ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν ένας άνθρωπος ονειροπόλος- οραματιζόταν έναν κόσμο καλύτερο, ηθικότερο και ομορφότερο. Πίστευε πολύ στην Τέχνη και στο Πνεύμα, σε αυτό που είπε ο Ντοστογιέφσκι πως… «η ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο». Η ονειροπόλησή του δεν ήταν παθητική, αλλά ενεργητική. Δούλευε και πάλευε με πάθος γι’ αυτό που πίστευε και είχε ολόψυχα αφοσιωθεί στην Τέχνη.
Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, γεννήθηκε το 1932 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στο Επταπύργιο, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Θεσσαλονίκη, την πόλη που τόσο αγαπούσε. Μπήκε στο χώρο της μουσικής σε ηλικία 15 ετών, με σπουδές στη Σχολή πιάνου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Το 1952, για λόγους βιοπορισμού, αρχίζει να εργάζεται ως πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Έγραψε το πρώτο του τραγούδι «Περιστεράκι» το 1960, με αυτό συμμετείχε στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, το οποίο ερμήνευσε η Ζωή Κουρούκλη. Στη συνέχεια, έγραψε την επιτυχία «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», που ερμηνεύει αρχικά η Χορωδία Φ.Ε.Μ. και στη συνέχεια ο Γιάννης Πουλόπουλος, όπως και το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά». Αμέσως μετά, ξεκινά συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της τότε μουσικής σκηνής όπως η Καίτη Χωματά και ο Γιάννης Βογιατζής. Το 1966 εμφανίστηκε και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας μουσική για «Το ταξίδι» του Γιώργου Θέμελη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη.
Την επόμενη χρονιά, μετακόμισε στην Αθήνα κι άρχισε μια μεγάλη συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ και με τον ανερχόμενο τότε τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Καλατζή και τη Βίκυ Μοσχολιού. Αυτή την περίοδο έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, που έμειναν στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου: «Κάπου νυχτώνει», «Πού ’ναι τα χρόνια», «Όλα καλά κι όλα ωραία», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς». Αν και εξαιρετικός στιχουργός ο ίδιος, συνεργάστηκε και με άλλους σπουδαίους στιχουργούς - Κ. Βίρβος, Σ. Τσώτου, Μ. Μπουρμπούλη, Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλο - και ποιητές - Γ, Θέμελης, Ντ. Χριστιανόπουλος, Κ. Βάρναλης - δημιουργώντας για περισσότερο από 30 χρόνια κλασσικά λαϊκά τραγούδια, με ιδιαίτερη απήχηση στον κόσμο.
Αργότερα συνεργάστηκε με μια σειρά άλλων μεγάλων ερμηνευτών όπως τον Γιάννη Πάριο, την Άννα Βίσση, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Καλατζή και την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, το «Κόκκινο φουστάνι». Ακολούθησε μια ηθελημένη σιωπή 11 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων επέστρεψε στη γενέτειρα του. Κατόπιν προτροπής του Γιώργου Νταλάρα, επανήλθε το 1998, με κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή υμνογραφία, που παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής, με τον Νταλάρα, την Αιμ.Κουγιουμτζή και χορωδία, με τον τίτλο «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων». Ο μεγάλος συνθέτης πέθανε στις 12 Μαρτίου 2005, στα 73 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς.
Στοιχεία για την προσωπικότητα του έχουμε από την αδερφή του, Μαρία Κουγιουμτζή, η οποία αναφέρει: «Εκείνο που συνέτριψε τα όνειρά του και συνέβαλε στην απογοήτευσή του ότι ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος, ήταν η αποστροφή του για την εμπορευματοποίηση της Τέχνης, την αναξιοκρατία, την εισβολή και την επιβολή της μετριότητας και της γκλαμουριάς, η βιομηχανία της πέτσας που θέριευε, όχι μόνο της Τέχνης αλλά και ολόκληρης της ζωής.»
Με τους τραγουδιστές δεν είχε ιδιαίτερες επαφές παρά μόνο επαγγελματικές – εκτός από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, με τον εκρηκτικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα του, αλλά και τον Γιάννη Καλαντζή, ένα ευαίσθητο και σεμνό πλάσμα με ασυνήθιστη καλοσύνη και γενναιοδωρία. Δεν συμμετείχε ποτέ στη ζωή της νύχτας, δεν έκανε εμφανίσεις, δεν ήταν φίλος τους. Με τον Νταλάρα είχαν επίγνωση ο ένας της αξίας του άλλου, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους υπήρχε ζεστασιά, ενθουσιασμός, αλλά από κει και πέρα έλειπε η οικειότητα της συχνής σχέσης.
