ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
«Εκείνο που θέλω είναι να χορεύω. Ακόμη και όταν νιώσω το σώμα μου να μαραίνεται, εγώ θα χορεύω μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι την τελευταία σταγόνα της ύπαρξής μου».
«Θα πίστευα μόνο σε ένα Θεό που θα ήξερε να χορεύει», είχε δηλώσει ο Φρήντριχ Νίτσε. Άτυχος ο Γερμανός φιλόσοφος… δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον μεγαλύτερο χορευτή όλων των εποχών, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον Θεό του χορού! Γιατί και αν δεν ήταν ο ίδιος ο θεός ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, σίγουρα ήταν θυελλώδης ημίθεος και ο πύρινος άγγελός του. Ένας άγγελος που θέλησε για λίγο να ενσαρκωθεί δοκιμάζοντας τις γήινες αντοχές του γλιστρώντας κάτω από τους ήχους της μουσικής και μετά να ταξιδέψει πετώντας με τα ατελείωτα χέρια του προς τα άστρα, γιατί πεφτάστρι –το ήξερε– δεν θα γινόταν ποτέ!
Και ήρθε εκείνη η στιγμή της πολυπόθητης ενσάρκωσής του μέσα σε ένα βαγόνι, ταξιδεύοντας προς την δόξα! Τι οιωνός! Σ’ ένα βαγόνι της Υπερσιβηρικής αμαξοστοιχίας, κοντά στο Ιρκούτσκ, στην απέραντη τούνδρα της Σιβηρίας, να τρέχει για το Βλαδιβοστόκ… Ήταν άνοιξη του 1938.
Μόλις 17 ετών γίνεται δεκτός στην Ακαδημία Βαγκάνοβα της Αγίας Πετρούπολης. Τρία χρόνια αργότερα, ξεκινάει η λαμπρή του καριέρα με τα μπαλέτα Κίροφ. Δεν ήταν ρόδινα τα παιδικά του χρόνια. Κακουχίες, εξαθλίωση, πατάτες βραστές το συνηθισμένο φαγητό της οικογένειας, καθώς η περιοχή που ζούσε στην Ούφα μετά την εκκένωση της Μόσχας ήταν πάμφτωχη, με ανυπόφορο κρύο και έναν σκληρό στρατιωτικό πατέρα. Ο ίδιος περιέγραφε πως πήγαινε σχολείο χωρίς παπούτσια και με το παλτό της αδελφής του, ενώ το κρύο μετέτρεπε σε πάγο τις βλέννες από την μύτη του που έτρεχε διαρκώς. Στο σχολείο συμμετείχε σε παραδοσιακούς χορούς. Όμως οι δασκάλες του στο μπαλέτο που ήταν και επαγγελματίες χορεύτριες Anna Udeltsova και Elena Vaitovich διέβλεψαν το ταλέντο του μικρού αγοριού και του άνοιξαν τον δρόμο για σπουδές στο Λένιγκραντ.
Γνώριζε και ο ίδιος πολύ καλά πως ο έρωτάς του για τον χορό ήταν δύσκολη κατάκτηση, καθώς ξεκίνησε σε ηλικία με ανταγωνιστές ήδη με σπουδές στην όπερα από τα 8 ή 9 τους χρόνια. Είχε όμως έναν εξαίρετο δάσκαλο, τον Alexander Pushkin, με την καθοδήγηση του οποίου πέρασε στα μπαλέτα Κίροφ. Κατά την τριετία του στο μπαλέτο Κίροφ χόρεψε 15 ρόλους και, παρόλο που τραυματίστηκε στον αστράγαλό του και οι γιατροί τού έλεγαν πως δεν ξαναχορέψει, εκείνος επέστρεψε στην σκηνή. Τόση η επιμονή του να κατακτήσει ζωντανό το όνειρό του.
Η φήμη του γρήγορα διαδόθηκε και δημιουργήθηκε ένα fan club που αδημονούσε να τον δει να χορεύει.
«Από μικρός ήξερα πως το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω».
Το 1961 τα μπαλέτα Κίροφ θα εμφανιστούν στο Παρίσι. Ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ ήταν μόλις 23 ετών. Επειδή όμως ήδη είχε δείξει τον ατίθασο τατάρικο χαρακτήρα του, βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Παρ’ όλα αυτά εκείνος δεν πειθαρχούσε, δεν κλεινόταν στο ξενοδοχείο μετά την παράσταση, έβγαινε σε μπαρ, ρουφούσε την ελευθερία κινήσεων που του πρόσφερε η Γαλλία και η κολασμένη ομορφιά του. Αν ζούσε στην εποχή του Michelangelo θα γινόταν το μοντέλο του για τον περίφημο «Δαβίδ» του. Και αν ζούσε στην κλασική Ελλάδα θα γινόταν το μοντέλο του Πραξιτέλους για τον Ερμή του.
