ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑ: ΤΖΟΡΤΖ ΤΣΟΥΝΗΣ.
Ο Γιώργος Τσούνης είναι η προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου και η ιστορία του αποτελεί μια εντυπωσιακή ιστορία επιτυχίας
Πολυτεχνείο 47 χρόνια μετά και η Ελευθερία μπαίνει στον μύλο της Υγείας. Το ψωμί παραμένει ζητούμενο. Και η Παιδεία αναζητά τον δρόμο της μέσα από εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, υποχρηματοδοτούμενες δομές, αντιφάσεις και φασιστικές συμπεριφορές.
Όλο το νόημα των αγώνων, όλο το πνεύμα της αντίστασης και το φρόνημα της νεανικής εξέγερσης εκείνων των ημερών κλεισμένο σε ένα σύνθημα: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Διαχρονικό και επίκαιρο, πανανθρώπινο και εθνικό, γενικευμένο ζητούμενο αλλά και ύψιστο ατομικό δικαίωμα, δονούσε και δονεί ακόμα, αγγίζοντας τις πιο ευαίσθητες χορδές.
Έγινε ταυτόσημο με το αντιδικτατορικό κίνημα και τη θυσία του Πολυτεχνείου, όμως προϋπήρχε από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήδη, τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα του. «Ψωμί και ελευθερία», φώναζαν στο Παρίσι πριν από την πτώση της Βαστίλης, συνδέοντας από τη μία το υπέρτατο αγαθό μιας ανθρώπινης ύπαρξης, το να ζει και να εκφράζεται χωρίς φόβο, και από την άλλη το αναγκαίο για την επιβίωσή της, το δικαίωμα της πρόσβασης στην τροφή. Ήταν τότε που η εκτόξευση των τιμών στα δημητριακά λόγω της σιτοδείας στην Ευρώπη έσπρωχνε στη λιμοκτονία τις πλατιές μάζες της κοινωνίας.
Το να σου λείπει το ψωμί, τα μακαρόνια, το κοτόπουλο, το να αδυνατείς να πληρώσεις το ρεύμα σου, το να μη ζεσταίνεσαι επαρκώς τις κρύες ημέρες του χειμώνα, το να προχωράς στην αυτοκτονία επειδή ενώ είσαι αξιοπρεπής δεν μπορείς να πληρώσεις τα χρέη σου, όλες αυτές οι απάνθρωπες καταστάσεις συνεχίζουν και συμβαίνουν σε όλον τον πλανήτη. Συμβαίνουν σε μεγάλες μερίδες των πολιτών τόσο στα πλούσια και προηγμένα κράτη της Δύσης, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο ότι στο τέλος του 2020, πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι θα ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, με διαθέσιμο μόλις 1,9 δολάρια ανά μέρα. Στη Μέκκα του καπιταλισμού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, η πενία αυξήθηκε το τελευταίο εξάμηνο κατά 1,7%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρουσιάζεται ως ο κληροδότης των μεγάλων ανατροπών προς όφελος του ανθρώπου, πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άστεγοι και αδυνατούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους καθημερινά. Για τα αναπτυσσόμενα κράτη, ας μη συζητάμε καλύτερα… Νίγηρας, Σουδάν, Μπουρούντι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Γκάμπια, στις περισσότερες χώρες της Αφρικής η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων τους, από 60 έως 80%, ζουν περίπου με ένα δολάριο την ημέρα, και στις περισσότερες περιπτώσεις υπό συνθήκες εμφυλίων ή διασυνοριακών πολέμων, σε τυραννικά καθεστώτα, με καταπάτηση κάθε έννοιας ανθρωπίνου δικαιώματος, δικαιώματος παιδιού ή γυναίκας…
Η Ελλάδα, πριν προλάβει να εξέλθει από μια δεκαετή οικονομική κρίση, ξανάπεσε σε αυτήν ελέω COVID-19. Πιθανώς να μην εξήλθαμε ποτέ από την κρίση, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι οικονομικοί δείκτες που παρουσίασαν ελαφρά ανάκαμψη τη διετία 2017-19 (αύξηση ΑΕΠ, μείωση ιδιωτικού χρέους, ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών) ήταν σχετικά επίπλαστοι, προϊόν εξωγενών παραγόντων και λιγότερο μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής προοπτικής. Ιδίως, όμως, οι δείκτες που αφορούν ανθρώπους, τον τρόπο διαβίωσής τους και τις οικονομικές δυνατότητές τους, τα πράγματα παραμένουν δύσκολα. Το ψωμί παραμένει ζητούμενο…
Σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, το ένα τρίτο των ανθρώπων στην Ελλάδα ζουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας προμηθεύονται το καθημερινό φαγητό τους από τα συσσίτια, καθώς η νέα εκτόξευση της ανεργίας λόγω πανδημίας –με το φαινόμενο να είναι σε εξέλιξη και με τους πάντες να τρέμουν για το αποτύπωμά της στην επόμενη ημέρα– διέλυσε τις προσπάθειες της τελευταίας 4ετίας για βελτίωση των δεικτών της απασχόλησης.
