Σάμος και Σμύρνη. Κι ένα παιδί να μετράει τ΄ άστρα, πόσα βρίσκονται σε τούτες εδώ τις γωνιές. Τόσο κοντά και τόσο μακριά. Ένα σίγμα ενώνει, ένα σίγμα χωρίζει τις δυο πλευρές του Αιγαίου. Αυτό το σίγμα, που ενώνει ο ουρανός, μα, χωρίζει η θάλασσα. Τούτο δω το μικρό γράμμα, που το ενώνει ο χρυσαφένιος ήλιος του Αιγαίου και το χωρίζουν οι πολιτικές των ηγετών. Τούτο εδώ το Σίγμα, για να βγάλει ένα άλλο σίγμα, τη μάνα μου, τη Στέλλα, που στα ιταλικά σημαίνει αστέρι. Ναι, ένα άστρο θα μπορούσε να είναι μόνο το αποτέλεσμα ενός γάμου από τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Η Σάμος κι η Σμύρνη είναι οι ρίζες της μάνας μου. Μεγάλωσα με τη φωνή τους μέσα μου. Μεγάλωσα με τις λέξεις τους, με τον ουρανό τους, με τις νουθεσίες τους, με την αναπόλησή τους, με τη θάλασσά τους, με τις μυρωδιές τους, με τα τραγούδιά τους. Μεγάλωσα με το παραμύθι για τον «παπά, που γκαστρώθηκε στην αρίδα», έναν παπά, απ΄ αυτούς, που θύμιζαν τον μύθο της θεάς Αθηνάς και του Δία. Με τα μάτια του παππού, που δάκρυζαν, όταν τραγουδούσε έναν αμανέ, αλλά τον έζησα μέσα από τις φωτογραφίες, τις αφηγήσεις, τις παροιμίες, τα τραγούδιά του` είδωλο, χωρίς καθρέφτη.
«Αχ! Και να ζούσε ο παππούς σου!», κι έτσι λέω κι εγώ στο δικό μου παιδί, γιατί έχουμε τούτες τις ρίζες, τις λανθάνουσες, που είναι αφανέρωτες, αλλά κυκλοφορούν μέσα στο αίμα, στις τσαμπούνες του Αιγαίου. Κι όμως είναι τόσο ζωντανός ο παππούς κι ας μην τον γνώρισα ποτέ. Τόσο μεγάλο το είδωλό του στον καθρέφτη, για την καλοσύνη του, για την ευγένεια, που κουβαλούσε από εκείνη την αλησμόνητη πατρίδα. Κι ας ξέρω ότι τώρα δα η ψυχή του, θα στενάζει για τις δυο πατρίδες, μία που γεννήθηκε τον Βουτζά, μία που μεγάλωσε στο Καρλόβασι, να περνοδιαβαίνει στα θραύσματα να βοηθήσει, να μην πληγώνονται άλλο οι καρδιές των ανθρώπων, όπως η δική του, σαν ήταν μικρό παιδί κι έτρεχε να φύγουν να γλιτώσουν από το θεριό της φωτιάς.
Και μπλέχτηκε κάπως η πραγματικότητα με τη φαντασία, με το όμορφο Ποτάμι της Σάμου, με το ξακουστό Κοκκάρι, με το βουνό τον Κέρκη και τα στενέματά του, με το πλατανιώτικο νερό, μ΄ εκείνες τις βόλτες στην προκυμαία της Σμύρνης και τις μοδάτες κυράδες.
Στον Βουτζά, νοικοκυραίοι και δυνατοί. Στη Σάμο απόκληροι και πικραμένοι. Στον παλιό Βουτζά, που μοσχοβόλαγαν οι μυρωδιές έξω, μα, στον δικό τους φούρνο τρυπούσε τη μύτη το άρωμα του ψωμιού κι έμπαιναν κορίτσια και κυράδες να πάρουν το ταψί από το κυριακάτικο γεύμα. Και, να, τώρα πληγώθηκαν τούτοι οι τόποι, τούτοι οι λαοί και στενάζουν.
Τρόμαξε ετούτη η Σάμος των δυο αγγέλων, του Άρη και της Κλαίρης, κι αγναντεύει τη Σμύρνη και τούτες τις ψυχές, που τις κατάπιε η γης κι η απληστία των ανθρώπων, να χτίσουν ψηλές στέγες, μα, χάρτινες, βορά στο χρήμα. Η Σάμος, λοιπόν, του Πυθαγόρα, η Σάμος η σύγχρονη, που έχει την Αρετούλα και την Κωνσταντίνα κατατρόμαξε από την ένταση και τον χρόνο. Να γίνεται φίδι τρομερό, να σιμώνει γεμάτο δηλητήριο. Ασύλληπτη τούτη η δύναμη, η απόκοσμη, από τα έγκατα της Γης. Αναστέναζε το θεριό του Εγκέλαδου και βρυχιόταν κι άκουγαν τη δύναμή του κι οι δυο γειτονιές του Αιγαίου και σώπασαν τα όργανα κι οι φωνές των γυναικών, κι οι μπάντες και σώπασαν οι μαθητές στα σχολειά.