Όλα αυτά δεν άρεσαν όμως στο σοβιετικό κατεστημένο. Και όταν ήρθε η στιγμή το μπαλέτο να μεταβεί στο Λονδίνο για παραστάσεις, στο αεροδρόμιο περίμενε τον Νουρέγιεφ ένα εισιτήριο επιστροφής στην Ρωσία από δύο πράκτορες της KGB με την δικαιολογία ότι έπρεπε να παραβρεθεί σε ένα γκαλά. Κατάλαβε πως αυτό θα ήταν το τέλος της σταδιοδρομίας του και ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Γαλλία, το οποίο και έλαβε. Όχι πως ήταν εύκολο γι’ αυτόν να ταξιδεύει για παραστάσεις, ειδικά στην αρχή, καθώς έπρεπε να χρησιμοποιεί προσωρινά έγγραφα. Η Ρωσία δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον «αποστάτη» και τον κήρυξε «ανεπιθύμητο», κάτι που άρθηκε 28 χρόνια αργότερα, το 1989, από τον ίδιο τον Γκορμπατσώφ, για να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας του.
Στην Κοπεγχάγη γνώρισε τον διάσημο Δανό χορευτή Erik Bruhn, ο οποίος αποδείχθηκε ο μεγάλος έρωτας της ζωής και των δύο, καθώς ο Νουρέγιεφ τον θαύμαζε και τον θεωρούσε από τους καλύτερους άνδρες χορευτές – εξάλλου, μόνος του αποκάλυψε κάποια στιγμή την ομοφυλοφιλία του. Ο Erik Bruhn ήταν εκείνος που τον βοήθησε να αφομοιώσει την τέχνη του στα δυτικά πρότυπα, καθώς ήταν τελειομανείς και οι δύο. Η υπέροχη ερωτική και επαγγελματική σχέση τους κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια και έληξε με τον θάνατο του Erik Bruhn το 1986.
«Ζιζέλ», «Δον Κιχώτης», «Αντιγόνη», «Μαργαρίτα», «Η λίμνη των κύκνων», «Ο καρυοθραύστης», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», μερικά από τα έργα μπαλέτων που χόρεψε ο διάσημος χορευτής.
Μεγάλη παρτενέρ του Νουρέγιεφ ήταν η κατά 19 χρόνια μεγαλύτερή του Margot Fonteyn, η οποία τον θαύμαζε και τον προσκάλεσε να παίξει μαζί της στα Βασιλικά Μπαλέτα του Λονδίνου το 1962. Ο Νουρέγιεφ πήρε την βρετανική υπηκοότητα και ο δρόμος άνοιξε για ό,τι πιο σπουδαίο ονειρευόταν. Το χορευτικό ζευγάρι γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με την 42χρονη Βρετανίδα Margot Fonteyn να βγάζει την έκρηξη του ταλέντου της χορεύοντας με τον 23χρονο Νουρέγιεφ. Εκείνος, θαμπωμένος από το ταίριασμα μαζί της, είχε δηλώσει: «Στο τέλος της “Λίμνης των Κύκνων”, όταν εγκατέλειψε την σκηνή με την μεγάλη λευκή φούστα της, ήθελα να την ακολουθήσω μέχρι το τέλος του κόσμου».
O διακαής πόθος του ήταν να χορέψουν μαζί στο Λένινγκραντ για να αποδείξει στους Ρώσους τι επιτυγχάνουν μαζί. Κάτι που δεν κατέστη δυνατό, καθώς όταν δόθηκε η άδεια των ανοιχτών συνόρων στον Νουρέγιεφ εκείνη είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί. Ωστόσο, παρέμειναν διά βίου φίλοι.
Το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου είχε γίνει η βάση για τον Νουρέγιεφ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συνεργάστηκε και με άλλα μπαλέτα και θιάσους ανά τον κόσμο. Το 1977 έλαβε πρόταση από το Βασιλικό Μπαλέτο να συνεχίσει ως σκηνοθέτης, αλλά εκείνος αρνήθηκε, καθώς το μόνο που ήθελε ήταν να χορεύει.
