ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ 12ΧΡΟΝΩΝ
Ανοίγει ο εμβολιασμός στις ηλικίες 12-15 ετών
«14 Ιανουαρίου 1941. Κλεισμένοι σε ένα βρώμικο δωμάτιο, ένα μακάβριο και τρομακτικό θέαμα, εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια μας. Το δωματιάκι είναι γεμάτο από τραυματισμένους ή άρρωστους αιχμαλώτους. Ξαπλωμένα ανάσκελα στο γυμνό πάτωμα, εγκαταλειμμένα και μόνα τους, εκείνα τα ακρωτηριασμένα σώματα κακοποιημένα από τα τραύματα της γάγγραινας κείτονται ανάμεσα στα σκουπίδια, χωρίς καμία βοήθεια, μη μπορώντας να κινηθούν…
»Μαστιζόμενη από τη δίψα, το κρύο, τον πόνο, εκείνη η ανθρώπινη μάζα σε αποσύνθεση, ανυψώνει εν χορώ στον ουρανό ένα παράπονο που σου ξεσχίζει τη ψυχή. Μερικοί ζητούν τη μητέρα τους. Άλλοι παραληρούν. Αδύναμος να κάνω κάτι, επιθεωρώ εκείνα τα άθλια σώματα… Μερικοί με αναγνωρίζουν. Με φωνάζουν. Δεν μου μένει να κάνω τίποτε άλλο από το να ανάψω τα λίγα τσιγάρα που μου έχουν μείνει και να τα χαρίσω στους λιγότερο τραυματισμένους αλλά τα τσιγάρα γρήγορα σβήνουν σε εκείνα τα χείλη που ψήνονται από τον πυρετό… Εδώ, περισσότερο από το μέτωπο, ο πόλεμος μου εμφανίζεται με όλη του την τραγικότητα».
To σπαρακτικό αυτό απόσπασμα είναι από ημερολόγιο του Giovanni Roba, ανθυπολοχαγού του 2ου Τάγματος, του 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena». Ένα ημερολόγιο που αποκαλύπτει τη φρίκη του πολέμου που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τις ιαχές των «νικητών» ή τις οιμωγές των «ηττημένων». Το φέρνει στο φως ο Ιταλός ιστορικός Giorgio Rizzo, ένας ακούραστος και παθιασμένος ερευνητής με το βιβλίο του, «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940-41» (Εκδόσεις Historical Quest).
Μέσα από τις σελίδες του, όμως, δεν αναδύεται μόνο η φρίκη, αλλά και στιγμές ανθρωπιάς, όπως καταγράφονται στα ημερολόγια των μαχητών. Αχτίδες φωτός που σκίζουν το πυκνό σκοτάδι, και στέλνουν ένα μήνυμα ελπίδας, όπως αποκαλύπτει και πάλι το ημερολόγιο του Giovannni Roba, δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα από το πρώτο απόσπασμα:
«12 Ιανουαρίου 1941. Μια νότα συγκίνησης εν μέσω τόσου πόνου. Ένας Έλληνας αξιωματικός, σχεδόν στα κρυφά μου χαρίζει ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, μερικές ελιές και λίγο ψωμί. Είναι το συσσίτιο μου για όλη την ημέρα».
Στα ιταλικά, ο τίτλος του βιβλίου είναι «Grecia - La Guerra Subdola» και εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών ΙSTLIB του (Pordenone) Πορντενόνε. Η ακριβής μετάφραση του τίτλου στην ελληνική είναι «Ελλάδα – Ο Ύπουλος Πόλεμος». Όμως, ο τίτλος που επιλέχθηκε για την ελληνική έκδοση «Ο Πικρός Πόλεμος – Η Ελληνοϊταλική Σύγκρουση 1940-41» ίσως αναδεικνύει μία άλλη πλευρά αυτού του πολυσήμαντου γεγονότος. Την πικρία και την αμηχανία που προκάλεσε ο πόλεμος αυτός σε Έλληνες και Ιταλούς, δύο λαούς με μακροχρόνιους δεσμούς και πολιτισμική συγγένεια.
