαμβάνουν της προστασίας και των προνομίων που έχουν τα κρατικά ν.π.δ.δ.
»Έτσι ούτε θα διορίζονται με Προεδρικά Διατάγματα οι επίσκοποι ούτε θα υπάρχει υποχρέωση χρήσης του ΑΣΕΠ για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ούτε βέβαια θα έχει η Εκκλησία ατέλειες ή δικονομικά προνόμια.
»Περαιτέρω, θα πρέπει να καταργηθεί η νομοθεσία περί Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, να καταργηθούν ή τροποποιηθούν τα άρθρα του Συντάγματος περί αναπαλλοτρίωτου της περιουσίας των Πατριαρχείων και περί του καθεστώτος του Αγίου Όρους (το οποίο θα πρέπει να γίνει περιφέρεια της χώρας με αιρετές αρχές ΟΤΑ και θα πρέπει να καταργηθεί το λεγόμενο “άβατο”).
»Ακόμη, θα πρέπει να καταργηθούν όλες οι διοικητικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας (πλην της ονοματοδοσίας με το βάπτισμα και της τέλεσης θρησκευτικού γάμου). Έτσι η Εκκλησία θα γίνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και θα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των πιστών της (παγκάρια κ.λπ.) οι οποίες θα φορολογούνται κανονικά με τις διατάξεις περί φόρου δωρεάς.
»Εξυπακούεται ότι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου πρέπει να γίνουν και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο (ΚΙΣ) και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες καθώς και οι Μουσουλμανικές Κοινότητες και οι Μουφτείες (όλα αυτά σήμερα είναι ΝΠΔΔ). Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα διαθέτει νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου (Ν. 2731/99, άρθρο 33). Η ίδια επικαλείται τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου του 1830 και ζητά να αναγνωριστεί και αυτή ως ΝΠΔΔ. Εννοείται ότι εάν όλες οι άλλες Εκκλησίες γίνουν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, το αίτημα της Καθολικής Εκκλησίας δεν θα έχει νόημα. Από τα παραπάνω, ελπίζω να κατέστη σαφές ότι ο πλήρης χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους είναι σύνθετο θέμα.
»Πέρα όμως από αυτό, τόσο σημαντικά ζητήματα νομίζω ότι δεν λύνονται με διατάγματα. Η επιρροή της Εκκλησίας επί της Πολιτείας δεν έχει να κάνει τόσο με το θεσμικό πλαίσιο όσο με την πολιτική δύναμη της Εκκλησίας (ελέγχει ψήφους). Κι αυτό κανένας νόμος δεν μπορεί να το αλλάξει. Τέλος, σήμερα οι κληρικοί δεν απολαμβάνουν κανενός είδους ασυλίας. Για τον νόμο υπόκεινται ακριβώς στο ίδιο καθεστώς με όλους τους πολίτες. Ιερείς και επίσκοποι δικάζονται κανονικά από τα τακτικά δικαστήρια εάν παραβούν τον νόμο (π.χ. υπάρχει πρώην Μητροπολίτης στον Κορυδαλλό για οικονομικά εγκλήματα)».
Μια μεγάλη ευκαιρία
Η Πολιτεία είχε μια μεγάλη ευκαιρία το φθινόπωρο του 2019 στη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος της Βουλής. Όμως η ΝΔ μπλόκαρε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διαχωρισμό Κράτους - Εκκλησίας. Η μάχη γίνεται γύρω από το άρθρο 3 του Συντάγματος που λέει τα εξής:
«Eπικρατούσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού. H Oρθόδοξη Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Ωστόσο, τα αγκάθια παραμένουν για τα οικονομικά ζητήματα, όπως οι τελικές διευθετήσεις της περιουσίας και η μισθοδοσία των κληρικών. Και αυτά εν έτει 2021 δεν γίνεται να λυθούν με τις διατάξεις του 1850 και του 1928, αλλά με σύγχρονη νομοθεσία και φυσικά αλλαγή του Συντάγματος!