Η Στέλλα Κονιτοπούλου είναι Ναξιώτισσα. Στα 8 της, ήταν ήδη μαθήτρια του Εθνικού Ωδείου, από όπου αποφοίτησε στα 16 της έχοντας σπουδάσει ορθοφωνία, τραγούδι και φυσικά σολφέζ.
Το 1982 κυκλοφόρησε την πρώτη της προσωπική δουλειά σε τραγούδια του θείου της, Γιώργου Κονιτόπουλο, ενώ τον Απρίλιο του 2002 της απονεμήθηκε το βραβείο «ΑΡΙΩΝ» για τον καλύτερο δίσκο παραδοσιακής μουσικής.
Σήμερα, η Στέλλα Κονιτοπούλου ζει στην Κηφισιά και δραστηριοποιείται στα πολιτιστικά του δήμου, ενώ δίνει συναυλίες όπου της ζητηθεί, ανά την Ελλάδα και τον κόσμο. Εμφανίζεται σε γάμους, βαφτίσια, φεστιβάλ δήμων και, φυσικά, επιλεγμένα μαγαζιά. Από κοντά της, μια ομάδα μουσικών τους οποίους δεν αλλάζει με τίποτα, ειδικά τον βιολιστή και μουσικό Βασίλη Κλουβάτο, που εμπιστεύεται απόλυτα.
Τον αγαπημένο της στίχο τον έχει γράψει ο Μάνος Ελευθερίου σε μουσική Γιώργου Ανδρέου: ”Πήρα τα νησιά σεργιάνι μήπως και σε βρω, μήπως κι είσαι ένα νησάκι μες τον ουρανό, μ' ένα φάρο, μ’ ένα δέντρο και νερό αλμυρό, κι ένα ταπεινό ξωκλήσι να σε προσκυνώ". Στην ίδια αρέσει πολύ το Αιγαίο, η παράδοση και η Ελλάδα, όμως θεωρεί πως όταν το έθιμο απέχει τρομακτικά από την καθημερινότητά μας, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει γραφικό.
Η ίδια, άλλωστε, έχει ερμηνεύσει και συνεχίζει να το κάνει, ανεξαρτήτως αν αυτό δεν έχει γίνε αντιληπτό από το ευρύ κοινό, τραγούδια λαϊκά και έντεχνα, εκτός από νησιώτικα και παραδοσιακά. Έτσι, από τον φετινό Οκτώβρη, η Στέλλα Κονιτοπούλου ξεκίνησε συνεργασία με τον Ηπειρώτη Θωμά Φώτη, ο οποίος υπηρετεί εδώ και χρόνια κυρίως την ελληνική ροκ μουσική σκηνή. Επίσης, συναντήθηκε και πάλι με την φίλη και παλαιότερη συνεργάτιδά της, Εύη Καπάταη, η οποία είναι πρέσβειρα Τουρισμού Κύπρου, εκτός από τραγουδίστρια. Οι δυο γυναίκες συζητούν πάνω στο ενδεχόμενο κοινών εμφανίσεων από τη νέα χρονιά.
Πολυπράγμων και αισιόδοξη όπως ήταν και παραμένει η Στέλλα Κονιτοπούλου, είναι συνηθισμένη στο να γνωρίζει ανθρώπους, να συζητά επαγγελματικά μαζί τους, αλλά και να ξανοίγεται σε νέα καλλιτεχνικά εδάφη. Κάτι που θα την ενδιέφερε, ας πούμε, όπως είχε τύχει να μου πει κάποια στιγμή είναι να εμπλακεί με το θέατρο να δώσει τη φωνή της για κάποιο θεατρικό soundtrack, ας πούμε.