Ο Giorgio Rizzo, ένας ακούραστος και παθιασμένος ερευνητής και φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, φέρνει στην επιφάνεια πολλές άγνωστες πτυχές της σύγκρουσης αυτής.
Ανασύρει από την αχλή του χρόνου ημερολόγια φασιστών αξιωματούχων και Ιταλών στρατιωτών, μελετά εξονυχιστικά μέρα προς μέρα τα γεγονότα και την κατασκευή των αιτίων που οδήγησαν στην εισβολή, ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις της φασιστικής κυβέρνησης για μία εύκολη νίκη κατασκευάζοντας ένα λεπτομερές χρονολόγιο από την αρχή του πολέμου έως την πτώση της Κρήτης, εστιάζει στους αμείλικτους αριθμούς των νεκρών, των τραυματιών και των αιχμαλώτων, τη δράση της αεροπορίας και του ναυτικού, τους ψυχολογικούς και ηθικούς παράγοντες που επέδρασαν στον πόλεμο αυτό, τα αισθήματα των Ελλήνων και των Ιταλών στρατιωτών, τη σύγκριση ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων και αναλύσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Η έκδοση του βιβλίου αυτού στην ελληνική γλώσσα φιλοδοξεί να ανοίξει ακόμη ένα παράθυρο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, από το οποίο μπορεί να δει πιο καθαρά πώς είδαν τότε οι Ιταλοί τον πόλεμο με την Ελλάδα και τον τρόπο με τον οποίο τον μελετούν, τον κατανοούν και τον προσεγγίζουν σήμερα. Πλαισιώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό που προέρχεται τόσο από ελληνικά όσο και ιταλικά αρχεία. Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει πολυάριθμα έγγραφα της περιόδου αυτής που παραμένουν ακόμα ανέκδοτα στα δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, έγγραφα απαραίτητα για να δώσουν με τρόπο πιο συνολικό την εικόνα του πολέμου. Από το 2006, Έλληνες και Ιταλοί ιστορικοί συνεργάζονται για να αναδείξουν τις λεπτομέρειες του επώδυνου αυτού πολέμου για τις δύο χώρες. Παρουσιάζει ακόμα ντοκουμέντα και συμπεράσματα για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση Ελλάδας και Ιταλίας, και τις κυριότερες στιγμές των πρωταγωνιστών.
28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 3 τα ξημερώματα. O Emanuele Grazzi πηγαίνει στο σπίτι του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά και του παραδίδει το τηλεγράφημα-τελεσίγραφο της Ιταλίας. Εκείνος με ανήσυχη και θλιμμένη φωνή, αλλά σταθερή, του είπε: «Allors, c’ est la guerre» (Αυτό σημαίνει πόλεμος).
Ο ιστορικός Franco Bandini σχολιάζει ότι δεν χρειαζόταν κανένας πόλεμος εάν οι Ιταλοί είχαν χειριστεί τα πράγματα με ελάχιστη εξυπνάδα. Το τελεσίγραφο έληγε μόλις... τρεις ώρας μετά την επίδοσή του στον Ι. Μεταξά. Ο Μεταξάς ρώτησε να μάθει ποια ήταν τα συγκεκριμένα σημεία που ζήτησαν οι Ιταλοί για να περάσουν σε ένα τμήμα του ελληνικού εδάφους. Ο Grazzi δεν ήξερε, αλλά ούτε και στη Ρώμη είχαν κάποια λίστα. Ο Μεταξάς ζήτησε περισσότερο χρόνο, αλλά ο Grazzi επέμεινε στο παράλογο όριο των τριών ωρών.
Και να σκεφτεί κανείς ότι η περιττή αυταρχικότητα του ιταλικού τελεσιγράφου αποθάρρυνε τις φίλα προσκείμενες στην Ιταλία πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας.