Και να΄ ναι ο Ρίτσος ολόρθος σε μία μεριά, με την αγαπημένη του, Γαρυφαλίτσα του, τη γιάτρισσα του νου και της ψυχής του να δίνει πνοή με τη γραφίδα του στα βάσανα των ανθρώπων. Φωνή στα δυο Σίγμα κι εκείνη φάρμακο να μην πονάνε. Σαμιώτισσες και Σμυρνιές, δεμένες σε κεχριμπαρένιο κομπολόι, όμορφες, ήρεμες γαληνεμένες, μα άλλες φορές άγριες, τρομερές σαν τη θάλασσα του Αιγαίου. Βίαιο το ξέσπασμα του Εγκέλαδου και το ένιωσαν οι μανάδες, που πάντα νιώθουν πιο βαρύ τούτο τον χαλασμό, γιατί μέσα από τα πόδιά τους κυλά η ζωή και ζουν για την αγάπη της ειρήνης.
Και μοιάζουν η γιαγιά η Σαμιώτισσα, που λαχταρούσε να γίνει δασκάλα, μα, δεν ήθελαν οι καιροί απ΄ τον Μπουτζαλή να κάθονται σε μίαν ακρούλα στη θάλασσα να καίγονται, που δεν μπορούν να βοηθήσουν, Σαμιώτες και Σμυρνιούς, να μην πονάνε. Μα, τα όνειρα των απλών ανθρώπων, δεν τα σέβονται οι ηγεσίες, που νομίζουν πως όλο το βιος του πλανήτη είναι δικό τους. Χτυπιούνται για μία σπιθαμή θάλασσα και πληγώνουν την αδελφή του παππού, την Ειρήνη, που γεννήθηκε στον Βουτζά κι αρρώστησε τη νύχτα του ‘22 πέφτοντας στα νερά του Αιγαίου, μα, θάφτηκε στη γη του Καρλοβάσου. Αντί να θαφτεί ο Πόλεμος θάφτηκε η Ειρήνη. Μα, πάλι το ξαναφύτεψαν τ΄ όνομα στα άλλα κορίτσια της γενιάς, εμμονικά, για να ξαναγυρίσει η γαλήνη στο πέλαγος.
Το έστειλε πάλι το μήνυμά του ο Εγκέλαδος από εκείνο το ‘99, που μοιάζει ύπουλος, μα, δείχνει το θεριό της φύσης, πως όλοι περαστικοί είμαστε. Όλοι. Δεν έχει νικητές η ζάλη και το παράλογο, αυτό είπε με τον βρυχηθμό του. Έχει μόνο λαούς στριμωγμένους, μέσα σε χαλάσματα. Έχει μόνο πληγές, που μπορεί να μην επουλωθούν ποτέ. Βαθύ αναστεναγμό έχει, θλίψη, λυγμό της μάνας, που το σώμα της λυγίζει και χτυπιέται, γιατί δεν το χωρά ο νους της τόσο κακό, να φυτεύει τα λουλούδια της κοιλιάς της, αντί να τα στεφανώνει με λουλούδια του Μαγιού, να δίνει ευχή και να μεγαλώνει εγγόνια. Κι έτσι κάπως, όταν ακούς ότι κι ο Βουτζάς γκρεμίστηκε και το Καρλόβασι βασανίζεται δεν είναι κουκκίδες στον χάρτη. Πικρές πατρίδες είναι, δικές ρίζες, κύτταρα του κορμιού, που μιλιούνται στη γλώσσα των προγόνων και στη δύναμη της επιβίωσης.
Μα, ο κόσμος μάταιος είναι, αν δεν φιλιώνουν οι λαοί. Σάμος και Σμύρνη ήταν μαζί κάποτε, μία κοιλιά η Γη τις γέννησε, μα, τις χώρισε η ζωή, τα θεριά της φύσης κι ο πόλεμος. Καταδικασμένες να τις ενώνουν τα βήματα των ανθρώπων, να τις χωρίζουν τα σχέδια των στρατιωτικών. Κι ανάμεσα στους δυο λαούς, πια της Γης οι πικραμένοι, τούτα τα πλάσματα, μετανάστες, που είναι στριμωγμένα σε λιγοστό ουρανό, φοβισμένα, ρημαγμένα μαζί με τα μικρά παιδιά τους.
Και να΄ σου κοράκια και τις ύαινες της ντροπής, που θέλουν μερίδιο από τούτο τον δίκαιο ήλιο κι ουρανό. Μα, σεβασμός πρέπει να υπάρχει στη ζωή, γιατί είναι τόσο λίγη κι αναπάντεχη. Τα λέει ο Εγκέλαδος, που ξύπνησε και δεν κοιμάται, το φωνάζει να το ακούσει ο σουλτάνος για το Oruc Reis. Μα, όσο υπάρχει χρήμα και θαλάσσια οικόπεδα, ο Τούρκος σουλτάνος και χωροφύλακας, μοιάζει να ξεχνά τις δικές μανάδες, με τα τσεμπέρια, που χαμογελούν όμορφα. Δεν ακούει τη βαριά φωνή του Εγκέλαδου. Κι ας έφερε πάλι μαντατοφόρους, τον Άρη και την Κλαίρη, ν΄ αγναντεύουν τους ουρανούς, για να πασπαλίσουν με την αγάπη τους το Αιγαίο. Τούρκος εσύ κι εγώ Ρωμιός, κι ο χωρισμός δεν είναι απλός, νύχι με κρέας μια ζωή, μα, μας πληγώνουν οι καιροί.