Μία εβδομάδα τα μάζευα τα χαρτιά. Παράβολα, ΚΕΠ, εφορία… Και να ’μαι πρωί-πρωί στις 11:00 στο υπουργείο Συγκοινωνιών για το δίπλωμα. Διότι το προηγούμενο το έκλεψε ένας καλός άνθρωπος μαζί με την τσάντα και το κινητό μου. Ήταν η εποχή που κυκλοφορούσα στον δρόμο με ένα ορθοπεδικό Π και μια μπότα. Έφυγε η τσάντα ώσπου να πεις Πι και Φι.... Για κυνηγητό, ούτε λόγος. Η μόνη περίπτωση που ο μύθος της χελώνας και του λαγού πάει περίπατο. Χελώνα δε με Π, ούτε ο Αίσωπος δεν θα σκεφτόταν...
Στο υπουργείο επικρατούσε αναβρασμός.
«Λιποθύμησε ο Λεωνίδας, τα μάθατε; Να κλείσουμε», είπε μια υπάλληλος. «Θα έχει κορωνοϊό».
«Σιγά!» είπε ένας άλλος. «Έφαγε 17 γαρδούμπες χθες βράδυ στην ταβέρνα και έσκασε».
Ο Λεωνίδας ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, κατακόκκινος σαν αστακός.
«Εγώ σας το λέω, έχει κορωνοϊό», ούρλιαξε σχεδόν η ίδια υπάλληλος. Και πήρε την τσάντα της φωνάζοντας: «Να φύγουμε, να φύγουμε, θα κολλήσουμε όλοι, σηκωθείτε...».
Για κακή μου τύχη, η υπάλληλος ήταν εκείνη που θα με εξυπηρετούσε. «Σας παρακαλώ», της είπα, «δεν με βλέπετε; Έχω πρόβλημα! Να, ο κύριος Λεωνίδας σηκώθηκε».
«Κάτσε κάτω, ρε παπάρα, να φύγουμε!» η άλλη.
«Αχ, σηκωθείτε, κύριε, χανόμαστε», εγώ.
Στο μεταξύ, είχε αδειάσει όλο το υπουργείο. Ένα σούσουρο «κορωνοϊός, κορωνοϊός» πλανιόταν πάνω από τις άδειες καρέκλες και τα διπλώματα που μας κοιτούσαν περίλυπα από τα ανοιχτά συρτάρια. Το υπουργείο έκλεισε, παρ’ ότι ο Λεωνίδας φώναζε με όση δύναμη του άφηνε η γαρδούμπα: «Δεν έχω κορωνοϊό, δεν έχω κορωνοϊό...»
Στην τράπεζα, η ουρά ήταν όπως όταν πρωτοπαίχτηκε το «Saterday night fever». Κόοοοσμος! Και μέσα, πέντε άτομα τη φορά. Ο γαμπρός μου κι εγώ σταθήκαμε νομοταγείς πολίτες, παρ’ ότι εγώ ήμουν με το γνωστό Π το οποίο είχε γίνει αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας. Κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να πει, «καλέ, η κουτσή, ας περάσει η κουτσή», γιατί μαζί είχα και τον γαμπρό μου που ήταν πολύ περήφανος στα αυτιά. Όταν έφτασε η σειρά μας πέρασε μόνο εκείνος. Σε μένα η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα.
«Ξέρετε», είπε στην υπάλληλο ο Γιάννης, «εγώ δεν θα τα καταφέρω, είμαι και κουφός… Η κουνιάδα μου είναι γραμματιζούμενη, αλλά η υπόθεση του δανείου αφορά εμένα».
«Ωραία», είπε η υπάλληλος, «να βγείτε εσείς, να περάσει εκείνη».
«Μα εγώ τα ξέρω! Εκείνη όμως θα σας βοηθήσει».
Μύλος. Η υπάλληλος ανένδοτη. Έτσι, κάναμε το σπασμένο τηλέφωνο. Ανεβοκατέβαινε ο Γιάννης και μου εξηγούσε, μέχρι να έλθει η ώρα μου να μπουκάρω σαν τη Σαπφώ Νοταρά στο γραφείο του Μιχαλόπουλου που είχε στριμώξει τη Βουγιουκλάκη.
Η κυρία που μας εξηγούσε τα του δανείου ήταν στον πάνω όροφο. Τουτέστιν, είκοσι σκαλιά. Με το Πι. Να μη σας τύχει.
«Θα λήξει η προθεσμία και θα υπογράφουμε χαρτιά», διαμαρτυρήθηκα εγώ εξουθενωμένη στην υπάλληλο. «Χάθηκε ένα ασανσέρ;»
Η υπάλληλος δεν απάντησε, γιατί χτύπησε το τηλέφωνο: «Ναι, Μαρία μου, όχι, δεν με ενοχλείς. Αν βάζω κάρδαμο στα γεμιστά; Όχι, γιατί πειράζουν τον Βαγγέλη… Ξέρεις τώρα… τα έντερά του αυτός ο άνθρωπος. “Πήγαινε, Βαγγέλη, για κολονοσκόπηση”, τίποτα ο Βαγγέλης. “Είμαι άντρας εγώ”, αυτές τις αηδίες, ξέρεις τώρα... Ναι, Μαρία μου, θα έρθουμε. Ν’ αρχίσουν με το καλό οι “Άγριες Μέλισσες” και θα έρθουμε. Φέτος, διάβασα, της κακομοίρας στο Διαφάνι…»
«Αν υπογράψετε τα χαρτιά να τελειώνουμε, θα σας πω σπόιλερ», είπα στην υπάλληλο. «Να μη χαρώ τον Κυπραίο που κρεμιέται», πρόσθεσα πειστικά.
«Μαρία, σ’ αφήνω, πλάκωσε δουλειά», είπε η υπάλληλος και της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. «Σας ακούω», στράφηκε σε μένα με αγωνία. «Η Μυρσίνη θα την πνίξει τη Λενιώ; Αυτό το φίδι η Θεοδοσία θα τα ξεράσει όλα;»
«Αχ, κυρία μου, σας παρακαλώ, πήγε μία η ώρα, δεν θα προλάβουμε την πληρωμή», την παρακάλεσα όπως ο Νικηφόρος τη Δρόσω να ρίξουν το παιδί.
«Μισό λεπτό», είπε η υπάλληλος αυστηρά. «Θα πάει ο γαμπρός σας στο ταμείο να πληρώσει, κι εμείς εδώ θα τα πούμε. Έχουμε δουλειά...»