Ο πολιτικός προσεταιρισμός των «ενδιάμεσων» κοινωνικών ομάδων αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο της πολιτικής στρατηγικής του κυβερνώντος κόμματος και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σημαντικό ρόλο στη «διαχείριση» και πιθανότατα τη «λύση» αυτής της δύσκολης πολιτικής εξίσωσης διαδραματίζει από τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης και το ΚΙΝΑΛ, το οποίο εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρά ερείσματα στην ηγεσία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των μικρομεσαίων και των επιστημόνων.
Την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στο μέτωπο αυτό σηματοδότησαν οι πρόσφατες ανακοινώσεις φοροελαφρύνσεων εκ μέρους του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Εξήγγειλα μια σειρά από σημαντικές φορολογικές μειώσεις που αφορούν το φόρο εισοδήματος στις επιχειρήσεις, την προκαταβολή που θα πληρώνουν οι επιχειρήσεις, την κατάργηση του τέλος επιτηδεύματος για το 2022 και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών για τον επόμενο χρόνο. Παρά την πανδημία και παρά την κρίση η κυβέρνηση αυτή είναι συνεπής στην υλοποίηση του προεκλογικού της προγράμματος. Είχα δεσμευτεί ότι θα επιστρέψω στη μεσαία τάξη αυτά που της πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση αυτή υλοποιεί αυτήν την προεκλογική της δέσμευση».
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ στις πρωθυπουργικές δηλώσεις ήταν αιχμηρή:
«Ας κοιτάξει πώς θα επιστρέψει στη μεσαία τάξη αυτά που ο ίδιος της αφαιρεί εδώ και ενάμιση χρόνο, αφού πρώτα φροντίσει να σταματήσει την καθημερινή φτωχοποίησή της, και να αφήσει τα κλισέ».
Η πολιτική σημασία των «μικρομεσαίων»
Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενοι (από δικηγόρους και μηχανικούς και επιστήμονες μέχρι τεχνικούς διαφόρων κατηγοριών) ανέρχονται περίπου σε 850.000. Μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους ουσιαστικά το «θέμα» σχετίζεται με περίπου 1,5 εκατομμύριo ψηφοφόρους, δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Αριθμητικά και μόνον γίνεται αμέσως κατανοητή η πολιτική «ευαισθησία» των κομμάτων εξουσίας έναντί τους.
Αλλά και η πολιτική συμπεριφορά των κοινωνικών ομάδων που χαρακτηρίζονται μικρομεσαίοι (μικροεπιχειρηματίες, μικρομεσαίοι έμποροι, επιστήμονες και αυτοαπασχολούμενοι) έχει αποδείξει κατά τη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας τον καθοριστικό τους ρόλο στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις.
Την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη η εφαρμογή του προγράμματος «αντικειμενικού προσδιορισμού» του φορολογητέου εισοδήματος της λεγόμενης «μεσαίας τάξης» από το δίδυμο Παπαντωνίου-Παπαδόπουλου οδήγησε στην υπερφορολόγησή της και στη μαζική μετατόπισή της προς τα ψηφοδέλτια του Κ. Καραμανλή και στη συνακόλουθη ήττα του ΠΑΣΟΚ του κ. Σημίτη.
Η περίοδος των μνημονίων και η οικονομική κρίση συμπαρέσυραν και τους μικρομεσαίους, οι οποίοι είδαν τα μαγαζιά τους να βάζουν λουκέτα, ενώ χιλιάδες πολίτες βρέθηκαν κυριολεκτικά χωρίς εισόδημα.
Tο 2019, η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης «επένδυσαν» στην πολιτική ατζέντα της «μεσαίας τάξης», υποσχέθηκαν μειώσεις φόρων και κατάφεραν σε συνδυασμό με μία σειρά άλλων παραγόντων, να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό ακροατήριο.
