Το διαχρονικό όραμα του γερμανισμού για μια γερμανική Ευρώπη παραμένει σήμερα όχι απλά πιθανό αλλά ολοζώντανο. Το «Deutschland uber alles» μπορεί να αποσύρθηκε από τον εθνικό ύμνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να καταχωνιάστηκε, ως συνέπεια της ήττας, σε σκονισμένα βιβλία της Ιστορίας, ως δόγμα όμως δεν έπαψε ποτέ να διακατέχει τη γερμανική κοινωνία και τους ηγέτες της, οι οποίοι επίσης δεν έπαψαν ποτέ να βλέπουν τη χώρα τους στην κορυφή της ευρωπαϊκής πυραμίδας. Η σημερινή ευρωζώνη, οι κανόνες και οι μηχανισμοί που στηρίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η αντιμετώπιση των κρίσεων της «ευρωπαϊκής οικογένειας», οι άνθρωποι-κλειδιά, η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, η πολιτική και οικονομική διαχείριση των μείζονων ευρωπαϊκών ζητημάτων αποδεικνύουν ότι το δίλημμα «γερμανική Ευρώπη ή ευρωπαϊκή Γερμανία» έχει απαντηθεί ξεκάθαρα. Το πρόσφατο… unfair του υπουργείου Υγείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να διαπραγματευτεί μονομερώς και να εξασφαλίσει επιπλέον δόσεις εμβολίων για τον γερμανικό πληθυσμό απλά επιβεβαιώνει αυτό που όλοι οι Ευρωπαίοι λίγο-πολύ ξέρουν: Η Γερμανία είναι ο «κύρης», το «αφεντικό» της Ευρώπης, που ζητά από τους άλλους να πειθαρχούν στους κανόνες που επιβάλλει, διατηρώντας για τον εαυτό της το δικαίωμα να τους παραβιάζει και να τους ποδοπατά.
Η Γερμανία μπορεί να προμηθευτεί τα εμβόλιά της…
«Όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους»! Αυτό λένε σήμερα οι Γερμανοί, παραφράζοντας τον Όργουελ, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, την παραβίαση δηλαδή της συμφωνίας εντός της Ε.Ε. για μη παράλληλες διαπραγματεύσεις από τα κράτη-μέλη με τις εταιρείες για την προμήθεια των εμβολίων.
Η είδηση ότι η Γερμανία είχε κλείσει deals με δύο τουλάχιστον προμηθεύτριες εταιρείες του εμβολίου κατά του CoVid19 κυκλοφορούσε στις Βρυξέλλες εδώ και αρκετές ημέρες. Χρειάστηκε να βγει δημοσίως η Πρόεδρος της Επιτροπής, η Γερμανίδα Φον Ντερ Λάιεν, να κατευνάσει τις αντιδράσεις των υπολοίπων χωρών, λέγοντας ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προχωρούν σε απευθείας συμφωνίες για προμήθεια εμβολίων από τις εταιρείες, καθώς «υπάρχει νομική δέσμευση, έχουμε συμφωνήσει και δεσμευτεί όλοι να μη γίνουν ξεχωριστές συμφωνίες και αγορές». Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας της Γερμανίας δεν χρειάστηκε παραπάνω από δύο ώρες για να «αδειάσει» την υψηλόβαθμη αξιωματούχο συμπατριώτισσά του, ανακοινώνοντας τον προγραμματισμό προμήθειας εμβολίων του γερμανικού κράτους. «Θα πάρουμε περίπου 60 εκατ. δόσεις του εμβολίου από την Pfizer/BioNTech, μέσω των ευρωπαϊκών συμβολαίων, και 30 εκατ. δόσεις από διμερείς συμφωνίες. Συνολικά δηλαδή, 90 εκατ. δόσεις τον χρόνο. Αυτό είναι κάτι που καταφέραμε ανεξαρτήτως από της ευρωπαϊκές συνθήκες», αποκάλυψε ο κ. Κάουντζ, εκ μέρους του υπ. Υγείας, υποκύπτοντας στις πιέσεις της γερμανικής κοινής γνώμης και των ΜΜΕ της χώρας, που έκαναν λόγο για τρομερές καθυστερήσεις στην εισαγωγή των εμβολίων.
