Ο νέος κορονοϊός «έστησε» τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ανθρώπινη ιστορία για τη μορφή εργασίας και το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι πόσες εταιρείες και πόσοι εργαζόμενοι θα επιστρέψουν τελικά στο κλασικό εργασιακό μοντέλο.
Και αυτό γιατί, με βάση τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα στοιχεία από τον ΟΑΕΔ, ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων το 2020 παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το 2019, καθώς ο διάμεσος των εγγεγραμμένων ανέργων ανά μήνα το 2020 αυξήθηκε κατά 152.732 ανέργους. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης το 2020 οι άνεργοι με μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών αυξήθηκαν κατά 36% σε σχέση με το 2019, οι άνεργοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσίασαν αύξηση 12%, όπως και οι άνεργοι μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με βάση εξάλλου τις αναλύσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το 2020 οι άνεργοι ηλικίας 15-24 ετών αυξήθηκαν κατά 42% σε σχέση με το 2019, και οι άνεργοι ηλικίας 25-29 αυξήθηκαν κατά 15% σε σχέση με το 2019.
Η ανεργία πλήττει τις παραγωγικές ηλικίες
Ταυτόχρονα, τα στοιχεία της εγγεγραμμένης ανεργίας για τον Ιανουάριο τουλάχιστον του 2021 αναδεικνύουν την υψηλή συγκέντρωση των ανέργων στις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες 30-59 ετών, αποτελώντας το 70% του συνόλου των ανέργων. Οι νέοι έως 29 ετών συνιστούν το 20% του συνόλου, και οι άνω των 60 ετών το 10%. Σε σχέση με την έμφυλη διάσταση, προκύπτει ότι το 63% των ανέργων της χώρας είναι γυναίκες. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο, οι περισσότεροι άνεργοι προέρχονται από τη δευτεροβάθμια (38%) και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (29%). Επιπλέον, η διάρκεια ανεργίας διαμορφώνεται κατά βάση από βραχυχρόνια ανεργία (0-11 μήνες) καθώς αφορά το 49% των ανέργων, ενώ η μακροχρόνια ανεργία (12 έως 60 μήνες) αφορά το 36% των ανέργων. Το 79% των εγγεγραμμένων ανέργων κάτω των 40 ετών δεν έχουν παιδιά, γεγονός που συνδέεται άμεσα και με την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα στοιχεία, όπως καταγράφονται μάλιστα και σε έρευνα του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, υπό την επιστημονική ευθύνη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) και την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, πιστοποιούν το ισχυρό «χτύπημα» που έχει δώσει μέχρι σήμερα ο κορωνοϊός στην αγορά εργασίας. Οι προβλέψεις μάλιστα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές είναι για τη μετά-πανδημία εποχή που θα ξημερώσει, αφού ουδείς γνωρίζει πόσες επιχειρήσεις, επαγγελματίες και επιτηδευματίες, παρά τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί, θα επιβιώσουν, με δεδομένο ότι ήδη τα οικονομικά αδιέξοδα είναι πολλά και τα χρέη θα αρχίσουν να «τρέχουν» για να πληρωθούν παράλληλα με τις καθημερινές υποχρεώσεις και ανάγκες των επιχειρήσεων.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι παράγοντες της αγοράς μόνο αρνητικά μηνύματα στέλνουν για το αύριο, καθώς βλέπουν ορατό τον κίνδυνο της αύξησης των λουκέτων και την εκτίναξη της ανεργίας. Και για προσλήψεις φυσικά ούτε λόγος. Αυτό άλλωστε έδειξε και η πορεία κατά την περσινή χρονιά, αφού με βάση τα στοιχεία από το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ για την κινητικότητα της μισθωτής εργασίας το 2020 οι προσλήψεις μειώθηκαν κατά 29,83%, οι απολύσεις-αποχωρήσεις κατά 29,96% και οι νέες θέσεις (ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων) κατά 27,14%. Στατιστικά δε σημαντικές διαφοροποιήσεις στις νέες θέσεις εργασίας, που συνδέονται άμεσα και με τα μέτρα στήριξης της οικονομίας (αναστολές απολύσεων κ.λπ.) σημειώνονται ανά: φύλο (-30% οι άνδρες και -24% οι γυναίκες), ηλικία (+32% οι 55-64 ετών, +9% οι 45-54, -15% οι 35-44, -29% οι 25-34 και -36% οι 15-24 ετών και καθεστώς (+32% η πλήρης απασχόληση, -72% η μερική απασχόληση). Σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας από την πανδημία Covid-19 εντοπίζονται και στις νέες θέσεις που αφορούσαν γυναίκες ηλικίας 25-34 ετών (-185% σε σχέση με το 2019) κυρίως στο επάγγελμα των Απασχολούμενων στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών στον κλάδο των Υπηρεσιών Εστίασης.