Αυτό το στοιχείο είναι που την κάνει να ξεχωρίζει: η πλήρης απουσία γραφικότητας από όλη της την κατά τα άλλα στραμμένη στην παράδοση καλλιτεχνική της υπόσταση. Διότι, η Στέλλα γεννήθηκε στον Κυνίδαρο της Νάξου (τον «Απίκραντο», όπως αποκαλούσαν παλιά οι ντόπιοι το χωρίο, επειδή δεν είχε πίκρες), αλλά έζησε και ταξίδεψε σε δεκάδες πόλεις του κόσμου δουλεύοντας σκληρά. Νύχτες και μέρες, πρόβες, αγωνίες, εντάσεις και διαφωνίες. Η ίδια λέει σχετικά: «Η Νάξος είναι ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα, ενώ η Κηφισιά η πόλη στην οποία διάλεξα να μείνω με την οικογένειά μου. Και τα δύο είναι για μένα μέρη ασύγκριτης ομορφιάς, κυρίως γιατί σε αυτά έχω περάσει τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου, παρέα με αγαπημένα μου πρόσωπα. Μεγαλώνοντας, η Νάξος συνδέθηκε περισσότερο με τα καλοκαίρια μου, παρά τον περιορισμένο χρόνο που περνώ εκεί πια, και η Κηφισιά έγινε η καθημερινότητά μου. Γι’ αυτό και στην Κηφισιά αποφάσισα πριν μερικά χρόνια να ασχοληθώ με τα κοινά, προσφέροντας εθελοντικά εκεί που θα μπορούσα να είμαι χρήσιμη. Έτσι, σήμερα καταπιάνομαι με τα παραδοσιακά χορευτικά του Δήμου μας, έναν θεσμό με πολύ μεγάλη συμμετοχή μελών, που μου δίνει τη δυνατότητα να γίνομαι πολύ δημιουργική μέσα από αυτά που ετοιμάζουμε κάθε φορά.»
Η επίγονος ενός σογιού με βαρύ μελωδικό όνομα, η κόρη της σπουδαίας Αγγελικής Κονιτοπούλου, κατοικεί από τα έξι της χρόνια στην Αθήνα και συνεχίζει να πραγματοποιεί τα όνειρά της: όλα είναι γραμμένα με νότες σε πεντάγραμμο. Από νωρίς ξεκίνησαν οι δυνατές συνεργασίες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα: Αριστείδης Σούκας, Τασία Βέρα, Γιάννης Βασιλόπουλος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Σταμάτης Χατζόπουλος, Γιάννης Πάριος, Γιάννης Γιοκαρίνης, Ελένη Γιανατσούλια είναι μόνο μερικοί από τους ανθρώπους που ταξίδεψαν μουσικά μαζί της.
Μοιάζει η Στέλλα πιο νέα από όσο είναι, ντύνεται με στιλ, παίζει τένις, ακούει country μουσική στο αυτοκίνητό της, ψωνίζει από τα mall, κερνάει τους φίλους της καφέ, μαγειρεύει για την κόρη και τον αγαπημένο της άντρα, τον Γιάννη, δέχεται δεκάδες προσκλήσεις από ωδεία, μαθητές και σχολές να συμμετάσχει στις παραστάσεις τους. Κυρίως, ονειρεύεται τα επόμενα βήματα, δεν έχει καθόλου επαναπαυθεί στις δάφνες της, χωρίς όμως να υποτιμά την πορεία που έχει διαγράψει, τις επιτυχίες της, τα πελαγίσια σφάλματα και την αναγνωσιμότητά της. «Πάντα υπάρχει κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν το έκανα, όπως επίσης και πράγματα που έχω κάνει και στη συνέχεια αναρωτιέμαι γιατί τα έκανα! Όμως έτσι είναι αυτή η δουλειά. Απαιτεί πολλές φορές να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου και αυτό έχει το πιο μεγάλο ενδιαφέρον πιστεύω. Μάλιστα, θα έλεγα ότι όσο μεγαλώνω, μου αρέσει όλο και περισσότερο να εκπλήσσω το κοινό με πράγματα στα οποία δεν περιμένει να με δει και να με ακούσει και ίσως δεν περίμενα ούτε κι εγώ! Γενικώς, πολλοί μου λένε πως περιμένουν να κυκλοφορώ κάπως συντηρητικά ντυμένη και σοκάρονται όταν με βλέπουν με τις φόρμες. Άλλοι μου λένε πως δεν είμαι όσο μεγάλη σε ηλικία νόμιζαν τελικά και τέτοια! Νομίζω πως αυτό που με περιγράφει καλύτερα είναι ο ενθουσιασμός που έχω για τα απλά πράγματα της ζωής. Τα τελευταία χρόνια έχω συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς που παντρεύουν την παράδοση με σύγχρονα στοιχεία (βλ. Loxandra Ensemble, Μάνος Κουτσαγγελίδης κ.α.) κάτι που με ενδιαφέρει να έχει συνέχεια. Απωθημένα καλλιτεχνικά δηλαδή δεν υπάρχουν, μόνο όρεξη και τρέλα για να πάμε παρακάτω.», έτσι λέει, πάντοτε χαμογελαστή και προσεκτική στις λέξεις της.
