Πριν από μερικές δεκαετίες το να μιλά κάποιος για πράσινη οικονομία κι οικολογική ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν «ο τρελός του χωριού». Ο παράξενος οικολόγος, ο ευαίσθητος, ο παρανοϊκός γείτονας, που ξεδιάλεγε τα σκουπίδια για ανακύκλωση. Σήμερα, το μοντέλο της πράσινης ανάπτυξης τείνει να υιοθετηθεί ακόμη κι από «σκληροπυρηνικές» οικονομικά χώρες αλλά κι από τη μέση ελληνική οικογένεια, που διεκδικεί καθαρότερο περιβάλλον. Έτσι η πανδημία COVID-19 ανέδειξε σημαντικά προβλήματα και έδωσε νέες λύσεις ως προς μια νέα τηλε-κοινωνία, η οποία βασίζεται σ΄ ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο στον συνδυασμό Πράσινης & Ψηφιακής Οικονομίας.
Η αλλαγή είναι αυτή, η οποία είναι αποδεκτή από την κοινωνία, όταν πρόκειται για την αποδοχή κονδυλίων, είναι μη διαχειρίσιμη, όταν πρόκειται για αλλαγές και προσαρμογές στην καθημερινότητά μας. Από τις πιο απλές καθημερινές συνήθειες, μέχρι τις μεγάλες δυσκολίες της διαχείρισης, του σπιτιού, της επιχείρησης, του χωραφιού, της κτηνοτροφικής μονάδας του ξενοδοχείου, χρειάζεται να βάλουμε πλάτη, για να δουλέψει ένα νέο μοντέλο, που σίγουρα θα ωφελήσει τον πλανήτη. Ο σκοπός αυτός σαφώς δεν αγιάζει τα επιχειρηματικά συμφέροντα, που αναδύονται αλλά δυνάμει μπορεί να ωφελήσει και την πατρίδα και την τσέπη μας, αρκεί να ξέρουμε που βαδίζουμε και πως πρέπει να πορευτούμε από εδώ και μπρος.
Το νέο “Green & Digital Deal”, όπως λένε οι γνωρίζοντες ούτε αθώο είναι ούτε χωρίς ταξικό περιεχόμενο και γεννά νέες εξαρτήσεις. Όσοι δεν προσαρμοστούν εγκαίρως θα υποστούν τις συνέπειες, που υφίστανται κλάδοι, που βιώνουν εποχές μετάβασης. Το παράδειγμα ορατό, με την κατάρρευση του δημοσιογραφικού κλάδου, όταν συνέβη το πέρασμα από την έντυπη δημοσιογραφία, στην ψηφιακή, οπότε κι ένα μεγάλο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας κατέρρευσε. Την ίδια στιγμή βέβαια γεννιούνται νέα επαγγέλματα ή γιγαντώνεται η ζήτηση για μηχανικούς υπολογιστών, μετεωρολόγους γνώστες της Ψηφιακής Γεωργίας, γιατρούς, που ασχολούνται με τη Ρομποτική Χειρουργική κ.ά.
Η Ελλάδα βασίζει υπό κανονικές συνθήκες άνω του 20% του ΑΕΠ της στον Τουρισμό. Μεταξύ 3-5% στη Γεωργία, την Κτηνοτροφία, την Αλιεία, τις Ιχθυοκαλλιέργειες, οι οποίες ωστόσο έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία στις θέσεις απασχόλησης, την αγροβιομηχανία και τον επισιτισμό αλλά και στη συγκράτηση του πληθυσμού της υπαίθρου. Επομένως, η χώρα οφείλει να ξανασχεδιάσει την πολιτική της, με κλειδιά την Πράσινη & Ψηφιακή Γεωργία, τον Πράσινο, Έξυπνο Τουρισμό και την Πράσινη & Έξυπνη πόλη. Στον Τουρισμό η συζήτηση έχει προχωρήσει ως προς το ξενοδοχείο κι όχι ως προς την απασχόληση, διότι είναι καθ’ οδόν η ρομποτική εξυπηρέτηση ενώ στην Ψηφιακή Γεωργία η συζήτηση παραμένει ανοιχτή και σε ό, τι αφορά στα εργατικά χέρια. Παρότι κάποιοι επιμένουν να λένε ότι η Ψηφιακή Γεωργία αφορά 10-15% των μεγαλογεωργών, που έχουν κλήρο ή μεγάλες μονάδες, η υπόθεση εργασίας αυτή καθεαυτή είναι λάθος.