Σήμερα, την περίοδο της πανδημίας, οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στον τομέα της οικονομίας έχουν δημιουργήσει νέα αδιέξοδα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ
Των πρωθυπουργικών δηλώσεων για τις φοροελαφρύνσεις είχε προηγηθεί εκστρατεία προβολής θέσεων και προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης που είχε κορυφωθεί με μια μεγάλη διαδικτυακή εκδήλωση με βασικό πάνελ πέραν του κ. Τσίπρα, τους επικεφαλής των επιχειρηματικών οργανώσεων (πλην ΣΕΒ), τον κ. Μίχαλο από το ΕΒΕΑ και την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας, τον κ. Καββαθά από τη ΓΣΕΒΕΕ και τον κ. Χατζηθεοδοσίου από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών.
Το βασικό πρόγραμμα της αντιπολίτευσης -που θεωρεί ανεπαρκή τα κυβερνητικά μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης- περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και διαγραφή σημαντικού τμήματος του ιδιωτικού χρέους που αγγίζει πλέον τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Σημείο στο οποίο φαίνεται να διασταυρώνεται απολύτως με τις θέσεις των εκπροσώπων των επιχειρηματικών και επαγγελματικών οργανώσεων. Στο μέτωπο αυτό, η κυβέρνηση πάντως ανακοίνωσε τη διαγραφή κατά 50% των ποσών που δόθηκαν μέσω των προγραμμάτων «Επιστρεπτέα προκαταβολή» 5, 6 και 7.
Η αντιπολίτευση σχεδόν στο σύνολό της θεωρεί τα συγκεκριμένα μέτρα ανεπαρκή, ενώ ο πρόεδρος των Επιμελητηρίων της χώρας, Κωνσταντίνος Μίχαλος, έχει λάβει πρωτοβουλίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις αρχές του 2021 έχει αποστείλει σχετικές επιστολές για την αναγκαιότητα «συγχώρεσης χρέους» («άφεση χρέους» κατά την ελληνική νομική ορολογία) του ιδιωτικού τομέα των χωρών-μελών της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των εκρηκτικών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει στις οικονομίες η πανδημία τής Covid-19. Οι επιστολές απευθύνονταν προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Μίχαλος ήδη βρίσκεται σε συνεννόηση και συντονισμό με τους ομολόγους του των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.
Προς την ίδια κατεύθυνση ευθυγραμμίζονται και οι ηγεσίες της ΓΣΕΒΕΕ και των Επαγγελματικών Επιμελητηρίων.
Η αντικειμενική κατάσταση
Η στρατηγική Μητσοτάκη φαίνεται να εμποδίζεται εξ αντικειμένου από τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και την πανδημία που έχει προκαλέσει η πανδημία. Κάτι που αντιθέτως ευνοεί την αξιωματική αντιπολίτευση στην ανάπτυξη των θέσεών της αλλά και στη διατύπωση κατηγοριών εις βάρος της για προεκλογική πλειοδοσία.
Η αντιπολίτευση από την πλευρά της υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση δεν στηρίζει ουσιαστικά τους μικρομεσαίους στο σύνολό τους και επικαλείται προς τούτο τις σχετικές έρευνες που έχουν πραγματοποιήσει Επιμελητήρια και ΓΣΕΒΕΕ.
«Βομβαρδισμένο» τοπίο
Είναι χαρακτηριστικά τα ευρήματα της τακτικής 6μηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Μελετών της Γενικής Συνομοσπονδίας Εμπόρων, Βιοτεχνών και Επαγγελματιών Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) που πραγματοποιήθηκε από την εταιρία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 801 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 10-24 Φεβρουαρίου 2021.
Σύμφωνα με την έρευνα μεταξύ άλλων:
· 8 στις 10 επιχειρήσεις (79,8%) δήλωσαν πως η οικονομική κατάστασή τους επιδεινώθηκε, έναντι μόλις 4,2% που δήλωσε ότι βελτιώθηκε και 15,9% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητη.
· 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%) δήλωσαν πως μειώθηκε ο τζίρος τους έναντι μόλις του 11,1% που δήλωσε πως αυξήθηκε και του 16,9% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητος.
