«Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο...» (Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης)
Σήμερα είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο. Ή μάλλον έγινε ένα τουριστικό αξιοθέατο, αφού κάποτε ήταν το νησί της δυστυχίας, το νησί των λεπρών, το νησί των ζωντανών-νεκρών… Πώς μπορεί να χωράει τόσος πόνος σε ένα τοσοδούλι νησάκι… 85 στρέμματα όλα κι όλα, κι από δίπλα η θάλασσα να ξεπλένει τα δάκρυα μη μολυνθούν οι από και πέρα.
Στον νομό Λασιθίου, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντα, βρίσκεται η νήσος Καλυδών, κατά την αρχαία της ονομασία, ή Σπιναλόγκα (=μακρύ αγκάθι) κατά την ενετική. Το 1715 το νησί πέρασε στα χέρια των Οθωμανών, ενώ μέχρι τότε το είχαν ως κρησφύγετο και ορμητήριό τους οι Κρητικοί αντάρτες, γνωστοί ως χαΐνηδες, που συνέχισαν να πολεμούν από εκεί τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Κρήτη.
Η συνέχεια της πορείας του νησιού είναι δραματική. Ναι μεν οι Τούρκοι το εποίκησαν μεταφέροντας εκεί περισσότερες από διακόσιες οικογένειες, αλλά δεν τους βγήκε σε καλό, καθώς στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρίγκιπας Γεώργιος αποφασίζει να μετατρέψει την Σπιναλόγκα σε λεπροκομείο, μεταφέροντας εκεί τους λεπρούς κατοίκους της Κρήτης, το 1904. Αυτό εξανάγκασε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν το νησί άρον-άρον, από τον φόβο της αρρώστιας που τότε παρουσίαζε έξαρση.
Και όταν η Κρήτη ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα, το 1913, η Σπιναλόγκα έγινε η «φυλακή» των λεπρών ολόκληρης της χώρας – ενώ δεν έλειπε και το φαινόμενο πολιτικοί αντιφρονούντες να «φυλακιστούν» στην Σπιναλόγκα ως… λεπροί, με μία απλή βεβαίωση γιατρού. Το χειρότερο ήταν ότι η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης, με τις αναμενόμενες συνέπειες, και με πληθυσμό περισσότερο των χιλίων ασθενών κατοίκων, ασθενείς που οδηγούνταν εκεί με χειροπέδες, καθώς γνώριζαν ήδη τι τους περίμενε: ένας αργός και επώδυνος θάνατος.
Η κατάσταση ήταν τραγική. Όσοι άντεχαν, προσπαθούσαν για την επιβίωσή τους καλλιεργώντας ή ψαρεύοντας. Αλλά δεν ήταν εύκολο. Οι άνθρωποι έσβηναν κυριολεκτικά αβοήθητοι, μέσα σε φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ακρωτηριασμένοι. Ένα νησί, μια μεγάλη τρώγλη, και στη μέση ο θάνατος…
«Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. Επισκεφθείς αυτό απεκόμισα τα χειρίστας εντυπώσεις και ίσως μόνη η μεγάλη φαντασία ενός Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη. Υπέρ τα διακόσια ανθρώπινα άθλια πλάσματα, πάσης ηλικίας, κοινωνικής θέσεως και φύλου και σωματικής παραμορφώσεως, έχουν εκεί εγκαρθειχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσεως ηθικών ή και γραπτών νόμων...» αναφέρει ο νομάρχης Λασιθίου, στις 6 Αυγούστου του 1925, σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τόση η αποστροφή του, τόση η φρίκη του.
Αλλά τίποτε δεν άλλαξε για εκείνους τους δυστυχισμένους.
Στην διάρκεια της Κατοχής, Ιταλοί και Γερμανοί δεν πάτησαν το πόδι τους εκεί!
Το 1948 ανακαλύπτεται στην Αμερική το πρώτο φάρμακο κατά της λέπρας. Έτσι αρχίζει σταδιακά η Σπιναλόγκα, μια διαδικασία που κράτησε μέχρι το 1957, οπότε και έκλεισε αυτή εδώ η τρισάθλια φυλακή…
Το 1958 γυρίστηκε η ταινία «Το Νησί της Σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου, με τον Ορέστη Μακρή, την Νίνα Στουρίδου, τον Ιάκωβο Καμπανέλη και πολλούς άλλους ηθοποιούς, με πολλά από τα γυρίσματα να γίνονται επιτόπου στην Σπιναλόγκα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν και οι τελευταίοι λίγοι λεπροί του νησιού. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ σχετικά με την ζωή των λεπρών στην Σπιναλόγκα. Ερωτικές και συναισθηματικές περιπέτειες, ιδεολογικές και ηθικές συγκρούσεις με ήρωες ασθενείς, γιατρούς και διάφορους αυτόχθονες.
Ένα ζευγάρι γιατρών που αγωνίζεται για την θεραπεία της λέπρας στο νησί, πλήττεται τελικά από αυτήν, όταν ο άντρας υποκύπτει στην ασθένεια. Όμως, το νέο φάρμακο που στο μεταξύ έχει εφευρεθεί, αποκαθιστά την υγεία του και βοηθά στην ίαση και των υπολοίπων ασθενών.