Το προφίλ της εργασίας πλήρους απασχόλησης
Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι θετικό ήταν το αποτύπωμα της πανδημίας στις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που αφορούσαν τις ηλικίες 35-54 ετών και κυρίως τις γυναίκες στους κλάδους της Υγείας και της Δημόσιας Διοίκησης. Στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις στις νέες θέσεις εργασίας παρατηρούνται και ανά κλάδο (+576 % η Δημόσια Διοίκηση, +107% οι Κατασκευές, +50% η Υγεία, -176% οι Τέχνες, Διασκέδαση και Ψυχαγωγία, -92% τα Καταλύματα και η Εστίαση) και ανά επάγγελμα σε διψήφια ανάλυση ΣΤΕΠ 92 (-186% Ειδικευμένοι επί των πωλήσεων, χρηματιστές, κτηματομεσίτες κυρίως μουσικοί, τραγουδιστές, -136% Πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά, καλλιτεχνικά και συναφή επαγγέλματα κυρίως Ηθοποιοί και σκηνοθέτες, +87% Πλανόδιοι πωλητές, οικιακοί βοηθοί, καθαριστές και μεταφορείς, +89% Οδηγοί, +83% Τεχνολόγοι και τεχνικοί βοηθοί των επιστημών βιολογίας και υγείας, +124% Τεχνίτες ανέγερσης και αποπεράτωσης κτιρίων και άλλων δομικών έργων, +9% Βιολόγοι εν γένει, ιατροί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα). Σε σχέση με τα εκπαιδευτικά επίπεδα, οι μέγιστες αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας εντοπίζονται στις γυναίκες υψηλού μορφωτικού επιπέδου άνω των 35 ετών (-243% στις νέες θέσεις μερικής απασχόλησης και -50% στις θέσεις πλήρους απασχόλησης). Στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις στις νέες θέσεις εργασίας παρατηρούνται και ανά Περιφέρεια και καθεστώς απασχόλησης (η μερική Απασχόληση -225% στη Δυτική Μακεδονία, -82% στην Αττική, -59% στην Κρήτη, -74% στη Θεσσαλία) και ανά χαρακτηρισμό Δήμων (-124% οι ορεινοί δήμοι).
Ουδείς λοιπόν γνωρίζει ποιο θα είναι το εργασιακό μοντέλο που θα προκύψει αμέσως μετά το τέλος της πανδημίας, όποτε κι αν έρθει, και σίγουρα όχι νωρίτερα από ένα χρόνο. Και μπορεί τα μέτρα στήριξης σήμερα να είναι αρκετά και να καλύπτουν στο μέτρο του δυνατού αρκετά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγορά, όμως είναι δεδομένο ότι αυτά θα πρέπει να συνεχιστούν τουλάχιστον για ένα έτος ακόμη, και το ερώτημα φυσικά που ανακύπτει είναι εάν αντέχει ο κρατικός προϋπολογισμός, οι δυνατότητες του οποίου είναι πεπερασμένες. Η «βεντάλια» επομένως των μέτρων στήριξης που έχουν υιοθετηθεί θα πρέπει να ανοίξει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ώστε να εξακολουθήσουν να ισχύουν όλα τα οριζόντια μέτρα (π.χ. αναστολές συμβάσεων με καταβολή αποζημίωσης ειδικού σκοπού για εργαζομένους σε επιχειρήσεις που έκλεισαν ή πλήττονται σημαντικά από την πανδημία, πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ κ.λπ.) που έχουν ήδη ληφθεί, αλλά και τα στοχευμένα μέτρα σε συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως είναι –για παράδειγμα- οι εργαζόμενοι στον κλάδο του τουρισμού, του πολιτισμού και οι αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι με μαθηματική ακρίβεια θα πρέπει να αυξηθεί και το σχετικό κονδύλι, το οποίο σήμερα συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων για κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών, ανέρχεται προς το παρόν για τα μέτρα για τους εργαζομένους περίπου στα 4,7 δισ. ευρώ. (3,2 δισ. ευρώ μέτρα απευθείας στήριξης μισθών και 1,5 δισ. ευρώ για κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών). Στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται μάλιστα και η καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού για τις αναστολές συμβάσεων εργασίας του Φεβρουαρίου, καθώς και η καταβολή της έκτακτης ενίσχυσης των 400 ευρώ σε αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες και ελεύθερους επαγγελματίες που αναμένεται το αμέσως επόμενο διάστημα.
Θετικές οι ελληνικές επιδόσεις στη συγκράτηση της εργασίας
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι αναστολές συμβάσεων είναι πολύ σημαντικός μηχανισμός διατήρησης θέσεων εργασίας και έχει φέρει σημαντικά αποτελέσματα για την ανάσχεση της ανεργίας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και σε σχέση με τη διακύμανση της ανεργίας -μετά την έναρξη της πανδημίας- η Ελλάδα έχει τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην Ε.Ε. μετά την Ιταλία στη συγκράτηση θέσεων εργασίας (δεύτερη μικρότερη αύξηση της ανεργίας), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανεργία είναι χαμηλή. Το μεγάλο «στοίχημα» λοιπόν είναι πώς αύριο η αγορά εργασίας θα βγει από τον «αναπνευστήρα» χωρίς επιπλοκές, οι οποίες όλοι θα πρέπει να αναλογιστούν ότι θα έχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις αναπόφευκτα και στην κοινωνία.