Όλες οι μετρήσεις έχουν δείξει πως το κόστος παραγωγής μειώνεται κοντά στο 30%-35% (π.χ. λίπανση, ρεύμα κ.ά.) με την ορθή διαχείριση των χωραφιών και ταυτόχρονα βελτιώνεται ως πόρος και το νερό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ψηφιακή Γεωργία είναι σώνει και καλά για έναν ξεχωριστό γεωργό αλλά μπορεί να αφορά σε μία ολόκληρη περιοχή. Το παράδειγμα της έξυπνης πόλης έχουν εφαρμόσει μέχρι στιγμής οι επικεφαλής των αυτοδιοικήσεων στα Τρίκαλα και μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι θεαματικά.
Η ελληνική πολιτεία βέβαια επιμένει να λειτουργεί παλαιοκομματικά και μπακαλίστικα, προκειμένου πολλές φορές να μη χάσει αγροτικές ψήφους. Έτσι, είτε με ευθύνη της πολιτείας είτε και των ίδιων των αγροτών (γιατί υπάρχουν και παραγωγοί, που πράγματι δεν αντέχουν το κόστος) εξακολουθούμε να έχουμε σήμερα, παλαιούς στάβλους, πεπαλαιωμένα αρδευτικά δίκτυα, που έχουν απώλειες υδάτινων πόρων έως και 50% ενώ παραγωγοί, όπως οι αγελαδοτρόφοι, που θέλουν να εκσυγχρονίσουν τις μονάδες, λόγω της χαμηλής βαθμολογίας μένουν εκτός προγραμμάτων. Η παραγωγή, πράσινου τροφίμου βέβαια δεν είναι χωρίς κόστος κι ο μέσος καταναλωτής συνήθως δυσκολεύεται, παρά την θέλησή του, να το αποκτήσει.
Το «πράσινο τρόφιμο», όμως, ο «πράσινος τουρισμός», η «παραγωγή πράσινης ενέργειας» δεν είναι κάτι μακρινό. Το 2050 είναι πολύ μικρός χρόνος προσαρμογής, σε πολλά νέα δεδομένα, για μηδενικές εκπομπές άνθρακα κι ανακύκλωση, μπαταριών, υπολογιστών, υγειονομικού υλικού κ.ά. Επομένως, από τα σημαντικά πράγματα, που ειπώθηκαν στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα για την «Κλιματική Κρίση και Τεχνολογίες Πληροφοριών κι Επικοινωνιών», με διευθυντή τον αν. καθηγητή και πρώην υπουργό, Περιβάλλοντος Γιάννη Μανιάτη είναι ότι κι η Ελλάδα καλείται να μειώσει το 0,25% των παγκόσμιων ρύπων, που παράγει, αλλάζοντας το ενεργειακό της μείγμα, την παραγωγή αγαθών κι υπηρεσιών. Έτσι, η χώρα καλείται εξαρχής να χτίσει αγροτική οικονομία, η οποία είναι παραγωγική κι όχι απλώς καταναλωτική. Πρόκειται για ένα βασικό στοίχημα, που πρέπει να κερδίσει η χώρα, για ν΄ ανακάμψει από τη μαζική δεκαετή φτώχεια με τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Παραγωγή ενέργειας κι ενεργειακή φτώχεια
Έτσι, σε μια Ευρώπη που παράγει 10-11% των παγκόσμιων ρύπων κι ο γεωπολιτικός κι ενεργειακός χάρτης αλλάζει η Ελλάδα θα πρέπει βρει φόρμουλα και ν΄αυξήσει τα οικονομικά της μεγέθη και να μειώσει τα ενεργειακά κόστη. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τετραγωνίσει τον κύκλο, αυξάνοντας τα μεγέθη της, υποδομές, αγροτικά και τουριστικά προϊόντα κι υπηρεσίες, ενεργειακά προϊόντα, οδικές, θαλάσσιες κι αεροπορικές μεταφορές και ταυτόχρονα να μειώσει στο μηδέν τους ρύπους της. Είναι ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, ώστε και να μειώσει και την τωρινή ανεργία αλλά κι αυτή, που θα προκληθεί από το κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων. Ταυτόχρονα να βελτιώσει τον τομέα των κατασκευών, που μαζί με κάποιες τουριστικές μονάδες έχει κατορθώσει να δείξει πολύ γρήγορη προσαρμογή.