Με την ταινία αυτή η Λίλα Κουρκουλάκου πήγε στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1958 και ήταν η πρώτη γυναικεία ταινία παγκοσμίως που έλαβε μέρος σε διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης: ο φοιτητής που βοήθησε τους χανσενικούς
Στην Σπιναλόγκα ήρθε το 1936 ο τριτοετής φοιτητής της Νομικής Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, χτυπημένος από την λέπρα. Ήταν ήδη εκεί η αδελφή του, επίσης άρρωστη, που ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε. Ο νεαρός φοιτητής είχε χτυπηθεί από την ασθένεια σε μικρότερη ηλικία, ενώ πήγαινε ακόμη στο Δημοτικό, στην Κρήτη.
Όμως το έκρυβε, καθώς δεν είχε αποκτήσει τα χαρακτηριστικά σημάδια. Καθώς μεγάλωνε, τα σημάδια άρχισαν να φαίνονται και τον κατέδωσαν στις αρχές. Κατάφερε να τους ξεφύγει και πήγε στην Αθήνα χαμένος στο πλήθος, όπου έδωσε εξετάσεις στην Νομική και πέρασε. Το τρίτο έτος όμως τον βρήκαν και τον… συνέλαβαν. Τον μετέφεραν στην Σπιναλόγκα, όπου είδε από κοντά τον θάνατο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα εκείνων των τσακισμένων ανθρώπων.
Οι τριτοκοσμικές συνθήκες τον θύμωσαν και δημιούργησε την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας». Απαίτησε καλύτερες συνθήκες, και το πέτυχε ως ένα σημείο. Ασβεστώθηκαν τα δρομάκια και οι αυλές, φύτεψαν δέντρα, έβαλαν γεννήτρια για ρεύμα, έφεραν οδοντίατρο στο νησί, έβαλε έναν χανσενικό να διδάσκει σαν δάσκαλο, μέχρι και θέατρο απέκτησαν!
Η ζωή έγινε λίγο πιο γλυκιά. Όταν τελικά έκλεισε εντελώς η Σπιναλόγκα ως λεπροκομείο, εκείνος με την γυναίκα του –είχε παντρευτεί στο νησί– μεταφέρθηκαν στο Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας.
Το «Νησί» της Victoria Hislop
Το βιβλίο με τίτλο «Νησί» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Victoria Hislop, ωστόσο σημείωσε τεράστια επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς μεταφράστηκε σε 23 ξένες γλώσσες και έγινε μπεστ-σέλερ. Μέσω αυτού του βιβλίου έγινε γνωστή η Σπιναλόγκα σε όλο τον κόσμο, όπως και η φρικτή ζωή των χανσενικών εκεί. Η συγγραφέας, αν και είχε πρόταση από το Χόλιγουντ για κινηματογραφική ταινία, προτίμησε την συνεργασία της με ελληνικό κανάλι ως σίριαλ, καθώς φοβήθηκε πως οι Αμερικανοί παραγωγοί θα μετέτρεπαν το έργο της σε θρίλερ κι εκείνη δεν θα είχε το δικαίωμα να παρέμβει στο σενάριο.
Γαλάτεια Καζαντζάκη και Θέμος Κορνάρος
Το 1914 η Γαλάτεια Καζαντζάκη γράφει την νουβέλα «Άρρωστη Πολιτεία» με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν η πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία του 20ού αιώνα που ανέδειξε το θέμα της λέπρας, μέσα από μια ερωτική ιστορία.
Η πλοκή στην «Άρρωστη Πολιτεία» ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούν στην ηρωίδα τόσο η αρρώστια και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί των λεπρών, όσο και ο έρωτας που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου. Η πρωταγωνίστρια, μια υπερήφανη κοπέλα, διχάζεται ανάμεσα στην απελπισία, στην συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία, και στην «χαρά του έρωτα» που συνάντησε αναπάντεχα στην «πολιτεία των λεπρών».
Ο Θέμος Κορνάρος ήταν ο επόμενος που κατήγγειλε τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης των λεπρών στην Σπιναλόγκα με το έργο του «Το Νησί των Καταραμένων», το 1933. «Αυτοί που δουλέψανε σ’ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουνε ψωμί, βρίσκονται τώρα, στην αρρώστεια τους, πεταμένοι σαν κοπριά, σ’ ένα κοπρόλακο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Κ’ η λέπρα που τους “διαλύει” δεν είναι το χειρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να τι θα πει λεπρός που λέγεται Σπιναλογκίτης. Δεν υπάρχει άραγες πιο κατάλληλο μέρος στον τόπο μας, γι’ αυτούς τους άρρωστους εργάτες; Υπάρχει. Νησιά ολάκαιρα είναι έρημα. Βουνά κατάφυτα, με γάργαρες βρύσες, πολλές. “Μα δεν έχουνε ψήφο οι λεπροί! Δεν τους βλέπει κανένας. Πολύ περισσότερο δε θα δει τη βρωμοελεημοσύνη μας για τους λεπρούς!!” Γι’ αυτό… καλά είναι εκεί που βρίσκονται! Δύναμη δεν έχουνε πια στα χέρια τους. Αίμα δεν έχει το κορμί τους! Τι να τους κάνουμε;!…» αναφέρει ο συγγραφέας με την γνωστή καταγγελτική γραφή του.