Το εισόδημα ενός νοικοκυριού ενός ατόμου που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας το 2018 ήταν 4.718 ευρώ ετησίως. Για μια οικογένεια (δύο άτομα συν δύο παιδιά κάτω των 14 ετών), ανέρχεται σε 9.908 ευρώ. Το 2012, τα ποσά αντίστοιχα ήταν 5.708 ευρώ και 11.986 ευρώ. Στην αρχή της κρίσης, το 2008, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 22.560 ευρώ. Το 2012 μειώθηκε σε 17.240 ευρώ και το 2013 σε 16.690 ευρώ, ενώ το 2018 ανέβηκε σε 17.790 ευρώ. Η Ελλάδα έχασε σχεδόν το 25% του ΑΕΠ της κατά τη διάρκεια της κρίσης, πολύ μακριά από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, στο τέλος του 2019 είχαμε 1.064.526 άνεργους εκ των οποίων οι μισοί ήταν άνεργοι για περισσότερο από 12 μήνες. Οι μακροχρόνια άνεργοι, ιδίως οι μεγάλες ηλικίες, έχουν λιγότερο από 30% πιθανότητα να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας.
Από τα στοιχεία που παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο το ελληνικό, βάσει ερευνών που διενεργήθηκαν τα δύο τελευταία έτη, σχεδόν το μισό εισόδημα ενός ελληνικού νοικοκυριού (44%) πηγαίνει σε λογαριασμού και φόρους! Το 14% δαπανάται για ενοίκια, ενώ το 10% του πληθυσμού δαπανά περισσότερο από το 100% του εισοδήματός του. Ουσιαστικά δηλαδή δανείζεται ή ξοδεύει από αποταμιεύσεις που είχε. (Στοιχεία Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδας.)
Πάνω από 750.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μισθό κάτω των 500 ευρώ, περισσότερα από 450.000 άτομα πήραν τρόφιμα από το ΤΕΒΑ, πάνω από 80.000 άτομα στηρίχτηκαν από κοινωνικά παντοπωλεία και περισσότερα από 800.000 άτομα δηλώνουν μηδενικό εισόδημα.
Στη ζοφερή πραγματικότητα που δείχνει η έρευνα του Ελληνικού Δικτύου, προστίθεται και αυτή των ΜμΕ, που παρουσίασε στο greekschannel ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς: «Δύο στις 10 επιχειρήσεις (21,1%) δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό το προσωπικό τους να μειωθεί το επόμενο εξάμηνο, ενώ μόλις το 5% δήλωσε πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις. Εκτιμάται, με βάση τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα, πως μέχρι το τέλος του έτους κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 190.000 θέσεις εργασίας. Μία στις 3 (33,9%) επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους το επόμενο διάστημα. Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (37,2%) δήλωσαν ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Μία στις 3 επιχειρήσεις (33,4%) δήλωσε ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις».
Με επισφαλή θέση εργασίας ή άνεργος, ακάλυπτος ασφαλιστικά και με σχεδόν μηδαμινές προοπτικές βελτίωσης της θέσης του στο άμεσο μέλλον, πορεύεται ο Έλληνας που βρίσκεται ακόμα σε παραγωγική ηλικία.
Και η νέα; Ο νέος; Αυτοί που φοιτούν ή μόλις ολοκλήρωσαν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους; Αυτός ή αυτή που μόλις άνοιξαν τα φτερά τους για μια επαγγελματική καριέρα και που στα αυτιά τους ηχούν ακόμα τα λόγια των δασκάλων; Αυτοί που θα μπορούσαν να είναι η σημερινή γενιά του Πολυτεχνείου, αν βγουν και φωνάξουν για Ψωμί και Παιδεία και Ελευθερία, τι απαντήσεις θα μπορούσαν να πάρουν;
Το τρίπτυχο του συνθήματος Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία δοκιμάστηκε άγρια στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Πέρασε από σαράντα κύματα για να φτάσει τώρα να γίνεται με μια ψυχρή οθόνη υπολογιστή, ή για τους φτωχότερους μαθητές με ένα… τηλέφωνο. Τι έφταιξε και πήγαν όλα στραβά αυτά τα χρόνια;
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι η σταθερά χαμηλή χρηματοδότηση της Παιδείας από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και η ατολμία των κυβερνήσεων να προωθήσουν τολμηρές αλλαγές που ήταν επιβεβλημένες στις σύγχρονες εποχές.
«H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Αυτή είναι η επιταγή του ελληνικού Συντάγματος στο άρθρο 16, παράγραφος 2. Δηλαδή, η πολιτεία πρέπει να φροντίζει να διαμορφώσει ολοκληρωμένους πολίτες, με ηθικές, πνευματικές, και επαγγελματικές αρχές, που στηρίζονται στην καλή σωματική διάπλαση, καθώς και στην εθνική και θρησκευτική συνείδηση, ώστε να αισθάνονται ελεύθεροι.
Πόσο το πέτυχε αυτό; Όλοι γνωρίζουμε την απάντηση: Ελάχιστα. Από τη μεταπολίτευση και μετά, η εναλλαγή στη διακυβέρνηση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οδήγησε σε συνεχείς αλλαγές με νόμους και νομοσχέδια, που δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από την εκπαιδευτική κοινότητα όλων των βαθμίδων. Το ίδιο επεχείρησε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι αλλαγές Γαβρόγλου δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Και εδώ υπήρξε αντίδραση από συνδικαλιστικά σωματεία και ενώσεις.
Κατά κανόνα οι μεγαλύτερες αντιδράσεις προέρχονται από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού εκεί σημειώνονται οι περισσότερες προσπάθειες για αλλαγές. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε από τον χώρο της Παιδείας (μαθητές, γονείς, καθηγητές) οι κυβερνήσεις παραδοσιακά αντλούν μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων τους.