Μία εβδομάδα μετά την έναρξη του Πολέμου, το προσωπικό της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα εγκατέλειψε τη χώρα, καθώς εξανεμίστηκαν οι ελπίδες για μια γρήγορη ιταλική νίκη. Η ελληνική κυβέρνηση συνέλαβε όλους τους Ιταλούς υπηκόους που διέμεναν στην Ελλάδα και τους έστειλε σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη τη χώρα.
Ο Giorgio Rizzo, με βάση τα αρχεία και των δύο κρατών και των διεθνών οργανισμών, συνέταξε και έναν πίνακα με τις απώλειες των δύο χωρών. Σύμφωνα με αυτόν:
Νεκροί: 38.382
Τραυματίες: 50.874
Κρυοπαγήματα ή νεκροί από ψύχος: 12.368
Αγνοούμενοι: 15.000
Νοσηλευθέντες: 52.108
Αιχμάλωτοι: 26.000
Δηλωθέντες λιποτάκτες: 3.395
Νεκροί: 11.911
Τραυματίες: 42.485 ή 61.600
Κρυοπαγήματα, ή νεκροί από κρύο:10.000 ή 25.000
Αγνοούμενοι: 1342
Αιχμάλωτοι: 2.392
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι οι μόνες χώρες της Ευρώπης που έχουν καθιερώσει ως εθνική εορτή την απαρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι το τέλος του. Και αυτό είναι κάτι που προξενεί εντύπωση σε κάποιους, θέτοντας το δικό τους «γιατί;». Η απάντηση υπάρχει και είναι πολύ απλή, κατά τους ιστορικούς: Το «Όχι» του Μεταξά στο τελεσίγραφο που του επέδωσε ο πρέσβης της Ιταλίας Γκράτσι, ένωσε τους Έλληνες μπροστά στον κίνδυνο του ιταλο-γερμανικού φασιστικού άξονα, με αποτέλεσμα το θρυλικό «Έπος του ’40», δηλαδή τη νίκη των Ελλήνων επί των Ιταλών εισβολέων. Ο Ιωάννης Μεταξάς, αν και δικτάτορας, συμμάχησε με τους Άγγλους αντί των Γερμανών ναζιστών, και έλπιζε ότι οι σύμμαχοι θα σταματούσαν τους Ναζί – όπως και έγινε τελικά, αλλά όχι άμεσα. Επιπλέον, η Ελλάδα μετά την ήττα των Γερμανών μπήκε στον εμφύλιο πόλεμο, έναν διχασμό που κόστισε πολύ σε τούτη την ήδη ταλαιπωρημένη και κομματιασμένη χώρα από την Κατοχή των Γερμανών. Στην ουσία, η Ελλάδα άρχισε να μπαίνει σε μια ελεύθερη δημοκρατική διακυβέρνηση, έστω με τα όποια τρωτά της σημεία, το 1949, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την ήττα των Ναζί. Για ποια ελευθερία, λοιπόν, να μιλήσουμε και ποια ελευθερία να γιορτάσουμε ως έθνος;
Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν η μέρα της περηφάνιας για τους Έλληνες, ήταν η μέρα που χειροκρότησαν το «Όχι» στον φασισμό και βγήκαν να πολεμήσουν εναντίον του. Και νίκησαν. «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Σεφέρης για τον Μεταξά και την απόφασή του να αρνηθεί την ιταλική πρόταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος εορτασμός των Ελλήνων για τη νίκη τους στον φασισμό έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1941, δηλαδή έναν χρόνο μετά το θρυλικό εκείνο «Όχι», στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ήδη τελούσαμε υπό Γερμανική Κατοχή. Μάλιστα, ομιλητής ήταν την παραμονή της εκδήλωσης ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ενώ ανήμερα αρνήθηκε να κάνει μάθημα με αποτέλεσμα την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο. Την επόμενη χρονιά, 28 Οκτωβρίου του 1942, η επέτειος του «Όχι» εορτάστηκε στην πλατεία Συντάγματος, χωρίς παρέκτροπα, με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, όπως και σε άλλες πόλεις της κατεχόμενης Ελλάδας. Στις 28 Οκτωβρίου του 1943, εορτάστηκε πάλι η ιστορική επέτειος του «Όχι», σύμφωνα με τον Ηλία Βενέζη, στην πλατεία Κοτζιά, έξω από την Εθνική Τράπεζα, όπου ο ίδιος ήταν τότε υπάλληλος. Κατά τη δική του μαρτυρία, αυτό δεν άρεσε στους Γερμανούς, οι οποίοι τιμώρησαν εκείνους που συμμετείχαν με ορθοστασία αφενός, και αφετέρου συνέλαβαν καμιά εικοσαριά άτομα και τα έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Και φτάνουμε στις 28 Οκτωβρίου του 1944, οι Γερμανοί έχουν χάσει τον πόλεμο, ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι πρωθυπουργός, και έχουμε τον πρώτο επίσημο εορτασμό του «Όχι» στην ελεύθερη από τους Ναζί Ελλάδα.
