Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των επιστημόνων, ο τεράστιος αυτός αντιδραστήρας θα επιτρέψει την αναπαραγωγή της αντίδρασης της σύντηξης του υδρογόνου, που πραγματοποιείται με φυσικό τρόπο στην καρδιά του ήλιου: Δηλαδή, η σύντηξη θα επιτευχθεί με τη θέρμανση σε θερμοκρασία της τάξης των 150 εκατομμυρίων βαθμών Κελσίου ενός μείγματος δύο ισοτόπων του υδρογόνου, του δευτέριου και του τρίτιου, που θα έχουν λάβει τη μορφή πλάσματος.
Η υπογραφή της σύμβασης έγινε το 2006 με τη συμμετοχή 35 χωρών, δηλαδή όλων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του προγράμματος Euratom (περιλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου), της Ελβετίας, της Ρωσίας, της Κίνας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Ε.Ε., με απόφαση του Συμβουλίου, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι εξασφαλίζεται η συνέχιση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης του έργου, μέσω του νέου πολυετή προϋπολογισμού της (2021-2027 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου - ΠΔΠ). Η ενδεικτική ευρωπαϊκή συνεισφορά στο έργο για την περίοδο 2021-2027 ανέρχεται σε 5,61 δισεκατομμύρια ευρώ σε τρέχουσες τιμές.
Η επίσημη συναρμολόγηση του γιγάντιου αντιδραστήρα ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι με τυμπανοκρουσίες, και τον Εμανουέλ Μακρόν να χαρακτηρίζει το έργο μία υπόσχεση για ειρήνη και πρόοδο σε όλο τον κόσμο. Από τον περασμένο Ιούλιο, τμήματα του γιγάντιου πειραματικού αντιδραστήρα –που φέρει την ονομασία Tokamak–, ορισμένα μεγέθους όσο ένα τετραώροφο κτίριο και βάρους εκατοντάδων τόνων, παραδόθηκαν στον τόπο όπου θα στηθεί, προερχόμενα από τις χώρες όπου κατασκευάστηκαν, όπως η Ινδία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ιταλία. Ολόκληρος ο αντιδραστήρας θα ζυγίζει τρεις φορές όσο ο πύργος του Άιφελ και θα καταλαμβάνει μια περιοχή όσο 60 γήπεδα ποδοσφαίρου.
Εκπρόσωποι επτά εταίρων του ITER έλαβαν τον λόγο κατά τη διάρκεια της τελετής, όλοι εξ αποστάσεως σε μαγνητοσκοπημένα βίντεο. Ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Μουν Τζε-Ιν, χαιρέτισε «το μεγαλύτερο επιστημονικό πρόγραμμα στην ιστορία της ανθρωπότητας» και την έρευνα «των νέων επιστημονικών και τεχνολογικών συνόρων», με το «κοινό όνειρο για την παραγωγή καθαρής και ασφαλούς ενέργειας μέχρι το 2050».
Η διαδικασία συναρμολόγησης θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2024. Το ITER θα μπορεί να παράξει το πρώτο πλάσμα στο τέλος του 2025 έως τις αρχές του 2026, και ο αντιδραστήρας θα μπορεί να λειτουργεί σε πλήρη ισχύ το 2035. Ωστόσο, η ενέργεια σύντηξης ως βιώσιμη εμπορική πηγή ενέργειας δεν αναμένεται να παραγάγει ηλεκτρισμό πριν από το 2050.
Και όπως όλες οι σπουδαίες ανακαλύψεις χρειάστηκαν τολμηρά στοιχήματα, έτσι και το ITER κινείται με φιλοδοξία και αποφασιστικότητα για ένα αύριο καλύτερο από το χθες.
Γενικός Διευθυντής του προγράμματος ITER είναι ο Γάλλος Μπερνάρ Μπιγκό, που είναι αισιόδοξος ότι με αυτό το πρότζεκτ θα λύσουμε το τεράστιο ζήτημα της παραγωγής ενέργειας στον πλανήτη.
Μιλώντας το καλοκαίρι στο euronews ανέφερε: «Το πιο σημαντικό πλεονέκτημα είναι το καύσιμο που χρησιμοποιούμε. Είναι το υδρογόνο. Υπάρχει άφθονο υδρογόνο στη φύση. Το βρίσκουμε στη θάλασσα και στις λίμνες. Έχουμε λοιπόν μια ατελείωτη πηγή καυσίμων για τα επόμενα εκατομμύρια χρόνια. Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι ο τρόπος που θα διαχειριστούμε τα απόβλητα. Παράγονται ραδιενεργά απόβλητα, αλλά ο κύκλος ζωής τους είναι πολύ μικρός. Μόνο μερικές εκατοντάδες χρόνια, σε σχέση με τα εκατομμύρια χρόνια που έχουμε σε περίπτωση πυρηνικής διάσπασης».