Μοιάζει σχεδόν απίστευτο ότι κλείνουν κοντά σαράντα χρόνια από την πρώτη της εμφάνιση, όταν, δεκατριάχρονο κορίτσι η Κονιτοπούλου βγήκε να πει ένα τραγούδι στο μαγαζί που είχε τότε η οικογένειά της στα Άνω Πατήσια, φορώντας ένα λευκό φόρεμα και έχοντας μείνει παγωμένη στην ίδια θέση μέχρι να τελειώσει η μουσική. Εκείνη την ημέρα πήρε το χρίσμα της τραγουδίστριας και φυσικά δεν θα την ξεχάσει ποτέ.
Ανέκαθεν, συμβούλευε τους νέους να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο είδος μουσικής και ήδη το κάνουν πολλοί από τον τόπο της, πράγμα που την κάνει περήφανη. Δεν εθελοτυφλεί, όμως, απέναντι στα οικονομικά-και όχι μόνο- προβλήματα της Ελλάδας, τα οποία έχουν πλήξει, φυσικά, και τον καλλιτεχνικό χώρο. Πριν μερικά χρόνια σκέφτηκε να παρατήσει το τραγούδι. Είχε κουραστεί, δεν είχε κάνει διακοπές για 25 χρόνια ούτε μέρα. «Κάποια στιγμή έρχεται αυτή η φυσική φθορά. Να φανταστείς είχε πέσει το ανοσοποιητικό μου σύστημα, είχα περάσει και πνευμονία και είχε έρθει όλο αυτό και έδεσε. Έβγαινα να τραγουδήσω και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ήταν δύσκολο όλο αυτό», μου είπε, αλλά εγώ είδα στα μάτια της πεντακάθαρα τον λόγο για τον οποίο δεν το έκανε ποτέ.
Η μουσική είναι όλη της η ζωή. Σα να γεννήθηκε γι’ αυτό το πράγμα… Δεν με διαψεύδει. «Αισθάνομαι αδιαμφισβήτητα τυχερή για όλα όσα μου έχουν συμβεί και για όσα, βέβαια, κατάφερα κι από μόνη μου.. Ακούγοντας τη σπουδαία φωνή της μητέρας μου διαμόρφωσα αυτό που λέμε μουσικό αυτί. Πέρα όμως από αυτό, ένας λόγος για να αισθάνομαι περισσότερο τυχερή είναι ότι μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον καλλιτεχνών, συνειδητοποίησα το πόσο σημαντικό είναι για κάποιον που ασχολείται με τη μουσική, να διατηρεί ζωντανή την ευαίσθητη πλευρά του. Πολλές φορές, για να επιβιώσεις σε αυτό το χώρο αναγκάζεσαι να γίνεις κυνικός, προσπαθώντας να προστατεύσεις τον εαυτό σου, όμως το τραγούδι θέλει ψυχή και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.»