Γιατί όμως αντιδρούν έντονα οι εκπαιδευτικοί σε κάθε μεταρρύθμιση; Βλέπουν μόνο το συντεχνιακό τους συμφέρον; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό το ήξεραν οι Γεώργιος Παπανδρέου και Ευάγγελος Παπανούτσος στη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη μεταπολεμική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έγινε το 1964.
Όπως έλεγαν, μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμπαράσταση και τον ενθουσιασμό των εκπαιδευτικών. Έτσι, το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν, ήταν να κερδίσουν την καρδιά και την αφοσίωση για τις προτεινόμενες αλλαγές.
Άλλο παράδοξο στη χώρα μας είναι ότι οι περισσότερες αλλαγές έμειναν στη θεωρία και δεν προχώρησαν στην πράξη, είτε λόγω αντιδράσεων, είτε λόγω ατολμίας των κυβερνήσεων.
Η ανάγκη για αλλαγές στην Παιδεία έγινε επιτακτική από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του’80, όταν οι μαθητές αυξήθηκαν εντυπωσιακά, με την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση, ενώ άλλαζαν τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα των οικογενειών τους. Το 1960 σε κάθε 10 μαθητές που ξεκινούσαν το Δημοτικό μόνο το 1,5 τελείωνε το Γυμνάσιο.
Το 1970 το σύνολο των μαθητών της χώρας ήταν 436.494. Το 1980 686.523, και το 1990 ήταν 803.821. Από τις αρχές τη δεκαετίας του ’90 μπαίνουν στην εκπαίδευση και τα παιδιά των μεταναστών, κυρίως των Αλβανών.
Ωστόσο, ποια είναι η Παιδεία που προσφέρεται στα παιδιά; Μια «κονσέρβα» με σκοπό να φτάσουν τα παιδιά στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η βαθμοθηρία έγινε αυτοσκοπός για γονείς, μαθητές αλλά και μερίδα εκπαιδευτικών. Παράλληλα, αναπτύχθηκε υπέρμετρα το σύστημα των φροντιστηρίων και της Παραπαιδείας.
Την κατάσταση αυτή συντηρεί το σταθερά χαμηλό ποσοστό χρηματοδότησης της εκπαίδευσης. Από το «ουτοπικό» ποσοστό του 15% που ζητούσαν οι διαδηλωτές της δεκαετίας του ’60 και το «ρεαλιστικό» 5% του ΠΑΣΟΚ, σήμερα (στοιχεία του 2019) οι δαπάνες για την Παιδεία έφτασαν το 3,9% του ΑΕΠ, αισθητά χαμηλότερες σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά και χαμηλότερες εν συγκρίσει με το 2009 όταν είχαμε 4,1% του ΑΕΠ.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν γιατί η Ελλάδα βαδίζει σε λάθος δρόμο. Το 2000, το 24% των ατόμων ηλικίας 25 έως 34 ετών στην Ελλάδα κατείχε πτυχίο πανεπιστημίου ή ΤΕΙ. Έκτοτε το ποσοστό αυξάνεται και φθάνει στο 26% το 2005 και το 31% το 2010. Όμως, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, η αύξηση όσων έχουν πτυχίο ΑΕΙ εκτινάχθηκε και έφθασε το 2016 στο 41% επί του συνόλου των ατόμων 25-34 ετών.
Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών εγγεγραμμένων σε προπτυχιακά προγράμματα στην ΕΕ (86% έναντι του μέσου όρου 60% στην ΕΕ). Στο μεταπτυχιακό επίπεδο, όμως, το ποσοστό είναι μόνο 10% (μέσος όρος της ΕΕ: 29%), καθώς πολλοί φοιτητές φεύγουν από τη χώρα για μεταπτυχιακές σπουδές.
Το 2019 το 43,1% των ενήλικων ατόμων ηλικίας 30-34 ετών είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο 40,3% της ΕΕ-27.
Το ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των πρόσφατων αποφοίτων (20-34 ετών) ήταν 64,2% το 2019, το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (μέσος όρος της ΕΕ 85%).
Το ποσοστό των ενηλίκων που συμμετέχουν στη μάθηση μειώθηκε από 4,5% το 2018 σε 3,9% το 2019 (μέσος όρος της ΕΕ: 10,8%).
Το ποσοστό των ενηλίκων χαμηλής ειδίκευσης που συμμετέχουν στη μάθηση (μόλις 0,8%) είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη (μέσος όρος της ΕΕ: 4,3%).
Στα βασικά συμπεράσματα παρατηρούμε τα εξής:
• H λυκειακή εκπαίδευση είναι υποβαθμισμένη, ιδιαίτερα στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου, όπου η κύρια προσπάθεια των μαθητών στρέφεται στα φροντιστηριακά μαθήματα με σκοπό την εισαγωγή στα ΑΕΙ.
• Η επαγγελματική εκπαίδευση είναι εξαιρετικά υποβαθμισμένη, και πολλά από τα διδασκόμενα αντικείμενα μικρή μόνο σχέση έχουν με ειδικότητες που πραγματικά ζητούνται στην αγορά εργασίας.
