Ήταν 15 Ιουνίου του 1994 η ημέρα που πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκις. Χρόνια 27. Και να που, αντί άλλης υπόμνησης, το τραγούδι τους με τον Νίκο Γκάτσο γίνεται θέμα για τις Πανελλήνιες εξετάσεις. Δεν είναι ένα απόσπασμα από την «Αμοργό», που ο συνθέτης απομόνωσε για να το κάνει τραγούδι. Ο στίχος, που προέρχεται από την ποίηση του Ισπανού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (ο oποίος δολοφονήθηκε από τους εθνικιστές στην Ισπανία το 1936, στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου), έγινε ποιητικό σύμβολο για τον Χατζιδάκι. Το 1985 ίδρυσε τη μουσική εταιρία «Σείριος», μια προσπάθεια-όαση στην πολιτιστική παρακμή της δεκαετίας του ’80. Έτσι ξεκίνησε μια εταιρεία δίσκων και μια σειρά παραστάσεων στην Πλάκα, στο «Ζουμ». Πέρασαν από εκεί όλοι όσοι αναγνώριζαν την ύπαρξη και τη μεγάλη σημασία της Τέχνης του Τραγουδιού, άσχετα από την επικαιρότητα και την εμπορικότητά της.
Δεν έχει νόημα να ξαναγράψουμε τα ίδια και τα ίδια για τον Χατζιδάκι, εξ άλλου ο ίδιος απεχθανόταν τα μνημόσυνα. Τώρα πια το πέρασμά του από τις γειτονιές μας έχει καταγραφεί στην κοινή δεξαμενή των αισθημάτων μας σαν ένα ισχυρά αφυπνιστικό σήμα συνειδήσεων. Η διαδρομή του χάραξε μιαν εσωτερική «κόκκινη γραμμή» για όσους τυχερούς ακούν την ποίηση στις μελωδίες του. Για να είμαστε εντός θέματος, θα σταθώ σε έναν στίχο από το τραγούδι του Χατζιδάκι και του Γκάτσου που είναι τόσο επίκαιρο σημερα, αφού τα παιδιά στον Σείριο ρωτούν τον δάσκαλό τους γι’ αυτό το άστρο που είναι σαν φτερό θαλασσινό και τους φαίνεται καράβι μακρινό: «Αυτή τούς λέει, παιδιά μου, είναι η γη/του σύμπαντος αρρώστια και πληγή/εκεί τραγούδια λένε γράφουν στίχους/κι ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί/κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους».
Από ένα άλλο άστρο λοιπόν μαθαίνουμε πως η μικρή μας γη είναι του σύμπαντος αρρώστια και πληγή, γεννιούνται όμως και πεθαίνουνε εκεί ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί που, συνήθως, σώζουν το παιχνίδι. Η γη μας είναι ύλη και οι ψυχές που την επισκέπτονται δοκιμάζονται σκληρά φορώντας το κοστούμι της ενσάρκωσης για να γευτούν, να ακούσουν, να δουν, να οσφριστούν, να αγγίξουν, να αγκαλιάσουν και να αγκαλιαστούν. Δεν το ξέρουν οι άνθρωποι, αλλά είναι ήρωες γιατί οι ψυχές τους είναι άυλες και συμπαντικές, αλλά το σώμα, το μυαλό και η καρδιά τους περιορίζονται σε τρεις διαστάσεις και τους υποβάλλει στην δοκιμασία του Χρόνου και του Καθρέφτη. Στη γη τίποτα δεν μένει σταθερό, όλα συνεχώς ρέουν και μεταμορφώνονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, φθείρονται και ανακαινίζονται. Στη γη τα άκρα αντίθετα συνθέτουν την αλήθεια. Ομορφιά απέραντη και εκτυφλωτική που ζει μαζί και συγχρόνως με τη φριχτότερη ασχήμια. Αγάπη ατέλειωτη μαζί με σκοτεινά πάθη, μίσος και εχθρότητα. Μυαλά που δημιουργούν επίγεια θαύματα, αλλά δεν διστάζουν να καταστρέψουν βίαια ό,τι βρουν μπροστά τους. Είναι ο κόσμος τού εγώ που, ενώ γνωρίζει τη φθαρτότητά του και τα χρονικά περιθώρια που έχει μπροστά του, «αγοράζει ύλη» για να κρατηθεί εδώ. Εδώ που επινοήθηκε η Λογική, αλλά δεν ισχύει ακόμα και για τους πιο λογικούς ανθρώπους. Εδώ που, παρ’ όλα αυτά, ακούραστοι του ονείρου κυνηγοί τραγούδια λένε, γράφουν στίχους – και κεντάνε με συνθήματα τους τοίχους.
Ο Χατζιδάκις, εκεί που δεν υπάρχει χρόνος, στον Σείριο πιθανότατα, διηγείται μαζί με τον Γκάτσο τις εμπειρίες από το πέρασμά του από τη μικρή γη, που είναι του σύμπαντος αρρώστια και πληγή αλλά που δεν θέλει και κανείς να την αφήσει. Μαζί, όσο ήταν εδώ, έχουνε γράψει πολλά τραγούδια. Και ένα απ’ αυτά το λέει σαφώς: «Ουρανέ, όχι δεν θα πω το Ναι, ουρανέ φίλε μακρινέ. Πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή, Ουρανέ, μάννα μου είναι η Γη».