Αντίθετα, έκανε πολλή παρέα και ήταν φίλος με τους στιχουργούς που συνεργαζόταν. Στο σπίτι έρχονταν, λέει η αδερφή του κορυφαίου συνθέτη, ο Μάνος ο Ελευθερίου, ο Μιχάλης ο Μπουρμπούλης, η Τσώτου τα πρώτα χρόνια, ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, έξοχη ψυχή, δίκαιη, ο Άκης ο Δασκαλόπουλος που έφερνε και τον ποιητή Νίκο Καρούζο, ο οποίος λάτρευε το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», ο Κώστας Κινδύνης, με τον οποίο κλείνονταν στο σαλόνι και μιλούσαν ώρες για ποίηση και μουσική.
Ήταν σεμνός χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ήξερε την αξία του. Αλλά μπροστά στις διαχρονικές αξίες και τα μεγέθη της μουσικής, αισθανόταν τον σεβασμό που όφειλε στους προ, στους νυν και στους μετά. Πίστευε στις αξίες.
Παράλληλα, δεν έλειπε στον Κουγιουμτζή το χιούμορ, ήταν ως επί το πλείστον η καρδιά της παρέας με τη σπιρτάδα του πνεύματός του και τη γλύκα της ψυχής του. Όμως η ψυχή του κόσμου, που μετά τη δικτατορία είχε αρχίσει να παίρνει ανάσες, άρχισε σιγά σιγά να ξεχνάει τα όνειρά της, φιμώθηκε η ανάτασή της από τη φθορά των αξιών, το κυνήγι του πλουτισμού και τον χαβαλέ, ιδίως οι πολιτικοί και η πολιτική που τη φθορά της είχε αντιληφθεί πλήρως από τότε, τον έθλιβαν και τον οδήγησαν στην απομόνωση. Και κείνη η απομόνωση της μελαγχολίας του ήταν η ουσιαστική και ανέλπιδη διαμαρτυρία του για τον παραλογισμό της ζωής.
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής άφησε το σημάδι του σε όλους όσοι τον γνώριζαν. Ενδεικτικά, ο στιχουργός Φίλιππος Γράψας δήλωσε: «Δεν ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος, τα σκούρα γυαλιά του έκρυβαν το μελαγχολικό του βλέμμα και το χαμόγελό του ίσα που έκρυβε τον απαισιόδοξο χαρακτήρα του. Λες και βρισκόταν σε διαρκή συνομιλία με τον εαυτό του». Συνεχίζει: «Η αγάπη του για τη μουσική νίκησε τον πεσιμισμό του και βρέθηκε στο Πάνθεον των Ελλήνων δημιουργών, αλλά και εκεί έφτασε ντροπαλός και συνεσταλμένος». Ο στιχουργός θύμισε πως οι στενοχώριες και τα προβλήματα του κόσμου απασχολούσαν τον Σταύρο Κουγιουμτζή και είχε μία εμμονή με την αλήθεια, ενώ υπήρξε και συγγραφέας. Τον χαρακτήρισε μοναχικό οδοιπόρο, από τον οποίο ο ίδιος διδάχθηκε την απλότητα και τη σεμνότητα και ανέφερε μερικές από τις ατάκες του, όπως «την επιδημία της δόξας την πέρασα στο πόδι και δεν με κρεβάτωσε» ή «δεν ξέρω τι είναι η κριτική στο θέατρο και στον κινηματογράφο, στο τραγούδι πάντως δεν σημαίνει τίποτα».
Ο συνθέτης Γιώργος Καζαντζής μίλησε κάποια στιγμή για τη φυσιογνωμία του Κουγιουμτζή και ανακάλεσε σημεία της ζωής του, που τον συνδέουν μαζί του. «Είχα μία φιλία και μία σχέση καλλιτεχνική μαζί του, είδα τον εκπληκτικό άνθρωπο και μουσικό, γεμάτο σεμνότητα.»
Ο Γιώργος Νταλάρας έχει εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την τύχη να συναντηθεί μαζί του, υπογραμμίζοντας ότι ως άνθρωπος ήταν πάνω από την καθημερινότητα και ως μουσικός ήταν παγκόσμιος, ποιητικός και ευαίσθητος. «Είμαι πολύ τυχερός. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν τον συναντούσα. Θαύμαζα πολλούς καλλιτέχνες, αλλά όλα τα κάλυψε ο Κουγιουμτζής. Μου χάρισε μία προίκα που με σφράγισε και την κουβαλάω, σαν να με έχρισε ως εργαλείο να μεταφέρω αυτά τα τραγούδια σε σας».
Σταύρο Κουγιουμτζή, δεν γίνεται, δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να σε ξεχάσουμε.
Απολάυστε τις μεγάλες του επιτυχίες εδώ