Και έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο «Ναι» ή το μεγάλο «Όχι» να πούνε… Το καβαφικό δίλημμα αφορά στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στον Αλέξη Τσίπρα, τους δυο πολιτικούς με τους κεντρικούς ρόλους στη σημερινή δημόσια σκηνή της χώρας, που καλούνται να αποφασίσουν για το στίγμα τους στην Ιστορία, για το πώς θα τους θυμούνται οι Έλληνες.
Από τη μία ο πρωθυπουργός, που καλείται να διαλέξει επιτέλους πώς θα κυβερνήσει τη χώρα σε μια δύσκολη συγκυρία με πολλά ζητήματα μείζονος σημασίας σε κρίσιμη καμπή. Την ώρα που το δεύτερο κύμα της πανδημίας του Covid 19 απειλεί δημόσια υγεία και οικονομία, την ώρα που καθορίζεται το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων για τις επόμενες δεκαετίες, ο Κ. Μητσοτάκης επιλέγει να «ταμπουρωθεί» πίσω από το ασφαλές επικοινωνιακό οχυρό που έχει χτίσει, παρουσιάζοντας μια εικόνα που έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Έχοντας αυτοεγκλωβιστεί στην επιτυχία της αντιμετώπισης του πρώτου κύματος την περασμένη άνοιξη, αποφάσισε να ποντάρει στην εξωστρέφεια της οικονομίας, στο άνοιγμα των πυλών για τον τουρισμό και στην αισιόδοξη εκτίμηση των πραγμάτων ότι η καλή εικόνα της αντιμετώπισης του κορωνοϊού θα συνεχιστεί. Παράλληλα, ξεχνώντας εν μέρει το νεοφιλελεύθερο δόγμα του, έδωσε εξουσίες στον κρατικό μηχανισμό αντιμετώπισης των εκτάκτων αναγκών, αναβαθμίζοντας την υπηρεσία της πολιτικής προστασίας με επικεφαλής πλέον υφυπουργό, υποκαθιστώντας ή «καπελώνοντας» άλλα υπουργεία, και επενδύοντας σε αυτήν χρήμα και προσωπικό.
Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν όπως έλπιζε. Η υστέρηση των εσόδων από τον τουρισμό έχει λάβει πλέον δραματικές διαστάσεις, ενώ επλήγη και το προφίλ της χώρας ως παγκόσμιος τουριστικός προορισμός από τις εικόνες Βρετανών και Σκανδιναβών να φεύγουν άρον-άρον για να αποφύγουν την καραντίνα στην πατρίδα τους. Οι συνέπειες του ανοιξιάτικου lockdown αφήνουν ακόμα το αποτύπωμά τους στην καθημερινή οικονομία, με τους τζίρους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να είναι ανύπαρκτοι, ενώ ολόκληροι κλάδοι κυρίως στην ψυχαγωγία και τον πολιτισμό να απειλούνται με εξαφάνιση. Και παρ’ όλα αυτά, έχοντας επιλέξει να θυσιάσεις τμήματα της οικονομικής δραστηριότητας προς χάριν της υγείας του συνόλου, θέτεις ακόμα και αυτό εν αμφιβόλω, όταν διαπιστώνεις στο τέλος του καλοκαιριού ότι έρχεσαι αντιμέτωπος με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, χωρίς, τελικά, να είσαι επαρκώς προετοιμασμένος. Τα προβλήματα στις υποδομές της εκπαίδευσης στα χρόνια του κορωνοϊού βγήκαν με το «καλημέρα» της νέας σχολικής χρονιάς, η εγκληματική αδιαφορία ετών για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ήλθε στην επιφάνεια με τις πικρές εικόνες σε λεωφορεία και αποβάθρες, και στο πλέον κρίσιμο μέτωπο, αυτό της πρώτης γραμμής στην αντιμετώπιση του Covid 19, δηλαδή στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, να επικρατεί ένα αλαλούμ σχετικά με την πραγματική δύναμη κλινών σε ΜΕΘ και ΜΑΦ.