Τα εντυπωσιακά βήματα, που έχουν γίνει από όλες τις κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία για τη βελτίωση των ενεργειακών μεγεθών, δεν μπορούν ν΄ αποδώσουν, όσο υπάρχει το εκπαιδευτικό και κοινωνικό χάσμα πόλης – υπαίθρου αλλά και της υπαίθρου μεταξύ της. Έτσι, την ίδια στιγμή που η Αιτωλοακαρνανία, μετά την «από-καπνοποίηση» γέμισε φωτοβολταϊκά, όπως και η Βοιωτία, άλλες περιοχές έχουν μεγάλες αδυναμίες, ακόμη και για ν΄ αντέξει το δίκτυο.
Το ηλεκτρικό αυτοκίνητο κι η πραγματικότητα της παραγωγής
Η ιστορία με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και χωρίς στρατηγική για τη δημιουργία εργοστασίων, προϊόντων κι υπηρεσιών στην Ελλάδα με την υποσχετική ότι θα φτιαχτούν οι …μπαταρίες δείχνει πως η κυβέρνηση, όπως της καταλογίζουν τα κόμματα μείζονος κι ελάσσονος αντιπολίτευσης, ή δεν κατάλαβε ή δεν θέλει να καταλάβει τίποτα. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο ακόμη και για να παραχθούν… καλαμάκια ενώ οι ρήσεις Χατζηδάκη περί πόσιμου δωρεάν νερού στους εξωτερικούς χώρους, στο νομοσχέδιο για τα πλαστικά στη Βουλή είναι άνευ ουσίας, όταν ο κόσμος φοβάται, ακόμη και να πλησιάσει κοινόχρηστους χώρους λόγω του COVID-19. Και βέβαια η συζήτηση δυναμιτίστηκε και λόγω του ζητήματος της ΛΑΡΚΟ αλλά κι άλλων θεμάτων ενώ σκόνταψε η ουσία περί προϋποθέσεων, για έρευνα, κίνητρα, σχεδιασμό πάνω σε νέα υλικά. Επομένως, η ιστορία των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και των επιδοτήσεων, για λίγους κι εκλεκτούς, είναι μία ωραία φιέστα, αν δεν έχει ανταλλάγματα στην ενεργειακή παραγωγή.
Η πράσινη κι η ψηφιακή οικονομία συνδυαστικά έρχονται ν΄ αλλάξουν όλη την οπτική μας, η οποία έτσι κι αλλιώς επιταχύνθηκε, λόγω της πανδημίας. Σύμφωνα με όσα έδειξε το Βαρόμετρο των Περιφερειών και των Δήμων 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κι ανέφερε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, Απόστολος Τζιτζικώστας επηρέασε κυρίως το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων, των εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνων και μερικής απασχόλησης. Δραματικές οι επιπτώσεις για τους νέους αλλά και για την απασχόληση στις περιοχές που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό όπου έως και το 40% των θέσεων εργασίας είναι σε κίνδυνο.
