«Η μάχη που πρέπει να δώσουμε δεν είναι κατά του πλούτου, αλλά κατά της φτώχειας», είχε πει κάποτε ο Σουηδός Πρωθυπουργός Olaf Palme.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ανεξαρτήτου χρώματος και ιδεολογικών πεποιθήσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, ουδέποτε ασχολήθηκαν σοβαρά με την καταπολέμηση της φτώχειας.
Ειδικά όμως στη χώρα μας, που πέρασε μια πολύ μεγάλη οικονομική κρίση πολύ επώδυνη για την κοινωνία, και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις οδυνηρές επιπτώσεις της πανδημίας σχεδόν στο σύνολο των επαγγελματικών κλάδων, οι παρεμβάσεις ήταν ασθενικές και η πολιτική αποφασιστικότητα απογοητευτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2019 η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, αφού η μείωση των εισοδημάτων αύξησε ουσιαστικά τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας για τους χαμηλότερα αμειβόμενους.
Φτώχεια δεν σημαίνει όμως μόνο ανεπαρκή εισοδήματα και υλικά αγαθά, αλλά και έλλειψη πόρων, ευκαιριών και συνθηκών ασφάλειας, έλλειψη που υπονομεύει την αξιοπρέπεια και κάνει τους φτωχούς ακόμη πιο ευάλωτους.
Η φτώχεια, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και σε μελέτη των γιατρών του κόσμου, έχει να κάνει επίσης με την εξουσία, αφού καθορίζει το ποιος την ασκεί και ποιος όχι, τόσο στη δημόσια ζωή όσο και στην οικογένεια. Το να φτάσει κανείς στην καρδιά του σύνθετου πλέγματος των σχέσεων εξουσίας στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο είναι κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση και αντιμετώπιση παγιωμένων μορφών διακρίσεων, ανισοτήτων και αποκλεισμών που καταδικάζουν τα άτομα, τις κοινωνίες και τους λαούς σε πολλές γενιές φτώχειας. Σε τελική ανάλυση η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει να κάνει με την ίδια την δημοκρατική λειτουργία.
Για τον λόγο άλλωστε αυτό και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη από τις κυβερνήσεις η πρόσφατη παρότρυνση του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, προς τις κυβερνήσεις να σκεφτούν το ενδεχόμενο να επιβάλουν έναν «φόρο αλληλεγγύης ή περιουσίας» στους πλούσιους, που έβγαλαν χρήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, σε μια προσπάθεια μείωσης της ακραίας ανισότητας.
«Πρέπει να βεβαιώσουμε ότι χρήματα πηγαίνουν εκεί που τα χρειάζονται περισσότερο. Οι τελευταίες αναφορές λένε ότι υπήρξε μια αύξηση ύψους 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις περιουσίες των πλουσιότερων του πλανήτη τον περασμένο χρόνο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Γκουτέρες, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στον ΟΗΕ με επίκεντρο τη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη.
Μένει να δούμε φυσικά κατά πόσο θα εισακουστεί η πρόταση του κ. Γκουτέρες, αν και όλοι γνωρίζουμε την απάντηση…
Όσον αφορά όμως ειδικότερα στη χώρα μας, η πανδημική κρίση επέφερε πολλαπλά χτυπήματα στην οικονομία που είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην ευάλωτη, ύστερα από μία δεκαετία λιτότητας και απορρύθμισης, αγορά εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα ήταν το κράτος μέλος με το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών σε καθεστώς αναστολής της εργασίας τους (περίπου 27% των μισθωτών).