• Οι Έλληνες που βρίσκονται σε εργασιακή ηλικία εμφανίζονται σε όχι ιδιαίτερα ευνοϊκές θέσεις σε διεθνείς κατατάξεις δεξιοτήτων. Για παράδειγμα, στο πρόγραμμα PIAAC του ΟΟΣΑ που εξετάζει τις δεξιότητες ανάγνωσης, αρίθμησης και επίλυσης προβλημάτων σε προηγμένο τεχνολογικό περιβάλλον ατόμων ηλικίας 16-65 ετών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση.
Η ελλιπής χρηματοδότηση έχει αντίκτυπο στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στη στελέχωσή τους με αξιόλογο προσωπικό στην έρευνα αλλά και στην εν γένει λειτουργία τους. Επίσης διάφορα άλυτα θέματα, που έχουν να κάνουν με το άσυλο, την κομματικοκρατία, τα συγγράμματα, τη στέγη και τη σίτιση, κάνουν θολό το τοπίο των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, παρατηρούμε ότι αλλάζουν οι επιλογές των μαθητών, που προσανατολίζονται πλέον σε πιο «σίγουρες» σχολές (στρατός, αστυνομία, νηπιαγωγοί, πυροσβεστική). Σχολές με αβέβαιο μέλλον κυρίως στα ΤΕΙ εγκαταλείπονται νωρίς. Άλλοι φοιτητές αργούν να τελειώσουν τη σχολή, καθώς δεν βλέπουν κάποια προοπτική.
Η αναβάθμιση και ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης αποτέλεσε βασική μέριμνα των περισσότερων κρατών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην Ελλάδα η σπουδαιότερη μεταπολεμική μεταρρύθμιση έγινε το 1964 από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του υπουργού Παιδείας Ευάγγελου Παπανούτσου. Τα κυριότερα σημεία της ήταν τα εξής:
. Διαίρεση της Δευτεροβάθμιας (Μέσης) Εκπαίδευσης σε δύο αυτοτελείς κύκλους: Γυμνάσιο (τριετές), Λύκειο (τριετές). Καθιερώνεται η 9ετής υποχρεωτική εκπαίδευση.
. Κατάργηση όλων των εκπαιδευτικών τελών.
. Δωρεάν διανομή των βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
. Διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων από δόκιμες μεταφράσεις (Γυμνάσιο).
. Ισοτιμία της Δημοτικής γλώσσας με την καθαρεύουσα στον χώρο της εκπαίδευσης.
. Νέος τρόπος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η ευθύνη της διεξαγωγής έφυγε από τα Πανεπιστήμια και περιήλθε στο Υπουργείο Παιδείας.
. Ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως επιτελικό και Συμβουλευτικό Όργανο του Υπουργείου Παιδείας.
Η μεταρρύθμιση αυτή δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, καθώς ακολούθησαν οι βραχύβιες κυβερνήσεις και τελικά η χούντα των συνταγματαρχών που την κατήργησε.
Επανήλθε πανηγυρικά όμως από την κυβέρνηση Καραμανλή που την επανέφερε με μικρές προσθήκες, Άλλωστε ο ίδιος είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Ευάγγελο Παπανούτσο και έλεγε συχνά στους συνεργάτες του: «Ό,τι πει ο Δάσκαλος».
Αλλά και ο Ανδρέας Παπανδρέου διατήρησε τον βασικό κορμό της μεταρρύθμισης αυτής, με την προσθήκη μικροαλλαγών, εξασφαλίζοντας μια εκπαιδευτική ειρήνη μερικών χρόνων.
Η ειρήνη αυτή διασαλεύτηκε βίαια στο τέλος του 1990 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον υπουργό Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλο. Οι οπισθοδρομικές και φορομπηχτικές εξαγγελίες του, έβγαλαν όλο τον κόσμο στους δρόμους. Σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων τα περισσότερα σχολεία της χώρας τελούσαν υπό κατάληψη.
Τον Ιανουάριο του 1991 δολοφονήθηκε από τον ΟΝΝΕδίτη Γ. Καλαμπόκα ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας και ο Β. Κοντογιαννόπουλος παραιτήθηκε. Τη θέση του ανέλαβε ο Γ. Σουφλιάς που επιχείρησε να εφαρμόσει ένα σύστημα αξιολόγησης των Πανεπιστημίων, μια προσπάθεια η οποία ναυάγησε λόγω άρνησης των Πρυτάνεων να δεχτούν την ιδέα αυτή.
Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια Γεράσιμου Αρσένη το 1997/98, θεωρήθηκε τολμηρή αλλά πολεμήθηκε άγρια από συνδικάτα εκπαιδευτικών, κόμματα, μαθητές, όταν προσπάθησε να επιλύσει χρόνια και δυσεπίλυτα θέματα (κατάργηση δεσμών και νέο σύστημα εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, κατάργηση επετηρίδας, διά βίου εκπαίδευση, αξιολόγηση, σχολική γνώση, σχολικές βιβλιοθήκες, παιδαγωγική προετοιμασία καθηγητών).
Ωστόσο, η εφαρμογή κάποιων από τα νέα μέτρα (διορισμοί εκπαιδευτικών μέσω ΑΣΕΠ) άρχισε έστω και μετ’ εμποδίων. Αντίθετα, άλλες καινοτόμες προβλέψεις της μεταρρύθμισης Αρσένη, όπως το πιστοποιητικό παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας ή το τεστ δεξιοτήτων, «ξεχάστηκαν» από τον διάδοχό του Πέτρο Ευθυμίου.
