Ήρθε σαν ψίθυρος το απόφθεγμα της Αμερικανίδας ποιήτριας May Sarton, βλέποντας εκείνη, τη βασίλισσα της Αγγλίας, μόνη, στα μαύρα, στην άκρη, έτοιμη να σπάσει σαν ξερόκλαδο από τη θλίψη… «Στη χώρα του πόνου, ο καθένας μας είναι μόνος…»
Πονούσε, ήταν ολοφάνερο, πονούσε για τον θάνατο του αγαπημένου της, πονούσε βουβά, τυλιγμένη στη μοναξιά της. Ήταν μια σπαρακτική εικόνα, που προς στιγμήν παραμέριζε κάθε αρνητικό σχόλιο για τα πεπραγμένα μιας βασίλισσας.
Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, που έφερε μόνη το βάρος του πένθους της για εκείνον που αγάπησε από παιδί, από τα δεκατρία της χρόνια, τον Πρίγκιπα Φίλιππο της Ελλάδος και της Δανίας, που αρνήθηκε τους τίτλους του για χάρη της – στο φέρετρό του είχε τη θέση της και η ελληνική σημαία.
Στην τσακισμένη φιγούρα της, έβλεπε ο καθένας ζωγραφισμένο τον πόνο της δικής του γιαγιάς, μιας γιαγιάς τυλιγμένης στα μαύρα και στον αδυσώπητο πόνο του αποχωρισμού του αγαπημένου της συντρόφου.
Ήταν η πιο συγκινητική εικόνα από την κηδεία του πρίγκιπα Φίλιππου. Σίγουρα, έπαιξε ρόλο σε αυτό η πανδημία και τα υγειονομικά μέτρα, όμως –κακά τα ψέματα– το ήθελε εκείνη να βιώσει μόνη τον πόνο της, μόνη στον αποχαιρετισμό της στον σύντροφό της. Ήταν δική της η απόφαση. Ποιος θα μπορούσε να της αρνηθεί;
Η τσακισμένη αυτή μοναχική φιγούρα της προκάλεσε σοκ στην κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλοι είδαν μια τσακισμένη βασίλισσα, ανθρώπινη, τυλιγμένη στη θλίψη και στη μοναξιά – μια διαφορετική βασίλισσα από εκείνη που είχαν συνηθίσει. Οι καλεσμένοι δεν ήταν κοντά της, να της σφίξουν το χέρι, να της πουν έναν παρηγορητικό λόγο.
Ούτε εκείνη το ήθελε. Το μόνο που ήθελε ήταν να παραμείνει μόνη, και να βυθιστεί στο πένθος της που ήταν όλο δικό της.
Αν και κάποια στιγμή λύγισε και αναζήτησε με το βλέμμα της την οικογένειά της, σπάζοντας το προκαθορισμένο πρωτόκολλο, δύναμη να πάρει για τις επόμενες στιγμές, τραγική, ανθρώπινη, κοινή θνητή… Τη στιγμή που έμπαινε στο παρεκκλήσι, γύρισε πίσω, σαν να μην ήταν έτοιμη να ζήσει τον οριστικό αποχωρισμό της από εκείνον που μια ζωή δίπλα της είχε, στήριγμά της, σύντροφο πιστό και αγαπημένο.
Ο Φίλιππος και η Ελισάβετ συναντήθηκαν για πρώτη φορά στον γάμο του ξαδέλφου τού Φίλιππου το 1934. Πέντε χρόνια αργότερα, ο νεαρός ναυτικός τράβηξε την προσοχή της μέλλουσας συζύγου του, όταν η τότε πριγκίπισσα ήταν 13 ετών και επισκέφτηκε το Ντάρτμουθ με τους γονείς της. «Τον κοίταζε και τον ακολούθησε παντού. Ήταν ερωτευμένη από την αρχή», είχε διηγηθεί ο θείος Φιλίππου, Ερλ Μάουντμπατεν.
Παντρεύτηκαν στο Αββαείο του Ουέστμινστερ στις 20 Νοεμβρίου 1947, σε μια τελετή στην οποία συμμετείχαν πολιτικοί και βασιλείς από όλο τον κόσμο και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Κάρολο, πρίγκιπα της Ουαλίας (1948), την πριγκίπισσα Άννα (1950), τον πρίγκιπα Άντριου (1960) και τον πρίγκιπα Έντουαρτ (1964).
Για την Ελισάβετ ο Φίλιππος ήταν ο μόνος που την αντιμετώπιζε ανθρώπινα, γήινα. Όλα αυτά τα χρόνια της συμβίωσής τους, ήταν ο συμβουλάτοράς της σε κάθε θέμα, χωρίς αυτό να βγαίνει προς τα έξω. Ο σεβασμός και η αλληλοεκτίμηση ήταν οι θεμέλιοι λίθοι για μια συνύπαρξη αυθεντική.
«Ήταν, απλά, η δύναμή μου και το στήριγμά μου όλα αυτά τα χρόνια», είχε πει για εκείνον η Ελισάβετ στην ομιλία της για την 50ή επέτειο του γάμου τους το 1997. «Εγώ, και ολόκληρη η οικογένειά του, και αυτή και πολλές άλλες χώρες, του χρωστάμε περισσότερα από όσα θα ζητούσε ποτέ», είχε προσθέσει, ξεκαθαρίζοντας τη θέση που είχε ο Φίλιππος στην καρδιά της και στη ζωή της, στην προσπάθειά της να καταρρίψει τα σχόλια ότι εκείνος ζούσε στη σκιά της.
Και τώρα, έπρεπε να φύγει πρώτος εκείνος από το πλάι της. Να την αφήσει πίσω με τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής, μιας ζωής ευτυχισμένης και δημιουργικής.
Πώς να μην πονάει… Πώς να μη λυγίζει στον πικρό και τελευταίο αποχωρισμό της από εκείνον που πάντα ήταν δίπλα της…
«Οι μεγάλοι πόνοι είναι βουβοί», έλεγε ο Σίλερ. Βουβός και ο δικός της πόνος, μέχρι και η ίδια να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή, για να σμίξουν τα άυλα χέρια τους σε ένα χαμόγελο αγάπης χωρίς το γήινο περίβλημά τους, για πάντα…