Από τον σχεδιασμό του «Εξοικονομώ» από τον Γιάννη Μανιάτη μέχρι την εφαρμογή του «Πράσινου Κλειδιού» στον Τουρισμό, όσο ήταν επικεφαλής στο υπουργείο Τουρισμού, η Όλγα Κεφαλογιάννη η Ελλάδα αντί να κάθεται να κοιτάζει πόσοι θα μπουν στα νέα ΕΣΠΑ, χρειάζεται να δείξει πως έχει το “know how” για να χτίσει έξυπνες πόλεις, οι οποίες δεν θα καταστρέφουν τη Γη Υψηλής Παραγωγικότητας αλλά θα δημιουργούν μέσω της 3D Τεχνολογίας νέα προϊόντα για τη βιομηχανία και τον τουρισμό. Τα προηγούμενα χρόνια οι βιομηχανικές ζώνες στήθηκαν στα περίχωρα της πόλης, χωρίς να ληφθεί καν υπόψη ο παράγοντας της εύφορης γης, με τα αποτελέσματα, που γνωρίζουμε.
Γη, που άξιζε χρυσάφι γέμισε φωτοβολταϊκά και μέρη, που είχαν ανάγκη από τη Βιομηχανία δεν δόθηκαν κίνητρα ν΄ αξιοποιηθούν. Δυστυχώς, αντί σε μία τουριστική χώρα να κάνουμε μακροχρόνιο σχεδιασμό, όπως γίνεται σε άλλους κλάδους, με φωτεινές εξαιρέσεις προσώπων, προχωράμε στην κατάσταση βλέποντας και κάνοντας. Περιοχές υποανάπτυκτες με τουριστικό έλλειμμα, αλλά με φυσικές ομορφιές θα μπορούσαν να είναι το παράδειγμα ενός νέου παραγωγικού πράσινου, ψηφιακού μοντέλου. Υπάρχει ένα κομμάτι της ελληνικής ξενοδοχίας, που έχει πολλές δυνατότητες, που θα ζήλευαν ξένοι τουριστικοί, ηγήτορες. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει στρατηγική μέθοδος και για τις μεταφορές, αφού ο όγκος των τουριστών θα γιγαντώνεται, η πανδημία κατέστρεψε την αεροπορική βιομηχανία ή μείωσε τη δυναμική του συνεδριακού τουρισμού ή των επαγγελματικών ταξιδιών λόγω των τηλεδιασκέψεων.
Επομένως, σε Ευρώπη, αφού σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στο ΠΜΣ για την Κλιματική Αλλαγή, παράγει το 10-11% των παγκόσμιων ρύπων, η Ελλάδα καλείται και να θρέψει τον κόσμο της και να κρατήσει δυνάμεις για τους μελλοντικά αυξανόμενους τουρίστες της και ταυτόχρονα να αλλάξει το ενεργειακό μείγμα, να μειώσει τις ρυπογόνες μεταφορές της. Ν΄ ανανεώσει δηλαδή τον στόλο της, να βελτιώσει τις υποδομές στα ξενοδοχεία και βέβαια σε πολυκατοικίες και κτήρια, που είναι παλαιά. Η βασική ιδέα είναι λοιπόν, όχι πάλι θεατές.
Η Ελλάδα οφείλει να γίνει από απλός καταναλωτής, δημιουργός, παραγωγός πράσινης οικονομίας και τεχνολογίας, αντί να δημιουργήσει ένα νέο φαύλο κύκλο πράσινων κι ηλεκτρικών ελλειμμάτων. Μπορεί να κάνει πράσινη μόδα, πράσινα κρασιά, πράσινες τουριστικές υποδομές, μαρίνες με πράσινο ισοδύναμο, ενεργειακά αποδοτικά ξενοδοχεία, πράσινο λεκανοπέδιο.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του διευθυντή του ΠΜΣ, Γιάννη Μανιάτη υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, περίπου 660.000 άνθρωποι θα μεταναστεύουν μόνο και για περιβαλλοντικούς λόγους. Ας θυμηθούμε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι να είσαι «περιβαλλοντικός μετανάστης», όπως συνέβη κατά το παρελθόν σε περιορισμένη κλίμακα στη Ελλάδα π.χ. σε χωριά, που βυθίζονταν λόγω φραγμάτων.