Το 2011 ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου (του νεότερου) ήταν ο νόμος της Άννας Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ (ν. 4009/2011). Μεταξύ άλλων προέβλεπε τριετή φοίτηση, κατάργηση του ασύλου, δημιουργία επιτροπών αξιολόγησης, κατάργηση του θεσμού της πρυτανείας, αυστηρός έλεγχος του χρόνου φοίτησης κ.ά.
Ο νόμος ψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, κάτι που έγινε για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά, ενώ βρήκε θετική ανταπόκριση σε μεγάλη μερίδα πολιτών, καθηγητών πανεπιστημίων κ.ά. Αντίθετα, δέχτηκε έντονη κριτική από τις περισσότερες πρυτανείες των ΑΕΙ και φοιτητές.
Η ρήξη μεταξύ καθηγητών, υπουργείου και φοιτητών οδήγησε σε μαζικές καταλήψεις στα πανεπιστήμια τον Σεπτέμβριο του 2011. Επικράτησε ένα χαοτικό εξάμηνο, ακολούθησε η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Παπαδήμο, και τη θέση του Υπουργού Παιδείας ανέλαβε στις 6 Μαρτίου 2012 ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, ο οποίος αποφάσισε μόλις μερικές ημέρες μετά την υπουργοποίησή του να αναστείλει την εφαρμογή του νόμου των ΑΕΙ, λέγοντας ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί από το επόμενο έτος. Η συγκεκριμένη κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση τόσο του πολιτικού αλλά και του πανεπιστημιακού χώρου.
Η θητεία της Νίκης Κεραμέως συνέπεσε με την πανδημία και την καραντίνα, αλλά ήδη πρόλαβε να προκαλέσει τις οργίλες αντιδράσεις του εκπαιδευτικού κόσμου με τις αλλεπάλληλες γκάφες της.
Με τρόμαξε η βραδινή εικόνα. Μια εικόνα ακινησίας, ανάμεικτης με φόβο. Σώπασαν όλα. Και η δεκαοχτούρα ακόμη, η τσαπερδόνα. Και τα σκυλιά τ’ αδέσποτα δεν φάνηκαν απόψε. Σκεπάστηκε η νύχτα μ’ ένα πέπλο μαύρης σιωπής. Και η σκοτεινιά, φάνηκε θεριό ολόκληρο, μαύρος ιππότης, έτοιμος να καταπιεί τα όνειρά μας. Και η σκοτεινιά παραπανίσια για όσους φεύγουν μόνοι ή μάχονται να κρατηθούν στη ζωή. Κι αυξάνονται καθημερινά.
«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», από το 1973 μέχρι σήμερα. Το σύνθημα του Πολυτεχνείου ζωντανό και τόσο ξένο με την εποχή. Με πρωθυπουργική ρίγα, για να μην πάει κανείς. Αν πάει, θα φταίει. Αν αφήσει ένα λουλούδι, πάλι θα φταίει. Ελευθερία, ναι, που μοιάζει με σενάριο βγαλμένο από βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ, από τούτο το μοιραίο και προφητικό «1984». Μόνο που τώρα οι μάσκες είναι παντού, με τον φόβο του αγγίγματος.
Τα μάτια σχεδόν αόρατα. Κρύβονται πίσω από μάσκες, θολώνουν τα γυαλιά. Γελούν ώρες-ώρες τα μάτια μηχανικά. Ντρέπονται, που τρομάζουν, μην ακουμπήσει κάποιος το κορμί, καθώς περνά από δίπλα. Ντρέπονται που η αγάπη έγινε φόβος, και το χάδι απολυμαίνεται.
Ο φόβος, την ώρα, που κάποιος θα βήξει, που μπορεί ακόμη και να φτερνιστεί. Χάθηκε η παρηγοριά της αγκαλιάς. Πνίγηκε σε ορμητικό ποτάμι, υπάρχει μόνο σε φωτογραφίες του παρελθόντος και σε κρυφές στιγμές του παρόντος. Η ελευθερία του αγκαλιάσματος.
Κι ο έρωτας; Να χαθεί, να σβήσει; Άκυρος είναι ο αστεφάνωτος, σακατεμένος ο κρυφός, ο παράνομος, δίχως παπάδες και χαρτιά και τζίφρες από δημάρχους. Το δεύτερο απαγορευτικό της Ελευθερίας πάλι στην καρδιά στοχεύει. Τούτο χειρότερο από το πρώτο, το τάχατες πετυχημένο.