Σε όλα αυτά, τις πραγματικές ανορθογραφίες του συστήματος, τα πραγματικά κενά στο παζλ της εικόνας ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού που μπαίνει στη μάχη με εχθρό έναν άγνωστο ιό, η κυβέρνηση είχε να καταθέσει μια optimistic θεώρηση των πραγμάτων, που αρχίζει από τον υπουργό Οικονομικών με την πεποίθηση ότι η οικονομία μπορεί να αντέξει κι ένα δεύτερο lockdown και τελειώνει στον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που λέει ότι συνεχίζουμε να πηγαίνουμε καλά καθώς «θρηνούμε 365 ζωές, όταν χώρες με ίδιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία και το Βέλγιο, έχουν 2.000 θανάτους η πρώτη και 10.000 το δεύτερο»…
Και από την άλλη, ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος καλείται εδώ και περίπου 1,5 χρόνο να αποφασίσει σε ποιο κόμμα θα ηγηθεί. Να αποφασίσει με ποιες θέσεις και απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ταυτίστηκε το 32% των πολιτών στις πρόσφατες εκλογές, να κατανοήσει σε ποιες θέσεις και απόψεις του κόμματος γύρισαν την πλάτη τους εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι στις πρόσφατες εκλογές. Με τις συνεχείς διαφοροποιήσεις τους από την κεντρική κομματική γραμμή, στελέχη που ανήκουν στον λεγόμενο «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» μεγαλώνουν την εσωστρέφεια, δημιουργούν συνθήκες αμφισβήτησης του ίδιου του Τσίπρα, και ας είναι κάτι τέτοιο σε πλήρη αναντιστοιχία με την πλειοψηφία των ψηφοφόρων του κόμματος και επί της ουσίας πριμοδοτούν την κυβερνητική πολιτική και αποδυναμώνουν την αντιπολιτευτική τακτική του κόμματος που υπηρετούν! Έχοντας αρχίσει από τον… Δεκαπενταύγουστο και την Παρθένο Μαρία και φτάσει στην απειθαρχία σε ό,τι αφορά στα μέτρα προστασίας στον κορωνοϊό, οι αμφισβητίες του Τσίπρα οδηγούν την κατάσταση στο απροχώρητο στο εσωτερικό του κόμματος. Με αφορμή την ατάκα Τζάκρη για τον «άπατρι και διεθνιστή» Μητσοτάκη, βγήκαν στη φόρα οι κόντρες που υποβόσκουν ανάμεσα στους «συντρόφους» από τότε που ήταν ακόμα υπουργοί: Φίλης κατά Τζάκρη και πασοκογενών, Τσακαλώτος κατά Τσίπρα, Σπίρτζης κατά Τσακαλώτου, ευρωβουλευτές κατά βουλευτών και μύλος… Κι όλα αυτά εξαιτίας τού… μετρητή στη ρητορική κατά του πρωθυπουργού!
Μπορεί έτσι να βρει κατεύθυνση ένα κόμμα με τη θεσμική ιδιότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να διεκδικήσει επάνοδο στην εξουσία; Μπορεί ένας αρχηγός κόμματος, που έχει και πρωθυπουργική θητεία, να παρακολουθεί τέτοια εμφυλιοπολεμική σύγκρουση και να μην παίρνει μέτρα; Το μόνο θετικό που προκύπτει, αν αληθεύουν οι πληροφορίες μας, είναι η κατάργηση κάποιων καταστατικών άρθρων του κόμματος και η σύσταση ενός πειθαρχικού κομματικού οργάνου.
Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να πει το μεγάλο «Όχι» στους κηδεμόνες του ΣΥΡΙΖΑ, στους κάποτε συμπολεμιστές που εξελίχθηκαν σε βαρίδια. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να πει ένα μεγάλο «Όχι» στην εύκολη επικοινωνιακή διαχείριση ζωτικών ζητημάτων για τους πολίτες, εκεί που όλοι γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα καταγάγει θρίαμβο. Και οι δυο τους πρέπει να φυλάξουν ένα ακόμη μεγαλύτερο «Όχι» σε όλους όσοι επιβουλεύονται κομμάτι των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων μέσα από τη διαδικασία της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία. Εκεί χρειάζεται το μεγαλύτερο «Όχι» από κοινού, ώστε να διαψευστούν εκείνοι που προβλέπουν σε αυτήν την περίπτωση ένα συμπεφωνημένο εδώ και καιρό κοινό «Ναι».