Στην αρχαιότητα λεγόταν Τεύθις. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Παυσανίας, αν και για την ακριβή τοποθεσία της Τεύθιδος ερίζουν πολλοί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Παυσανία, κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο οι τοπικοί Αρκάδες της Τεύθιδας έστειλαν στρατό στην Αυλίδα μαζί με τους άλλους Έλληνες. Ο αρχηγός τους ονόματι Τεύθις, εκνευρισμένος από τη μεγάλη αναμονή για ούριο άνεμο, φιλονίκησε με τον Αγαμέμνονα και θέλησε να επιστρέψει με τους άνδρες πίσω. Τότε, η Αθηνά μεταμορφώθηκε σε άνδρα και προσπάθησε να τον εμποδίσει. Ο Τεύθις, όμως, μέσα στον θυμό του, χτύπησε με το δόρυ του τη θεά στον μηρό και οδήγησε τους άνδρες του πίσω στην Τεύθιδα. Εκεί είδε σε όραμα τη θεά πληγωμένη στον μηρό. Από εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ανίατο νόσημα στον Τεύθι, ενώ η γη της πόλης του έπαψε να δίνει καρπούς. Αργότερα, ένας χρησμός του μαντείου της Δωδώνης υπέδειξε στους κατοίκους της Τεύθιδας το πώς να εξευμενίσουν τη θεά. Και εκείνοι μετά έφτιαξαν άγαλμα της Αθηνάς με τραύμα στον μηρό, το οποίο ο Παυσανίας γράφει ότι το είδε.
Σήμερα, η πόλη αυτή λέγεται Δημητσάνα, αν και παραμένει άγνωστο πότε επήλθε η αλλαγή του ονόματός της. Για πρώτη φορά το συναντάμε το 967 μ.Χ. σε πατριαρχικό έγγραφο σχετικό με τη Μονή Φιλοσόφου, που ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Βρίσκεται στη Γορτυνία της Αρκαδίας κοντά στη Μεγαλόπολη, χτισµένη σε υψόµετρο 950 µ., πάνω από την κοιλάδα του ποταµού Λούσιου.
Στη Δημητσάνα υπάρχει η πιο παλιά βιβλιοθήκη της Ελλάδας, την οποία ίδρυσαν το 1764 οι μοναχοί Γεράσιμος Γούνας και Αγάπιος Λεονάρδος, ενώ ήδη υπήρχε η περίφημη σχολή της.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η βιβλιοθήκη αυτή συγκαταλεγόταν μεταξύ των τεσσάρων βιβλιοθηκών που υπήρχαν στην Ελλάδα και περιείχε 5.000 τόμους. Τα πρώτα βιβλία μεταφέρθηκαν από τη Μονή Φιλοσόφου.
Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ωστόσο, τα περισσότερα βιβλία καταστράφηκαν γιατί οι Έλληνες χρειάζονταν το χαρτί τους για να φτιάχνουν φυσέκια, και αυτό γιατί η Δημητσάνα είχε μπαρουτόμυλους, αλλά το μπαρούτι χρειαζόταν και χαρτί για τα φυσέκια, με τα οποία καλυπτόταν η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα. Σχετικά με αυτό, γράφει στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης: «Είχαμε έλλειψι από μολύβι και χαρτί και επήραμεν την Βιβλιοθήκην της Δημητσάνας και άλλων μοναστηρίων και εδέναμε φουσέκια. Μπαρούτι είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα», ενώ ο υπασπιστής του Φωτάκος γράφει: «Εις την Δημητσάναν είχαν την φροντίδα να δένουν τα φουσέκια και επειδή έσωσαν το χαρτί και πλέον δεν είχαν άλλο, εχάλασαν την πολύτιμον Βιβλιοθήκην της Σχολής των και τα εκκλησιαστικά βιβλία, διά να προφθάσουν όλα τα στρατεύματα της Πελοποννήσου».