Κι άλλη σουβλιά, που έριξε τούτος ο καθηγητής, να μην αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας. Να ξεχάσουμε πως είναι σπλάχνα μας. Σκάσε πια, κύριε καθηγητά. Σκάσε και μη μιλάς. Λέξη μην πεις. Ποια ελευθερία λοιπόν, αν δεν μπορείς ν’ αγκαλιάσεις το παιδί που γέννησες, που είναι η ψυχή σου; Σκάσε κι εσύ, επιστημόνισσα της μαύρης συμφοράς, που στις εκκλησιές δεν κολλάει. Γιατί δεν είσαι επιστήμονας, πια, νούμερο σκέτο είσαι. Βούλωσέ το. Δεν έχεις δικαίωμα να παίζεις με τις ζωές των ηλικιωμένων, που έφυγαν μόνοι και μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Σκάστε, με τα πρωτόκολλά σας, που τόσοι άνθρωποι έχουν κολλήσει κι εσείς ακόμη μάχεστε μεταξύ σας για την πρωτοκαθεδρία. Ακόμη και βρέφη πια θετικά. Τι ελευθερία είναι αυτή; Να κολλάει ο ιός όπου σας βολεύει;
Μικρή, όταν μάθαινα για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, που έβαλαν την ελευθερία τους πάνω από τα τανκς, σκεφτόμουν πως δεν έζησα μαζί τους, δεν πήρα την αύρα τους, την αίσθηση της ελευθερίας, δεν ένιωσα κάτι από το δικό τους ξέσπασμα ψυχής. Και τους καμάρωνα, για την αποκοτιά, για τον ήλιο στα μαλλιά. Κι ας μην πήραν όλοι τον ίδιο δρόμο, γιατί δεν είχαν όλοι ίδια πατήματα, κι ας πρόσβαλλαν μερικοί τα νιάτα τους. Για ένα λεπτό στην ιστορία της Ανθρωπότητας υψώθηκαν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Κάποιοι έπεσαν γρήγορα από το βάθρο. Κάποιοι δεν θα έπρεπε να μπουν ποτέ. Κάποιοι αδίκησαν τον εαυτό τους στο πλήρωμα του χρόνου. Μα, μερικοί, ακόμη κι αν μπλέχτηκαν με την πολιτική, με τη δημοσιογραφία, με χίλια δυο, δεν πούλησαν τον εαυτό τους. Μια άκρη της νιότης την κουβαλούν πάνω τους. Κι η λάμψη, η αληθινή, δεν φεύγει. Ένιωσα λίγο πιο τυχερή από άλλους της γενιάς μου, που είχα την τύχη, την Ιστορία της Ελευθερίας να τη δω ατόφια χρυσαφένια να ξεδιπλώνεται ολοζώντανη μπροστά μου.
Μα, να που έρχεται τούτο εδώ το Πολυτεχνείο του 2020 και μοιάζει τόσο θολό, τόσο πικραμένο από το όνειρο της ελευθερίας. Με την κυβέρνηση να μας κλείνει μέσα από τις 9 το βράδυ, για το καλό μας, θαρρείς κι έχουμε χούντα ή γερμανική κατοχή, λογαριάζοντας πάντα τις δικές μας ευθύνες, αλλά αφαιρώντας τις δικές της. Κόλλησε η βελόνα στην ατομική ευθύνη.
Καταργεί το άσυλο, ξεβρακώνει πολίτες, καθιερώνει δεκάωρη εργασία, ανοιγοκλείνει όποτε θέλει τα περίπτερα, τα μαγαζάκια της γειτονιάς, κόβει και ράβει από τους καταλόγους τα επαγγέλματα, ξεχνά τους ανθρώπους της τέχνης. Και ναι, βγάζει νέα διαγγέλματα ο Πρωθυπουργός, που φτωχοποιεί ανθρώπους, για να βγουν οι αλγόριθμοι στις ΜΕΘ, που και 5.000 ακόμη να ’ταν, λέει. δεν θα έφταναν. Πλημμύρισε η Βουλή αλαζονεία και ανευθυνότητα. Κι αυτή η Θεσσαλονίκη, η μάνα του κεφιού, η μπριόζα, που δεν κατάλαβε, να πληρώνει πιο βαρύ το τίμημα.
Κι από την άλλη όψη, η γκρίζα, η μαύρη, η δύσκολη, με τις λευκές τις μπλούζες, οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι διοικητικοί των νοσοκομείων, οι κοπέλες στα σούπερ μάρκετ, οι εργαζόμενοι στα βενζινάδικα, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι καθαρίστριες, οι διανομείς, που τρέχουν το τελευταίο μίλι. Όλα τούτα τα πλάσματα, που μας κρατούν ζωντανούς με την ύπαρξή τους, μ’ ένα χαμόγελο, με τον δικό τους φόβο, για να δουλέψουν για ψιλολόγια και να μην πάρουμε κι εμείς τα βουνά. Κι οι άδειοι δρόμοι, οι ήσυχοι, να φαντάζουν σκιά τής άλλοτε ζωντανής πόλης.
Τι σόι ελευθερία είναι άραγε, όταν ακόμη και στη δουλειά σου, δεν ξέρεις πώς θα πας, αν θα πας ή αν θα έχεις δουλειά; Κι αν έχεις δουλειά, να φοβάσαι μην κολλήσεις; Κι αν αυτή η δουλειά σού παρέχει ψίχουλα; Αν σου φράζουν το μεροκάματο, αλλά ούτε μπορείς να διαμαρτυρηθείς, με τους νέους νόμους, κομμένους και ραμμένους για τις απεργίες και τις διαδηλώσεις; Μη μιλήσεις για Ελευθερία φέτος, φωνάζει μία φωνή μέσα μου. Μη μιλήσεις για Ελευθερία, πρωτεύει η Υγεία. Μα, πνίγομαι.
Και μπαίνεις σ’ ένα σαρδελοκούτι, που το λένε μέσο μαζικής μεταφοράς. Και αν μπει η γερόντισσα δεν κολλάει, μα κοντά στο εγγόνι της κολλάει. Δεν είναι ο κορωνοϊός το στενό κουστούμι μόνο για την ελευθερία. Είναι η διαχείρισή του, η τρομοκρατία του, τα νομοθετικά εκτρώματα της εργασιακής αρένας κι ο φόβος του θανάτου. Είναι τα δυο μέτρα και δυο σταθμά.