Σε περίπτωση που δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα ή κάποιο ατύχημα, τόνισε: «Αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, η πυρηνική σύντηξη μπορεί να σταματήσει πολύ εύκολα. Δεν είναι το ίδιο με το να έχουμε πυρηνική διάσπαση, όπου αν σταματήσουμε τη διαδικασία, πολλοί τόνοι επικίνδυνων πυρηνικών καυσίμων συνεχίζουν να εκλύουν ενέργεια. Στην περίπτωση ατυχήματος, μιας διαρροής για παράδειγμα, ο αντιδραστήρας δεν είναι στεγανός. Άρα το αέριο θα μπορούσε να διαρρεύσει στη φύση. Οι ποσότητες που θα εκλυθούν στη φύση επιτρέπουν στον πληθυσμό που ζει γύρω από τον αντιδραστήρα, κοντά στη μικρή πόλη Κανταράκ, να παραμείνει ήρεμος και να συνεχίσει τις δραστηριότητές του».
Το πιο μεγάλο πρόβλημα, όμως, του πρότζεκτ για την ώρα είναι το τεράστιο κόστος του: σήμερα υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που είναι τρεις φορές υψηλότερο από τις εκτιμήσεις που είχαν γίνει το 2006.
«Το πρόβλημα δεν είναι το κόστος, αλλά η ποσότητα της ενέργειας που θα παράγεται. Ειλικρινά, πιστεύω ότι παρά το κόστος, που είναι πραγματικά πολύ υψηλό, η ποσότητα της παραγόμενης ενέργειας σε βάθος χρόνου, δικαιολογεί την αρχική επένδυση», επεσήμανε ο Μπιγκό.
Ανταγωνιστές
Ανάλογη προσπάθεια ξεκίνησε και στις ΗΠΑ με το ΜΙΤ της Βοστώνης να συνεργάζεται με τη νέα ιδιωτική αμερικανική εταιρεία Commonwealth Fusion Systems-CFS (τεχνοβλαστό και αυτή του ΜΙΤ), προκειμένου σε 15 χρόνια να έχει αναπτυχθεί η τεχνολογία για την παραγωγή ενέργειας από πυρηνική σύντηξη, την ενέργεια του Ήλιου και των άλλων άστρων. Είναι ένα όνειρο δεκαετιών, που τώρα φαίνεται να έρχεται πιο κοντά στην υλοποίησή του.
Στόχος είναι μέχρι το 2035 να κατασκευαστεί το πρώτο πιλοτικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, που θα χρησιμοποιεί την πυρηνική σύντηξη, προκειμένου να παράγει απεριόριστη «καθαρή» ενέργεια, που δεν απαιτεί καύση και δεν θα μολύνει το περιβάλλον.
Η συμμαχία ΜΙΤ-CFS, που έχει ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση 50 εκατομμυρίων δολαρίων έως τώρα από την ιταλική ενεργειακή εταιρεία ΕΝΙ, θα αξιοποιήσει μια νέα γενιά ισχυρότερων υπεραγωγών υψηλής θερμοκρασίας που θα δημιουργούν ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο, το οποίο θα συγκρατεί αιωρούμενο το καυτό πλάσμα «καυσίμου» (υδρογόνου) στην καρδιά του θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα.
Αυτό θα επιτρέψει στον αντιδραστήρα, τον SPARC, να είναι πολύ μικρότερος σε όγκο σε σχέση με τον αντιδραστήρα τού ITER (μόλις το ένα εξηκοστό πέμπτο), καθώς επίσης φθηνότερος και πιο εύχρηστος. Συνολικά, με βάση τα αμερικανικά σχέδια, η υπό ανάπτυξη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνική σύντηξη θα είναι μόνο το ένα πέμπτο σε μέγεθος σε σχέση με την αντίστοιχη σχεδιαζόμενη μονάδα του ITER – και αυτό θα αποτελεί μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα, όταν φθάσει η στιγμή της εμπορικής αξιοποίησης.
Ο ITER αναμένεται να έχει λειτουργήσει έως το 2035, ενώ ο SPARC νωρίτερα. Κατά κάποιον τρόπο, ξεκινά μια κούρσα ανταγωνισμού ανάμεσα στους δύο αντιδραστήρες. Μια άλλη βρετανική εταιρεία, η Tokamak Energy, προσπαθεί επίσης να αναπτύξει μια παρόμοια τεχνολογία, αξιοποιώντας και αυτή τους νέους υπεραγωγούς, όμως το εγχείρημα του ΜΙΤ θεωρείται πιο προχωρημένο.
Μετά τον εφιάλτη της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, αλλά και του Τσέρνομπιλ, η ανθρωπότητα ελπίζει να ζήσει σε ένα καθαρό περιβάλλον και με καθαρή ενέργεια.