Όμως, όπως αποτυπώνεται και σε έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η επιλογή αυτή οδήγησε σε μείωση των εισοδημάτων και σε περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου πολλών εργαζομένων με την, προς το παρόν, ελπίδα διατήρησης της θέσης εργασίας στη μετά την πανδημική κρίση περίοδο.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σημαντικό στοιχείο όσον αφορά τις προοπτικές της αγοράς εργασίας, όπως αποτυπώνεται στην ίδια έρευνα, είναι ότι μετά τον Οκτώβριο του 2020, όταν η οικονομία βρέθηκε εκ νέου σε lockdown, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση των μη ενεργών με ταυτόχρονη μείωση των απασχολουμένων και των ανέργων. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η δυναμική που παρατηρείται στο τέλος του 2020 θα συνεχιστεί, αλλά σε αυτό το διάστημα είναι η πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης που η μεταβολή των οικονομικά μη ενεργών προέρχεται και από τη μείωση των ανέργων.
Υπάρχει λοιπόν σοβαρό ενδεχόμενο και μεγάλη ανησυχία η κατάσταση στην αγορά εργασίας να έχει οδηγήσει μερίδα ατόμων ικανών να εργαστούν εκτός εργατικού δυναμικού, γεγονός το οποίο έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της απασχόλησης και της οικονομίας.
Αναμφισβήτητα καθοριστικές ως προς τις προοπτικές θα είναι οι εξελίξεις εντός του 2021, όπου θα φανεί αν η πανδημική κρίση και η πολιτική διαχείρισή της θα αφήσει τελικά ένα μεσοπρόθεσμο αρνητικό αποτύπωμα στην αγορά εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διατήρηση των μέτρων στήριξης των εργαζομένων σε καθεστώς αναστολής εργασίας μέχρι την ομαλή επανέναρξη της οικονομίας κρίνεται επιβεβλημένη, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα καταρρεύσουν πλήρως τα χαμηλά εισοδήματα, θα εκτιναχθεί η ήδη υψηλή εισοδηματική ανισότητα και η ανεργία, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην κοινωνική συνοχή.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα όλες τις πολιτικές δυνάμεις καθώς αφορά τη νέα γενιά, το αύριο της χώρας, είναι ότι η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες. Αυτές που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης, ενώ «καμπανάκι» χτυπά από το γ’ τρίμηνο του 2020 οπότε το ποσοστό των ατόμων αυτών ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (19%).
Ένα άλλο ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο, από την έρευνα για την αγορά εργασίας το 2020 της ΓΣΕΕ, έχει να κάνει με το φύλο, καθώς το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο για τις νέες γυναίκες. Συγκεκριμένα το δ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες ηλικίας 15 έως 19 ετών ξεπερνούσε το 70%, όταν το α’ τρίμηνο του ίδιου έτους ήταν ίσο με 35,6%. Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020. Συνεπώς, η πανδημική κρίση ενισχύει την ανισότητα φύλου, ειδικότερα σε νέες ηλικίες, σε μια αγορά εργασίας η οποία χαρακτηρίζεται από ούτως ή άλλως υψηλή ανισότητα και κατακερματισμό.
Ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις αποδοχές, αφού στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.
Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο. Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο, -11,2% και -5,1% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, εντύπωση προκαλεί η πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών το δ’ τρίμηνο στους κλάδους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, και των χρηματοοικονομικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
Και μπορεί το 2020 η κρίση πανδημίας να μη μετέβαλε ιδιαίτερα την κατανομή των μισθωτών, αλλά ήδη παρατηρείται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση στα χαμηλότερα εισοδήματα. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2020, σύμφωνα με τα ευρήματα του ΙΝΕ, οι μεταβολές στα εισοδηματικά κλιμάκια ήταν οριακές, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που λαμβάνουν από 701 έως 900 ευρώ και η μείωση όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.
Οι αριθμοί και οι έρευνες ίσως για κάποιους δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, όμως σίγουρα αποτυπώνουν την αλήθεια και αναδεικνύουν την πραγματική διάσταση των προβλημάτων.
Γι' αυτό, όπως είχε πει και ο νομπελίστας Ιρλανδός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, «μη χάνετε τον καιρό σας με κοινωνικές έρευνες. Εκείνο που ενδιαφέρει το φτωχό, είναι η φτώχεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον πλούσιο, δεν μας ενδιαφέρει»….