Με το τέλος της Επανάστασης, είχαν μείνει περίπου 600 βιβλία, τα οποία συνέλεξε ένας παραδοσιακός σχολάρχης, ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Βογιατζής, σχηματίζοντας ένα μικρό αρχείο. Εξακόσια περίπου αντίτυπα αρχαίων συγγραφέων παλαιών εκδόσεων από την περίοδο της αρχικής τυπογραφίας, πατερικά κείμενα, ερμηνευτικά βιβλία, ανθολογίες, διάφορα χειρόγραφα ποικίλου περιεχομένου από τη λειτουργία της Σχολής, μεταξύ των οποίων ήταν ο κτητορικός Κώδικας και τα πατριαρχικά γράμματα της μονής Φιλοσόφου, διάφορα δικαιοπρακτικά έγγραφα κ.ά., σχημάτισαν τον αρχικό θησαυρό της βιβλιοθήκης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι σχετικές εκκλήσεις επέφεραν καρπούς και η βιβλιοθήκη άρχισε να πλουτίζεται με δωρεές. Εκτός αυτών, στον Ιερώνυμο Βογιατζή οφείλεται και ο αρχικός σχηματισμός μικρής Αρχαιολογικής Συλλογής από αγάλματα, ειδώλια, αγγεία, όστρακα, πλάκες ανάγλυφες, αρχαία νομίσματα, επιτύμβιες πλάκες και επιγραφές, τεμάχια γλυπτών που έφερε στο φως το αλέτρι του γεωργού κ.ά., προερχόμενα από αρκετούς αρχαιολογικούς χώρους της Γορτυνίας, τα οποία αποτελούν την Αρχαιολογική Συλλογή της Βιβλιοθήκης.
Το 1940, το έργο του Ιερώνυμου Βογιατζή ανέλαβε να συμπληρώσει και να συστηματικοποιήσει ο Τάσος Γριτσόπουλος, με την κατασκευή και την τοποθέτηση προθηκών και επίπλων, τη συγκέντρωση διαφόρων ιστορικών χειρογράφων από τις γύρω μονές, από διάφορους ναούς αλλά και από ιδιώτες, τη διευθέτηση αρχαιολογικών ευρημάτων που αποτελούν την αρχαιολογική συλλογή, τη συγκέντρωση αντικειμένων διαφόρων ιστορικών προσώπων, όπως προσωπογραφίες, επιγραφές, αντικείμενα από τον καθημερινό τους βίο, κεντήματα, υφαντά, ξυλόγλυπτα κ.ά. που αποτελούν τη λαογραφική συλλογή, και τελευταίο μέλημά του ήταν η δημιουργία τριών καταλόγων: Του βασικού επιστημονικού καταλόγου, του αλφαβητικού ανά συγγραφέα και του λημματικού.
Σήμερα η βιβλιοθήκη της Δημητσάνας θεωρείται πρότυπο επαρχιακής βιβλιοθήκης. Είναι δημόσια, ανήκει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, από το οποίο επιχορηγείται για τον πλουτισμό της και τη λειτουργία της, ενώ οι υπάλληλοί της είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Είναι δανειστική βιβλιοθήκη και διαθέτει περίπου 35.000 τόμους βιβλίων, μεταξύ των οποίων και παλαιές εκδόσεις μεγάλων εκδοτικών οίκων του εξωτερικού χρονολογούμενες από τον 16ο αιώνα, συλλογή χειρογράφων κωδίκων από τον 14ο αιώνα και λυτά έγγραφα όπως είναι τα Πατριαρχικά σιγίλλια κ.ά. Το 1977 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με χρυσό μετάλλιο.
Μεταξύ των άλλων αντικειμένων, στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται και τα οστά του Παλαιών Πατρών Γερμανού μέσα σε ορειχάλκινη λάρνακα και η σέλα του αλόγου του Παπαφλέσσα.
Είναι γνωστή με την επίσημη ονομασία «Δημόσια Βιβλιοθήκη και Μουσείο Ελληνικής Σχολής Δημητσάνας – Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Γορτυνίας» και βρίσκεται στην πλατεία Αγίας Κυριακής με θέα στο φαράγγι του Λούσιου.