Στα 24ωρα που θα ακολουθήσουν, μια σειρά μελών της Ε.Ε. θα εκφράσουν τη δυσφορία τους, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, την ώρα που η Κομισιόν θα αντιμετωπίσει το γερμανικό ατόπημα με χαλαρή διάθεση… Αλλά και το ίδιο το Βερολίνο δεν έδειξε μεγάλη ζέση για να απολογηθεί, καθώς στην αρχή πρόβαλε το επιχείρημα ότι τα παραπάνω εμβόλια θα τα προμηθευτεί αφού θα έχει ολοκληρωθεί η διάθεση εμβολίων στην υπόλοιπη Ευρώπη, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να προχωρήσει σε αυτήν την ενέργεια καθώς έχει χρηματοδοτήσει τις έρευνες –μέσω της BionTech–, και στο τέλος πέρασε στην αντεπίθεση χρεώνοντας στην Κομισιόν τις καθυστερήσεις στον εμβολιασμό και το ότι πήγε περίπατο ο σχεδιασμός της γερμανικής κυβέρνησης περί 300.000 εμβολιασμούς ημερησίως.
Δάσκαλε που δίδασκες…
Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία έχει συνηθίσει να καταπατά τα συμπεφωνημένα εντός των ευρωπαϊκών κόλπων, να αθετεί τις δεσμεύσεις και να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Αυτή την πεπατημένη ακολουθεί χρόνια, κυρίως σε ό,τι αφορά στην οικονομία, μη πειθαρχώντας στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη περί οικονομικής ισορροπίας και ανάπτυξης, δημιουργώντας για πάνω από μια δεκαετία υπερβολικά υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χαράσσοντας τη δική της αυτόνομη πορεία στα ενεργειακά, στις εμπορικές συναλλαγές, στις εισαγωγές και στις εξαγωγές αλλά και στις διπλωματικές σχέσεις.
Ως κοινωνία γνωρίσαμε καλά την «προτεσταντική ηθική» στην οικονομία και την επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας του δρ. Σόιμπλε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, οι Γερμανοί πολιτικοί και οι δορυφόροι τους, εντός και εκτός ευρωιερατείου, σφυροκοπούσαν τις ελληνικές κυβερνήσεις για την τήρηση των συμφωνημένων μέτρων που απέτυχαν στην πράξη, οριοθετούσαν ανέφικτους στόχους που μας υποχρέωναν να πετύχουμε και πέρασαν στην ελληνική κοινωνία τις θηλιές των αλλεπάλληλων μνημονίων.
Να δούμε πώς αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί το «pacta sunt servanta», όταν τους αφορά, με παραδείγματα. Από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας η Γερμανία παραβιάζει τις ευρωπαϊκές συνθήκες που αφορούν στο πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και στο ποσοστό του ΑΕΠ που έχουν περιθώριο να εξασφαλίζουν τα κράτη-μέλη. Από το 2011 μέχρι και το 2019, που η γερμανική οικονομία άρχισε να «φρενάρει», το ΑΕΠ της χώρας ήταν σχεδόν κάθε χρόνο το υψηλότερο παγκοσμίως, ξεπερνώντας ακόμα και αυτό του… κινέζικου τρένου, και σε ποσοστό κυμαινόταν από 7,60 έως 8,50%, παραβιάζοντας το όριο του 6% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όταν ο Γιούνκερ προσπαθούσε να ψελλίσει κάποιες παρατηρήσεις προς τη Γερμανία –για επιβολή κυρώσεων, όπως προβλέπεται, είναι αστείο και να το συζητάμε–, ο χερ Σόιμπλε έκοβε κάθε συζήτηση λέγοντας ότι η Ε.Ε. ευθύνεται για τις γερμανικές παρανομίες, καθώς το ευρώ συναλλαγματικά είναι χαμηλά και έτσι τα ασυναγώνιστα γερμανικά προϊόντα ξεπουλάνε διεθνώς!