Έτσι, παρέμεινε ο εορτασμός αυτήν τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ακολούθησε, όπως προαναφέρθηκε, ο Εμφύλιος που δίχασε και πάλι τους μέχρι τότε ενωμένους Έλληνες.
Η γερμανική Κατοχή επίσημα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 και τελείωσε στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Η Εθνική Αντίσταση στο διάστημα αυτό έδρασε δυναμικά. Η Μάχη της Κρήτης αποδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα του Χίτλερ. Οι σύμμαχοι κατάφεραν να εξοντώσουν τους Ναζί, με σημαντικό ρόλο να παίζει και η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Η Αμερικανοί και οι Ρώσοι διχοτόμησαν τη Γερμανία σε Ανατολική και Δυτική, με την υποχρέωση όταν επανασυνδεόταν να καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις για τη ζημιά που προκάλεσε στις χώρες που επιτέθηκε.
Στο διάστημα της Κατοχής, οι Γερμανοί κατακτητές κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία, ενώ η απώλεια της ανθρώπινης ζωής ξεπερνά σε βαρβαρότητα κάθε προηγούμενο. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα με πληθυσμό 7,22 εκατ. πριν μπει στον πόλεμο είχε απώλειες 35.100 ανθρώπινων ζωών στα πεδία των μαχών, 171.800 από άμαχους που σχετίζονται με πολεμικές δράσεις (π.χ. εκκαθαρίσεις πληθυσμών). ενώ οι απώλειες από τις συνθήκες ασιτίας και κακουχίας εκτιμώνται μεταξύ 300.000 και 600.000. Συνολικά, υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους από 600.000 έως 800.000 Έλληνες, σε ποσοστό που αγγίζει το 10%, το μεγαλύτερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του γερμανικού «Focus», του 2019, με τίτλο: «Οι ναζί κατέστρεψαν εντελώς την οικονομία της Ελλάδας», «συνολικά, βαραίνουν τη συνείδηση των Γερμανών περίπου 330.000 Έλληνες, δηλαδή το 4,8% του πληθυσμού. Το 30% του πληθυσμού ήταν μετά το τέλος της κατοχής ανάπηρο ή ασθενούσε χρόνια».
Και συνεχίζει το γερμανικό μέσο ενημέρωσης:
«Εκτός από τις τρομερές ανθρώπινες απώλειες, η χώρα υπέστη επίσης σοβαρές ζημίες στην οικονομία και τις υποδομές της, λόγω των συστηματικών λεηλασιών και των καταστροφών. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα καταστράφηκε εξαιτίας των πολύ μεγάλων αναγκαστικών δανείων, ύψους 476 δισ. μάρκων, με τα οποία χρηματοδοτήθηκε το γερμανικό καθεστώς κατοχής.
