«Σεισμικές δονήσεις» προκαλεί στον γερμανικό πολιτικό χάρτη η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ, σε μία περίοδο μάλιστα όπου η πανδημία του κορωνοϊού δημιουργεί, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ένα ασταθές οικονομικό πλαίσιο. Η Γερμανία, ήδη, κινείται σε προεκλογικούς ρυθμούς και, όπως φαίνεται, τα πράγματα δεν είναι προδιαγεγραμμένα.
Διεθνείς αναλυτές κάνουν λόγο για το τέλος της παντοκρατορίας της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, ενώ φαίνεται πως μετά από 16 χρόνια κυβερνητικής εξουσίας η ροή των πραγμάτων αλλάζει.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαρτίου από το Ινστιτούτο Καντάρ, ο συνασπισμός του CDU (Χριστιανοδημοκράτες) και του CSU (Χριστιανοκοινωνιστές) «γκρεμίζεται» εκλογικά, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι τα ποσοστά τους κυμαίνονται στο 27%, όταν τον Ιανουάριο κατέγραφαν ποσοστό της τάξεως του 36%. Μάλιστα, κρίσιμο ρόλο στις νέες εξελίξεις, πέρα από τη διαχείριση της πανδημίας για την οποία η κυβέρνηση έχει δεχθεί σφοδρή κριτική, έπαιξαν και η εκλογική συντριβή του κυβερνώντος κόμματος στη Ρηνανία και στη Βυρτεμβέργη, καθώς και τα σκάνδαλα χρηματισμού βουλευτών που είδαν το φως της δημοσιότητας. Το κυβερνών κόμμα βρίσκεται μάλλον στη χειρότερη θέση που έχει βρεθεί ποτέ, με την κοινή γνώμη να ασκεί σφοδρή κριτική στις κυρίαρχες πολιτικές του.
Όπως είχε αποκαλύψει το "Der Spiegel", το υπουργείο Υγείας αγόρασε 570.000 μάσκες κατά της Covid-19, από εταιρεία όπου εργάζεται στενό συγγενικό πρόσωπο του υπουργού Υγείας, Γενς Σπαν, ενώ η "Die Welt" είχε κάνει λόγο για σκάνδαλο 909.000 ευρώ. Από την πλευρά του, το γερμανικό υπουργείο Υγείας δεν αρνήθηκε την οικονομική συναλλαγή.
Παράλληλα, η γερμανική κυβέρνηση κατηγορείται για απευθείας αναθέσεις που ξεπερνούν τα 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο της πανδημίας, και ειδικότερα στη φάση του πρώτου κύματος, όπου το οικονομικό πλαίσιο λόγω των έκτακτων συνθηκών ήταν πιο χαλαρό. Πρόκειται για 210 συμβάσεις με σκοπό την άμεση προμήθεια υγειονομικού υλικού. Έτσι, λοιπόν, το μακρόσυρτο και παρατεταμένο lock-down σε συνδυασμό με τα οικονομικά σκάνδαλα και το φιάσκο των εμβολίων φαίνεται να οδηγούν το «σύστημα Μέρκελ» σε παρακμή, όπως υπογραμμίζει και ο διεθνής Τύπος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άρμιν Λάσετ που ανέλαβε τα ηνία των Χρηστιανοδημοκρατών στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος δεν φαίνεται να πείθει, ενώ μέχρι στιγμής η παρουσία του είναι αρκετά υποτονική.
Η δημοσκοπική «κατρακύλα» των Σοσιαλδημοκρατών
Το SPD θεωρείται ένα ιστορικό κόμμα, το οποίο ωστόσο αποτελεί για αρκετά χρόνια συμπλήρωμα της κυβερνητικής εξουσίας της Άνγκελα Μέρκελ, με τους πολίτες να του γυρνούν επί της ουσίας την πλάτη, αφού σε όλες τις δημοσκοπήσεις καταλαμβάνουν την τρίτη θέση κάτω από τους Πράσινους.
Μάλιστα, σε συνέντευξη Τύπου των δύο συμπροέδρων του κόμματος Σάσκια Έσκεν και Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς, η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάγκη δημιουργίας ενός προοδευτικού μετεκλογικού συνασπισμού, ο οποίος θα εξοβελίσει τη γερμανική χριστιανοδημοκρατία από την κυβερνητική εξουσία. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι δεδομένο σε μία περίοδο όπου ο πολιτικός χρόνος είναι συμπυκνωμένος και οι συνθήκες αβέβαιες. «Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας θέλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, έτσι ώστε η Γερμανία να μπορέσει να επανεκκινήσει μετά την κρίση», επεσήμαναν οι συμπρόεδροι του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ασκώντας δριμεία κριτική στους κυβερνητικούς τους εταίρους, δήλωσαν ότι «αναμένουμε τώρα ότι μετά την αναξιοπρεπή λασπολογία μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών, τα δύο αδελφά κόμματα θα συμφωνήσουν επιτέλους για τον κορυφαίο υποψήφιό τους (στις εθνικές εκλογές), ώστε να μπορέσουμε να ασχοληθούμε ξανά με τα θέματα κοινής μας ευθύνης στον κυβερνητικό συνασπισμό».
Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας καταγράφει ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 16%, και όπως φαίνεται δεν κερδίζουν έδαφος παρά την πτώση του συντηρητικού κόμματος.
Πλέον, θεωρείται δεδομένο στη γερμανική πολιτική σκηνή ότι, μετά το πέρας των εκλογών, δεν υπάρχει πιθανότητα δημιουργίας κυβέρνησης συνεργασίας, η οποία θα αποτελείται από τα πάλαι ποτέ ισχυρά κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές και τους Σοσιαλδημοκράτες. Όπως διαφαίνεται, η παρουσία των Πρασίνων στον κυβερνητικό συνασπισμό είναι δεδομένη.
Οι «Πράσινοι» στο προσκήνιο
Αυτήν τη στιγμή, το κόμμα των Πρασίνων καταλαμβάνει τη 2η θέση στη δημοσκοπική κούρσα. Η 40χρονη Αναλένα Μπέρμποκ είναι το νέο πρόσωπο της γερμανικής πολιτικής σκακιέρας, με τον γερμανικό Τύπο να κάνει λόγο για μία πολλά υποσχόμενη νέα πολιτικό, που φέρνει αέρα ανανέωσης και φρεσκάδας σε ένα γερασμένο πολιτικό τοπίο. Σε δημοσίευμά του, το "Politico" σημειώνει ότι οι Πράσινοι έχουν πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους, σε μια εποχή όπου η κλιματική αλλαγή κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα. Το γεγονός αυτό φαίνεται να παράγει ανησυχία στο παραδοσιακό γερμανικό πολιτικό κατεστημένο. Βέβαια, επισημαίνεται ότι το κόμμα των πρασίνων, την τελευταία δεκαετία, δεν χαρακτηρίζεται από αντισυστημικό και επαναστατικό λόγο, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του 1970.
Οι δύο συμπρόεδροι του κόμματος Αναλένα Μπέρμποκ και Ρόμπερτ Χάμπεκ συνυπάρχουν αρμονικά, ενώ αίσθηση έχουν προκαλέσει και οι προγραμματικές αιχμές που προωθούν, ενόψει των εκλογών του Σεπτέμβρη. Προτεραιότητα του κόμματος είναι ο τερματισμός της κατασκευής του αγωγού «Nord Stream 2» για την εισαγωγή φυσικού αερίου από τη θάλασσα της Βαλτικής. Οι Πράσινοι ασκούν σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση της Γερμανίας, τόσο ως προς το περιβαλλοντικό σκέλος, αλλά πρωτίστως ως προς τις επιπτώσεις που θα έχει ένα τέτοιο έργο στις γεωπολιτικές ισορροπίες. Λαμβάνοντας υπόψη την έκρυθμη κατάσταση στην Ουκρανία και την εμπλοκή της Ρωσίας, το κόμμα των Πρασίνων φαίνεται να στρέφεται προς τις αμερικανικές θέσεις έναντι των όσων υποστηρίζει μέχρι σήμερα το CDU. Στο δημοσιονομικό πεδίο, υπάρχει μια εκ διαμέτρου αντίθετη φιλοσοφία σε σχέση με το δόγμα της Μέρκελ. Επί της ουσίας, στέκονται απέναντι στον κεντρικό πυλώνα της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, που βασίζεται σε ισορροπημένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Καταλήγοντας, 3 είναι τα βασικά αγκάθια σε έναν ενδεχόμενο συνασπισμό CDU-Πρασίνων, η δημοσιονομική πολιτική και το «Nord Stream 2» σε συνδυασμό με τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη δημιουργία ενός νέου κυβερνητικού συνασπισμού κρίσιμο ρόλο αναμένεται να παίξουν και τα μικρότερα κόμματα, των οποίων τα ποσοστά θα επηρεάσουν και την κατεύθυνση της νέας κυβέρνησης. Μέχρι στιγμής, οι συντηρητικοί Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) καταγράφουν ποσοστά της τάξεως του 10%. Αντίστοιχα το ακροδεξιό κόμμα AfD και το αριστερό Die Linke παραμένουν στο 10% και στο 8%.