Ποια δημοκρατική εκλεγμένη κυβέρνηση φέρνει διαρκώς νέες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου, κουνώντας το δάχτυλο, μόλις τολμήσει η κριτική; Ορέγεται ακόμη κι αυτό το πενιχρό δώρο των εργαζομένων, που αποζητούν να πάρουν κατιτίς στα παιδιά τους; Γέμισε η ψυχή σκοτεινιά. Φόβο αρρώστιας και διαχείρισης της αρρώστιας. Γέμισε από καθηγητές, που δεν εξήγησαν πώς οι αλουμινάδες βρέθηκαν να κάνουν μάσκες και σκόιλ ελικίκου και δωρεάν πλατφόρμες, που όλο πέφτουν.
Τι σόι ελευθερία είναι άραγε να φοβούνται τα παιδιά ν’ αγγίξουν τους παππούδες κι οι παππούδες ν’ αγγίξουν τα παιδιά; Μοιάζει ειρωνικό να φεύγει ένας άνθρωπος, δίχως αποχαιρετισμό. Πόση ελευθερία έχει να μην μπορείς να αποχαιρετήσεις τους δικούς σου ανθρώπους μήτε από μακριά; Δίχως χάδι, χωρίς λόγο παρηγοριάς, χωρίς μια αγκαλιά. Να φεύγουν μόνοι και να κηδεύονται μόνοι σαν το σκυλί στο αμπέλι. Και τα τεστ, μόνο για όσους έχουν και κατέχουν. Ποια ελευθερία όταν το τεστ το κάνουν όσοι μπορούν;
Και στα παιδιά ακόμη. Τούτα τα τρυφερά πλάσματα, που μπαινοβγαίνουν στις αίθουσες μασκοφορεμένα και πνίγεται το γέλιο κι ο λόγος τους. Κι αυτά χωρίς τεστ. Χωρίς να μπορούν ν’ αγκαλιάσουν τα φιλαράκιά τους. Σαρδελοποιημένα μια σταλιά να έχουν ατομική ευθύνη για τη μάσκα τους, να κινδυνεύουν με δασκάλους, που έχουν ήδη προσβληθεί γιατί δεν προβλέπεται από τα πρωτόκολλα να κάτσουν σπίτι τους. Τι σόι ελευθερία είναι ένα παιδί να μην έχει δικό του υπολογιστή, για να παρακολουθήσει το σχολειό; Ν’ αγωνίζεται, για να μπαίνει σε πλατφόρμες που δεν δουλεύουν; Τι σόι ελευθερία να μην παίζουν με τους φίλους τους τα Σαββατοκύριακα;
Φόβος και για τους εφήβους, που φταίνε κι αυτοί για όλα, επειδή θέλουν να χαρούν, να ερωτευτούν, να πιουν, να πιουν μία μπίρα σ’ ένα παγκάκι, γιατί κι η έξοδος δύσκολη είναι. Ναι, τούτα τα παιδιά των 200 και των 400 ευρώ, που είδαν τους γονείς να χάνουν τις δουλειές τους, να φεύγουν, να μην τους πληρώνει το αφεντικό στην ώρα τους, και να χάνουν και το δάνειο και τα λεφτά από την πτώχευση. Τι άλλο τους έμεινε, πια, για να πληρώσουν και το 300άρι;
Ειρωνεία μοιάζει η φετινή γιορτή του Πολυτεχνείου, ετούτη τη στιγμή. Τι σόι ελευθερία είναι δίχως φαΐ, δίχως δουλειά, μ’ ένα ξεροκόμματο, με υπερωρίες απλήρωτες, με συντάξεις πείνας, με χρωστούμενα ρεύματα, νερά, τηλέφωνα, με ωράριο δουλείας; Τώρα κατάλαβε ο πρωθυπουργός, πως ο κόσμος είναι εξαρτημένος από τον μισθό του; Πως δεν του περισσεύουν χρήματα ούτε για τα καθημερινά;
Πως τα συσσίτια και τα επιδόματα δεν ήταν τόσον καιρό για πλάκα, αλλά γιατί κάποιοι τα είχαν ανάγκη για να επιβιώσουν. Τι σόι ελευθερία είναι, όταν το σπίτι είναι δυο συμπράγκαλα και τρεις κουβέρτες, και πολλά βρώμικα ρούχα, κάτω από τον αττικό ουρανό; Τι σόι ελευθερία είναι να κλείνουν τα βιβλιοπωλεία;
Πάγωσε ο κόσμος μου, ναι, μ’ εκείνο το «9 η ώρα το βράδυ» και μ’ έπνιξε η οργή και το παράπονο, για την πόλη μου, που την κατάντησαν βουβή και μαραμένη. Το είπαν τα κόμματα, το είπαν οι αρχηγοί, το είπαν οι μικροεπαγγελματίες, οι πολίτες. Και δεν είναι ο πατέρας μου ο τιμωρός, να φωνάξω, να επαναστατήσω, αχ! και πως πέρασαν τα χρόνια, πως μου χαλά το Σαββατόβραδο. Κι εγώ η υπομονετική, που φόρεσα τη μάσκα, τι να φταίω άραγε, που δεν τα έβαλαν οι κομπογιαννίτες με τα γεράκια του τουρισμού αλλά με το πόπολο; Με τους πολίτες, που σάλταραν, με τις θεωρίες συνωμοσίας; Τι σόι ελευθερία είναι αυτή;
