Όταν βρίσκεσαι στο αμάξι και μπροστά σου ένα σκουπιδιάρικο σταματά κάθε τόσο, για να αδειάσει τους κάδους και να ξεβρωμίσει την πόλη, γκρινιάζεις. Κάθε φορά γκρινιάζεις. Είτε αυτό συμβαίνει 11 η ώρα το βράδυ, είτε 5 η ώρα το πρωί που γυρνάς από την αλκοολούχο έξοδό σου. Όπως είπε, κάποτε, μια ψυχή: «Ποτέ δεν είναι η κατάλληλη ώρα για το σκουπιδιάρικο». Προσθέτω εγώ: «Πάντοτε, όμως, χρειάζεται να περνά, γιατί αλλιώς θα μας πνίξει το σκουπίδι».
Πριν από μερικές εβδομάδες, στην καρδιά αυτού του καπνισμένου καλοκαιριού, αναζητούσα την έμπνευσή μου. Κάπου είχε κρυφτεί, κάπου μέσα μου. Είχα καιρό να πιάσω μολύβι και χαρτί. Καιρό, για τα δεδομένα μου. Δεν μπορούσε, για πολλούς και διάφορους λόγους, να συνεχιστεί το κακό και είπα να ακολουθήσω τη συμβουλή της Μανίνας Ζουμπουλάκη: όταν δεν έρχεται σε σένα η έμπνευση, πήγαινε εσύ σε αυτή. Και στο κάτω κάτω, πόσο εγκληματικό είναι πια να γραφτεί και καμιά πραγματική ιστορία εδώ μέσα; Πόσο κακό θα ήτανε, δηλαδή, να αφήσουμε στην άκρη τις ωραίες λέξεις και τα ουάου υψηλά νοήματα, περνώντας στη σκληρή, άφραγκη και κακομούτσουνη-προσωρινή, θέλω να πιστεύω- πραγματικότητα;
Εδώ και μήνες, οδηγώ το αμάξι μου πίσω από ένα δύσοσμο και αργό σκουπιδιάρικο. Δε σοβαρολογώ, αλλά από πότε η αλήθεια ήταν ταυτόσημη με την πραγματικότητα; Δεν οδηγώ στ’ αλήθεια. Απλώς, όλα μου τα βήματα, όλες μου οι διαθέσεις να τολμήσω κάτι αλλιώτικο αυτή την εποχή, βρίσκουν μπροστά τους μια δυσκολία από αυτές που ποτέ δεν είναι η κατάλληλη ώρα να έρθουν, αλλά που πάντα χρειάζεται να τις περνάμε, αλλιώς θα πνιγούμε στα σκουπίδια της άγνοιας και της εντός μας αθωότητας και θα μας φάνε λάχανο.
Πρέπει να δούμε, και μάλιστα από νωρίς, ότι οι άνθρωποι εκεί έξω δεν είναι απαραίτητα σαν εμάς, ή σαν τους κολλητούς μας, ή σαν τους γονείς και τους έρωτές μας. Οι άνθρωποι εκεί έξω γουστάρουν να τους δουλεύεις τζάμπα, σου λένε ψέματα, σε προσβάλλουν, περιμένουν να τους κάτσεις για να σε βοηθήσουν κάπου, σου δίνουν ανυπόστατες υποσχέσεις, σε ξεσηκώνουν καλά καλά κι ύστερα εξαφανίζονται και άλλα τέτοια όμορφα. Σίγουρα, κάνεις κι εσύ τα λάθη σου, έτσι; Εμπιστεύεσαι εύκολα, ξεφουρνίζεις τις ιδέες σου καλόπιστα, δέχεσαι να κάνεις εθελοντισμό για μια περίοδο με προοπτική να δεις κάποια επιβράβευση κάποτε και λοιπά και λοιπά. Ποια είναι η χρυσή τομή; Και πόσο δίκαια μπορούν να κονταροχτυπηθούν μετεφηβικού τύπου αγωνίες («δεν μπορώ να πάω διακοπές φέτος») με αγωνιώδεις ενήλικες, βγαλμένες από τη σάρκα και τα κόκαλα της αληθινής ζωής («δεν έχω να πάρω σχολικά στο παιδί μου, ζητείται παλιά σάκα από κάποιον φίλο ή φίλη στο facebook»);
Σκουπιδιάρικα, αγάπες μου! Δεν θα πτοηθώ, τ’ ακούτε; Ναι, κάποια βράδια κλαίω, ναι, είναι φορές που ξεσπάω στους ανθρώπους μου, είναι ώρες που κλείνω κινητά και υπολογιστές και απομονώνομαι καπνίζοντας στο μπαλκόνι. Αλλά, όλες τις υπόλοιπες ώρες αλωνίζω στην Αθήνα, μιλάω με άτομα που μιλούν στην καρδιά μου, ακούω μουσική, χαϊδεύω ζώα, φιλώ κι αγκαλιάζω αγαπημένους, βρίσκω γέφυρες μεταξύ ονείρων και πράξης και τις στολίζω με χαμόγελα.
Μην τα ξαναλέμε: χρειάζονται και λίγα σκατά, για να γεννηθούν τα πιο όμορφα λουλούδια.
Καλά κουράγια, φίλες και φίλοι μου. Όταν τα σκουπιδιάρικα κάνουν καλά καλά τη δουλειά τους, οι δρόμοι θα βρεθούν άδειοι για λίγες ώρες και τότε θα βάλουμε τέρμα το ραδιόφωνο στο αμάξι και θα τρέξουμε μέχρι ανάστασης. Όλοι μαζί. Εμείς που… ξέρετε, χάνουμε τις μάχες, αλλά όχι τον Πόλεμο.