Άλλο παράδειγμα, οι ενεργειακές συμφωνίες της Γερμανίας με τη Ρωσία, όταν όλη η Ευρώπη έχει επιβάλει σκληρές κυρώσεις στη Μόσχα, όχι μόνο σε προμήθειες αλλά και στη συμμετοχή από κοινού σε έργα υποδομής, όπως και ο δεύτερος αγωγός Nord Stream. Η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία είναι πάγιο ζήτημα σύγκρουσης της Ουάσιγκτον με το Βερολίνο, αλλά και… διακριτικής ενόχλησης των Βρυξελλών. Το ρωσικό φυσικό αέριο ρέει καθ’ όλη τη διάρκεια των ευρωπαϊκών κυρώσεων, όπως ρέουν και οι εμπορικές συμφωνίες γύρω από αυτό, την ώρα που οι υπόλοιπες χώρες βιώνουν τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες του εμπάργκο στη γεωργία, το εμπόριο, τον τουρισμό. Και οι Γερμανοί από τη μία απειλούν τον Πούτιν για κυρώσεις εξαιτίας της υπόθεσης Ναβάλνι, από την άλλη συνεχίζουν business as usual μαζί του.
Το… πικάντικο της υπόθεσης «δάσκαλε που δίδασκες» με πρωταγωνιστή τη Γερμανία, είναι η πρόσφατη αποκάλυψη γερμανικής εφημερίδας για την εκτόξευση της φοροδιαφυγής στην άτεγκτη σε τέτοια θέματα χώρα. Σύμφωνα με την οικονομική «Handesblatt», «η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ανήκει στην ομάδα των χωρών που έχουν εφαρμόσει παραδειγματικά όλους τους διεθνείς κανόνες κατά της φοροδιαφυγής. Τουλάχιστον αυτό αναφέρεται στη νέα έκθεση προόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή δεδομένων ξένων λογαριασμών. H Γερμανία είναι μεταξύ αυτών των κρατών που πρέπει να βελτιώσουν τους κανόνες τους – μαζί με χώρες όπως η Ολλανδία, αλλά και τα Μπαρμπάντος, ο Παναμάς και η Ελβετία. Στις χώρες πρότυπο της Ευρώπης συμπεριλαμβάνονται η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα»…
Και… θεματοφύλακας της Δημοκρατίας
«Δεν πρέπει να δώσουμε χώρο στους εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό ισχύει τόσο για τη Γερμανία και την Ευρώπη όσο και για τις ΗΠΑ». Με αυτά τα λόγια και μιλώντας για λογαριασμό όλης της Ευρώπης, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, κάλεσε τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και τον ομόλογό του… προσεχώς, Άντονι Μπλίνκεν, να συνεργαστούν στενά στη μάχη για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, καθορίζοντας μάλιστα και ένα «κοινό Σχέδιο Μάρσαλ για αυτήν».
Η Γερμανία, λοιπόν, έχοντας ξεμπερδέψει με το βεβαρημένο παρελθόν της, ανακτά την πολιτική και διπλωματική ισχύ της και θέλει να πρωτοστατήσει στη συζήτηση που έχει ανοίξει και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού για την προστασία της σύγχρονης Δημοκρατίας , η οποία απειλείται από τον λαϊκισμό, τις κοινωνικές ανισότητες, την άνοδο των άκρων, τη δύναμη των οικονομικών ελίτ. Και τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορούν στο Βερολίνο, αν πράγματι είναι απέναντι στις απειλές της σύγχρονης δυτικής Δημοκρατίας ψυχή τε και σώματι, από τη στιγμή που δημιούργησε και επί χρόνια συντηρεί δικό του δίκτυο στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους μηχανισμούς στήριξης και διάθεσης χρημάτων που σχετίζονται με αυτήν, από τη στιγμή που το γερμανικό πολιτικό σύστημα πάει επί δεκαετίες χέρι-χέρι με μια ισχυρή εθνική βιομηχανική και εμπορική τάξη.