Η ελευθερία του Μωυσή και των μεγάλων περιπάτων, που ξοδεύουν ασυλλόγιστα το κρατικό χρήμα για μιντιακή ασυλία; Φταίει ο Χατζηπετρής, ο πολίτης, ο σιχαμένος, αυτός με την ατομική του ευθύνη, ο παλιάνθρωπος. Φταίει ο μετανάστης, που δεν καθόταν στη χώρα του, αντί να έρθει εδώ, να κολλήσει τη δομή. Φταίει ο φυλακισμένος, που κάθισε στη φυλακή. Φταίει ο γέροντας, που βγήκε να πάει στη λαϊκή αγορά, γιατί δεν ξέρει να ψωνίζει με κάρτες ο ανίκανος, δεν έχει i-phone και e-banking. Αυτός ο γρουσούζης, που μας μεγάλωσε, φταίει. Σιχτίρ. Φταίει, αλλά πόσο φταίει; Εκείνος διαμορφώνει τις πολιτικές, που την επιτυχία την κάνουμε σημαία, αλλά στην αποτυχία φταίνε όλοι οι άλλοι;
Και μετά, έρχεται η ώρα που παίρνω το παιδί μου από το σχολείο και βλέπω τα «25άρια», τούτα, τα χωμένα - στριμωγμένα στις μικρές τάξεις, με τις μάσκες και στο διάλειμμα –μήτε να παίξουν μια μπάλα σε αλάνα– και μου έρχεται να γελάσω, πως στα εστιατόρια δεν επιτρέπεται ο συνωστισμός αλλά στις σχολικές αίθουσες περισσεύει. Αχ, αυτή η δημιουργική κυβερνητική αριθμητική, που βρέχει κοροϊδία και παίζει με τη νοημοσύνη μου. Αλλά διεκδικώ την ελευθερία της σκέψης.
Κι ύστερα θαρρώ μου έρχεται να κλάψω, που έκλεισαν σχεδόν όλοι οι μαγαζάτορες της γειτονιάς και δεν μπορώ να λέω ούτε μία καλημέρα. Μία τόση δα καλημέρα, στο παλικάρι, από δίπλα, όταν κάνει ένα διάλειμμα για τσιγάρο, μαζί με την άλλη κοπελιά, που τον βοηθά στην αποθήκη. Μου έρχεται να ουρλιάξω, που κάποιοι σκέφτηκαν να μη χωρούν σε ΜΕΘ ιδιωτικών κλινικών οι ανασφάλιστοι.
Δεν θα γιορταστεί το Πολυτεχνείο, να πικραίνεται τάχα ο πρωθυπουργός και να λογαριάζει ο άλλος υπουργός, που ψέκασε και τον ουρανό ακόμη, που έβγαλε επικηρύξεις, μα δεν βρήκε τον υπαρχηγό των χρυσαυγιτών; Τούτος ο σπουδαίος, που αρχίζω να πιστεύω πως ηδονίζεται να κόβει πρόστιμα αβέρτα σε γερόντια.
Ο δημοκράτης σαν την υπουργό Παιδείας, που κατάργησε το πανεπιστημιακό άσυλο κι έκανε τσίρκο τις εκλογές των εκπαιδευτικών. Σώπασαν τα καμπαναριά της ψεκασμένης χαμηλοβλεπούσας, που αν είχε λίγη τσίπα θα είχε εξαφανιστεί από προσώπου Γης, αντί να καμαρώνει σαν γυφτοσκέπαρνο στη θέση της υπουργού Παιδείας. Βαρέθηκα να λούζομαι την ανικανότητα με αξιοπρέπεια. Βαρέθηκα ν’ ανέχομαι να μη σέβονται την ταλαιπωρία ενός λαού, θεωρώντας πως λειτουργούν υπέρ του. Α, ναι, ξέχασα, το εμβόλιο θα διανεμηθεί δωρεάν. Κι έτσι οι δημοσκοπήσεις φέρνουν πάλι μπροστά την κυβέρνηση. Ναι, πέτυχε, 50 νεκροί σήμερα. Ελευθερία των μίντια.
Κι ύστερα θυμάμαι εκείνον τον διανοούμενο, τον τεράστιο Έλληνα, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ούσα πρωτοετής φοιτήτρια Κοινωνιολογίας, που ήρθε να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης για το Μάθημα Ελευθερίας. Τούτον τον πραγματικό «Άριστο», απέναντι στους γιαλαντζή, που μιλούσε για την Άμεση Δημοκρατία μπροστά σε μία απίθανη υπουργό Παιδείας, που παίζει με την υγεία, σωματική και ψυχική, των παιδιών μας και των ηλικιωμένων παππούδων μας. Η Ελευθερία και η Δημοκρατία μαζί πάνε, δοξασμένες, είναι καλές φιλενάδες, κι αρρωσταίνουν με την Αλαζονεία της εξουσίας. Πού πήγαν άραγε 47 χρόνια μετά; Κάτω από ποιες μάσκες κρύφτηκαν και δεν τις θωρώ; Ίσως τόσο ν’ απολυμάνθηκαν, που φαντάζουν αόρατες. Μάθημα Ελευθερίας, λοιπόν, το φετινό Πολυτεχνείο 2020.