Κάποια στιγμή δέχθηκε να παίξει στον κινηματογράφο, σε δύο ταινίες «Valentino» και «Exposed» (κινηματογραφική μεταφορά του «Δον Κιχώτη»), οι οποίες όμως δεν γνώρισαν την αντίστοιχη επιτυχία που θα περίμενε. Ο ίδιος είπε αργότερα πως τον δυσκόλεψε ο μη χορευτικός ρόλος σε κάποια σημεία, ενώ εκείνος είχε μάθει να χορεύει.
Πράγματι, ο χορός ήταν πάντα το κύριο μέλημά του και δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη προκειμένου να εμφανιστεί σε όλο τον κόσμο: Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελβετία, Ελλάδα.
Στην Ελλάδα ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ για πρώτη φορά βρέθηκε για παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού μαζί με την παρτενέρ του Margot Fonteyn στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το 1963. Έκτοτε επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, τόσο για παραστάσεις, με αποκορύφωμα και στη συνέχεια αρκετές φορές, με αποκορύφωμα την παράσταση με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού το 1984, αλλά και λόγω της στενής φιλίας που τον συνέδεε με τον Αριστοτέλη Ωνάση και την Μαρία Κάλλας αρχικά, και με τον Σταύρο Νιάρχο στη συνέχεια.
Μια ζωή ταραχώδης, γεμάτη, χιλιάδες οι παραστάσεις και άλλοι τόσοι οι θρίαμβοι. Στη δεκαετία του ’80 η μεγάλη δόξα, και οι παρουσιάσεις του στις τέσσερις γωνιές της Γης. Αν και είχε δύσκολο χαρακτήρα, το παραδεχόταν και ο ίδιος, το αστέρι του έλαμπε. Απέκτησε τεράστια περιουσία, «σε κάθε ήπειρο και ένα σπίτι», ενώ το σπίτι του στο Παρίσι ήταν γεμάτο με έργα τέχνης.
Στην Ιταλία είχε αγοράσει τα νησιά Li Galli (κοντά στην Νάπολη), που έχουν σχήμα δελφινιού. Όταν εμφανίστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το κοινό δεν σταματούσε να χειροκροτεί.
Τα χρόνια περνούσαν. Στη Νέα Υόρκη διεξήγαγε μια παράσταση γκαλά του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» στο Metropolitan Opera House όπου καταχειροκροτήθηκε από τους παίκτες. Αυτό του έδωσε την ελπίδα να προσφέρει μια νέα καριέρα με την δημιουργία νέων μπαλέτων. Η υγεία του όμως είχε αρχίσει να φθίνει. Μέσα σε ένα έτος αφότου έγινε διευθυντής στην Όπερα του Παρισιού, διαγνώσθηκε θετικός στον ιό HIV. Δεν λύγισε. Προχώρησε σε πειραματική θεραπεία, με στόχο να υλοποιήσει τα όνειρά του, όμως το AIDS στάθηκε σκληρό για εκείνον.
Τον Οκτώβριο του 1992 δίνει τις τελευταίες του παραστάσεις στην Όπερα του Παρισιού, η οποία ολοκληρώθηκε με πολλές δυσκολίες και με μεγάλη βοήθεια από τους συναδέλφους του, κάτι που όμως έγινε αντιληπτό και από τις φωτογραφίες της πρεμιέρας, παρ’ όλη την επιτυχία που σημείωσε. Οι ελπίδες του, παρόλο που δεν έσβηναν, δεν στάθηκαν αρκετές για να τον κρατήσουν στην ζωή. Και λίγο αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου του 1993 ο αγαπημένος «Ρούντυ» ταξίδεψε στ’ άστρα, ημίθεος κοντά στους θεούς της τέχνης που τόσο λάτρεψε. Έφυγε ήρεμα, με έναν έντονο πόνο και μια εκπνοή. Κάποιοι λένε ότι είχε πέσει σε κώμα μία ημέρα νωρίτερα. Λίγο πριν είχε βάλει παιδικά έργα στην τηλεόραση με ένα σάλι τυλιγμένο στους ώμους του και γύρω του τους φίλους του που ζούσαν διαμοιρασμένοι σε πέντε δωμάτια για να τον προσέχουν. «Ο χορός δεν θα είναι πλέον ίδιος», δήλωσε ο διευθυντής της Όπερας του Παρισιού, Pierre Berge, «όπως δεν είναι ίδια και η όπερα μετά τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας». Ο τάφος του βρίσκεται στο Ρωσικό Κοιμητήριο του Παρισιού, σύμφωνα με την επιθυμία του. Και ήταν μόλις 54 ετών…