· Ο κύκλος εργασιών μειώθηκε μεσοσταθμικά κατά 32,4% το β΄ εξάμηνο του 2020, έναντι 40,1% που είχε καταγραφεί το α΄ εξάμηνο.
Δυσμενέστερη είναι η κατάσταση που καταγράφεται στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή, καθώς 8 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν πως το β΄ εξάμηνο του 2020 μειώθηκε ο τζίρος τους.
· H μεσοσταθμική μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων που ανέστειλαν τη λειτουργία με κρατική εντολή ανήλθε στο 39,3% και των επιχειρήσεων εστίασης στο 44,2%.
· Διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που το 2020 σε σύγκριση με το 2019 κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020 από 27,6% το 2019), ενώ υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019).
· Το 71,5% δήλωσε πως το β΄ εξάμηνο του 2020 μειώθηκαν οι παραγγελίες, έναντι του 9,2% που δήλωσε πως αυξήθηκαν και του17,7% που δήλωσε πως οι παραγγελίες παρέμειναν σταθερές.
· Το 74,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το β΄ εξάμηνο του 2020 μειώθηκε ακόμη περισσότερο η ρευστότητα του, έναντι μόλις του 7,5% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και του 16,9% που δήλωσε ότι δεν μεταβλήθηκε.
· Συγκεκριμένα σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις τα ταμειακά διαθέσιμα δεν επαρκούν για περισσότερο από ένα μήνα. Με άλλα λόγια, η 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα.
· Γενικά, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (46,4%) φαίνεται πως έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή, 1 στις 4 επιχειρήσεις (21,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία), ενώ επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις (19,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στις μισές τουλάχιστον από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων της έρευνας.
· 1 στις 4 επιχειρήσεις (23,8%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία (ΦΠΑ, ΦΜΥ κ.λπ.).
· 1 στις 4 επιχειρήσεις (26,3%) δηλώνει πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ.
· Το 14,9% των επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό δήλωσε πώς έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ.
· Το 32,9% των επιχειρήσεων που έχουν τραπεζικά δάνεια δήλωσε πως έχει καθυστερημένες οφειλές.
· Το 7,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εκτιμά πως θα κάνει προσλήψεις το β΄ εξάμηνο του 2021 έναντι του 3,4% που δηλώνει πως θα προχωρήσει σε μειώσεις προσωπικού και του 84,1% που δήλωσε πως θα το κρατήσει σταθερό.
· Το 63,1% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία θα διαρκέσει για τουλάχιστον 2 χρόνια με τους επιχειρηματίες της εστίασης να καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό απαισιοδοξίας (72%).
Το άμεσο μέλλον
Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη.
· Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί: στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις (31,3% προς τον πρώην ΟΑΕΕ και 24,2% προς το ΙΚΑ), στις φορολογικές της υποχρεώσεις (30,1%),στις υποχρεώσεις ενοικίου (35,2%).
· Σχεδόν 1 στις 2 (44,6%) από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό δάνειο δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της το επόμενο διάστημα.
Ως προς τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων:
· Σχεδόν 4 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (37,8%) θεωρούν πως οι επιστρεπτέες προκαταβολές είναι το σημαντικότερο μέτρο στήριξής τους και ακολουθούν η μείωση/απαλλαγή ενοικίου (14,6%), η αναστολή φορολογικών/ασφαλιστικών υποχρεώσεων (13,6%), η αναστολή συμβάσεων εργασίας (8%), η τραπεζική δανειοδότηση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου (8%), η αναστολή πληρωμής επιταγών για 75 ημέρες (2,2%), ενώ τελευταία κατατάσσονται τα προγράμματα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας του ΟΑΕΔ (1,2%), το πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας (0,9%) και το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (0,3%).
· Από το 63,7% των επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών το 54,1% έλαβε χρηματοδότηση ύψους έως 5.000€, ενώ το 59% δήλωσε πως η ενίσχυση που έλαβε δεν ήταν αρκετή για να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών του.