Η μετά – λιγνιτική εποχή παρότι διατίθενται πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία στους κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας. Την ίδια στιγμή φέρνει σε ακόμη δυσκολότερη θέση και τους κτηνοτρόφους, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ονειρεύεται ένα μέλλον με λιγότερα μεγάλα, αγροτικά ζώα, καθώς, κακώς τα θεωρεί ρυπαντές του περιβάλλοντος, αντί να δώσει κίνητρα για την ορθή διαχείριση των αποβλήτων και την χρήση και δημιουργία υλικών από παραπροϊόντα κι υποπροϊόντα. Αξίζει μόνο ν΄ αντιληφθεί κάποιος ότι σε παλαιότερες εποχές η Ελλάδα είχε 100.000 βουβάλια και σήμερα έχει περίπου 4.000. Αν σκεφτούμε ότι είχε χιλιάδες γαϊδουράκια, τα οποία σήμερα έχουν περιοριστεί από τις αγροτικές εργασίες αλλά χρησιμοποιούνται μόνο για τουριστικούς λόγους, το ζήτημα είναι πως και η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει μία ευκαιρία, όχι μόνο να μειώσει τα διατροφικά της ελλείμματα σε βασικά αγαθά αλλά να μειώσει και τη δυναμική της στην ύπαιθρο. Η ψηφιακή τεχνολογία κι η ρομποτική έρχονται φυσικά να δώσουν νέες ιατρικές λύσεις σε άτομα με ειδικές ανάγκες, που πριν ήταν αποκλεισμένα. Ο πράσινος, ψηφιακός μετασχηματισμός χρειάζεται να σχεδιάσει μεταφορές ασφαλείας για ΑΜΕΑ.
Δυστυχώς, ενώ στην Ευρώπη η συζήτηση έχει προχωρήσει η Ελλάδα παραμένει σε μια συζήτηση αποσπασματική. Το μοντέλο ανάπτυξης βεβαίως δεν είναι παντού ίδιο. Ενώ υπάρχουν υπερπολυτελείς κατοικίες στην Αμερική πάμε διαρκώς σε ανακαινίσεις παλαιών σπιτιών, σε βιομηχανικές κι εγκαταλειμμένες περιοχές ή ακόμη και στα λεγόμενα μικρά σπίτια (tiny houses), τα οποία στηρίζονται στην άποψη της εξωστρέφειας, με την ανακύκλωση υλικών, από παλαιά λεωφορεία, παλαιά κοντέινερ κ.ά.
Η συζήτηση, που γίνεται για το Σπίτι του Μέλλοντός μας, μας αφορά όλους. Η Ελλάδα καλείται να δημιουργήσει νέα ή έξυπνα υλικά και να σχεδιάσει νέα τουριστικά προϊόντα. Ήδη έχουμε δει πράσινες μετακινήσεις με ποδήλατο, νέες σημάνσεις στους δρόμους, ηλεκτρικά οχήματα, ηλεκτρικές μπαταρίες. Οι αλλαγές που έρχονται, λόγω του δίδυμου της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που συνδυάζει ψηφιακή τεχνολογία με πράσινη ανάπτυξη έρχονται να δημιουργήσουν και δίδυμο νέων κοινωνικών και διακρατικών ανισοτήτων. Το κύριο αίτημα, όμως της ελληνικής κοινωνίας είναι η αγορά της τεχνολογίας. Το ΙΤΕ αλλά κι αρκετοί άλλοι ερευνητικοί φορείς δίνουν το καλό παράδειγμα.
Η δημιουργία νέας καινοτομίας στον αγροτικό χώρο, οι μαζικές κι όχι περιορισμένες εφαρμογές στη ρομποτική γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, οι ψηφιακές λύσεις στον τουρισμό και τον πολιτισμό, η συγκρότηση νέων πιο ισχυρών δικτύων στη δημόσια διοίκηση, η τηλε-εργασία, το ψηφιακό εμπόριο, ο ψηφιακός αναλφαβητισμός είναι από τα ερωτήματα, που έχουν ήδη τεθεί στον δημόσιο διάλογο και θα δώσουν νέες λύσεις αλλά θα γεννήσουν και νέο ψηφιακό χάσμα. Το θέμα είναι σε ποια μεριά της Ιστορίας θέλουμε να είμαστε…