»Το εξωτερικό εμπόριο κατέρρευσε πλήρως, λόγω της κατάσχεσης του ελληνικού εμπορικού στόλου, εξίσου με το εγχώριο εμπόριο, αφού οι Γερμανοί χώρισαν τη χώρα σε τρεις ζώνες κατοχής με απροσπέλαστα σύνορα για τον πληθυσμό και ανέθεσαν τις δύο στους συμμάχους τους, Ιταλία και Βουλγαρία (και οι δύο χώρες κατέβαλαν ήδη αποζημιώσεις στην Ελλάδα πριν από δεκαετίες).
»Σύμφωνα με τον ιστορικό Καρλ Χάιντς Ροτ, συγγραφέα του βιβλίου “Οι οφειλές των επανορθώσεων – Υποθήκες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη”, προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής τεράστιες καταστροφές σε 1.700 τοποθεσίες, ενώ περισσότερα από 100 χωριά ισοπεδώθηκαν πλήρως.
»Σε ορισμένες περιοχές της χώρας, το 90% του κατοικήσιμου χώρου καταστράφηκε, με αποτέλεσμα 640.000 άνθρωποι να μείνουν άστεγοι. Σε ολόκληρη τη χώρα, το ποσοστό της καταστροφής ανήλθε περίπου στο 25%.
»Ιδιαίτερα δυσμενής έγινε για τους Έλληνες η κατάσταση, όταν οι Γερμανοί έπρεπε τελικά να αποσυρθούν από τη χώρα εξαιτίας της στρατιωτικής πίεσης των συμμάχων, με τεράστιες συνέπειες για τις υποδομές. Έδρασαν με βάση την αρχή της καμένης γης, σύμφωνα με την οποία εμποδίστηκε να πέσουν στα χέρια του αντιπάλου ανέπαφες οι υποδομές και να χρησιμοποιηθούν από αυτούς. Έτσι, το 100% των σηράγγων, σχεδόν όλες οι οδικές και σιδηροδρομικές γέφυρες, τα περισσότερα από τα μεγάλα ορυχεία και το 80% όλων των σιδηροδρομικών οχημάτων καταστράφηκαν. Οι μηχανές τους είτε καταστράφηκαν είτε τις πήραν μαζί τους.
»Σχεδόν όλα τα λιμάνια, περιλαμβανομένων των δύο μεγαλύτερων χωρών της χώρας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, είτε καταστράφηκαν εντελώς είτε σε μεγάλο βαθμό. Ο ιστορικός Καρλ Χάιντς Ροτ, ο οποίος παραθέτει αυτά τα στοιχεία, βρήκε κατά τις έρευνές του την αναφορά ενός τάγματος πρωτοπόρων που συμμετείχε, στην οποία ο συγγραφέας σημείωνε με υπερηφάνεια ότι η καταστροφή ήταν τόσο πλήρης, ώστε αυτά τα λιμάνια θα παραμείνουν μπλοκαρισμένα για δεκαετίες.
»Τέλος, καταστράφηκε και ολόκληρο το τηλεφωνικό και τηλεγραφικό δίκτυο της χώρας».
Κι όμως, οι Γερμανοί αρνήθηκαν να καταβάλουν τις πολεμικές αποζημιώσεις αλλά και το κλεμμένο δάνειο που χρωστάνε στην Ελλάδα, με τον Σόιμπλε να οδηγεί τη χώρα μας πριν από λίγα χρόνια στη χρεωκοπία, δηλώνοντας: «Το θέμα (των αποζημιώσεων) είναι λήξαν».
Εμείς ως Έλληνες τι να πούμε μετά από αυτό;
Ο αγώνας του Μανώλη Γλέζου, για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων και την επιστροφή του δανείου στη χώρα μας, δυστυχώς δεν δικαιώθηκε, τουλάχιστον όχι όσο ζούσε…
Ας εορτάσουμε λοιπόν το ιστορικό Έπος του ’40 και φέτος –έστω και εν μέσω πανδημίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται–, ας κρατήσουμε την ομοψυχία εκείνων των αγωνιστών εναντίον του φασισμού, και ας ευχηθούμε πόλεμο να μην ξαναζήσει καμία χώρα, κανένας λαός, κανένας άνθρωπος…