Με δύο ιδιαίτερα σημαντικά όπλα αναμένεται να εισέλθει η Ελλάδα στη «μάχη» για την επιστροφή των ξένων επενδυτών ακινήτων, έστω και αν αυτή αναμένεται να αναθερμανθεί για τα καλά από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μετά, οπότε εκτιμάται ότι θα είναι ευκολότερη η μετακίνηση από χώρα σε χώρα.
Τα δύο αυτά όπλα είναι, κατ’ αρχάς, το ισχυρό διαβατήριο που προσφέρει η χώρα και, δευτερευόντως, η υψηλή θέση της (συγκριτικά με άλλες χώρες που προσφέρουν αντίστοιχα προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης) στον δείκτη ποιότητας εκπαίδευσης.
Το 2020, το πρόγραμμα χορήγησης αδειών παραμονής στους επενδυτές ακινήτων στην Ελλάδα υπέστη κατακόρυφη πτώση. Λόγω της πανδημίας αλλά και της αδυναμίας των ενδιαφερόμενων επενδυτών να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να ολοκληρώσουν τις σχετικές διαδικασίες αγοράς ακινήτου και έκδοσης άδειας παραμονής, το αποτέλεσμα ήταν να εκδοθούν συνολικά 403 νέες άδειες. Πρόκειται για αριθμό που αποτελεί πτώση της τάξεως του 88,5%, σε σύγκριση με τις 3.504 άδειες που χορηγήθηκαν το 2019, έτος-ρεκόρ για το πρόγραμμα Golden Visa.
Υπενθυμίζεται ότι από την αρχή του προγράμματος και μέχρι και το 2020, έχουν εκδοθεί συνολικά 8.011 άδειες. Με βάση τον ετήσιο δείκτη Henley Passport Index για το 2021, το ελληνικό διαβατήριο κατατάσσεται στην όγδοη θέση, καθώς προσφέρει πρόσβαση σε 184 χώρες του κόσμου χωρίς την ανάγκη έκδοσης βίζας.
«Χαμένο» έτος
Αναμφίβολα, το 2020 θα πρέπει να θεωρείται «χαμένο» έτος για την αγορά κατοικίας. Αυτό αποτυπώνεται σε όλα τα σχετικά μεγέθη, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κατά το περσινό εννεάμηνο οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για την αγορά ακινήτων υποχώρησαν κατά 42,5% σε ετήσια βάση. Το 2020 επενδύθηκαν 437 εκατ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με το 2019, με το συνολικό ποσό να υπολογίζεται σε 593 εκατ. ευρώ, από 1 δισ. ευρώ κατά το περυσινό εννεάμηνο. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να απορροφά ένα σημαντικό μερίδιο των ξένων άμεσων επενδύσεων και συγκεκριμένα 25,3% του συνόλου, έναντι 32,3% το 2019. Επιπλέον, παρά τη δύσκολη συγκυρία, η φετινή επίδοση έχει ήδη ξεπεράσει την αντίστοιχη του 2017, όταν στο σύνολο του έτους η ελληνική αγορά ακινήτων είχε προσελκύσει σχεδόν 415 εκατ. ευρώ από το εξωτερικό.
Ωστόσο, τα δείγματα για το 2021 παραμένουν θετικά. Βέβαια, για να λάβει κανείς διαβατήριο, θα πρέπει να συμπληρώσει επτά συνεχόμενα έτη παραμονής στη χώρα για τουλάχιστον έξι μήνες ετησίως. Μεταξύ των χωρών της ευρύτερης περιοχής της νοτίου Ευρώπης, που επίσης προσφέρουν προγράμματα χορήγησης αδειών παραμονής σε πολίτες χωρών εκτός Ε.Ε., η Ισπανία, η Μάλτα και η Ιταλία συναγωνίζονται επάξια το ελληνικό διαβατήριο. Η Μάλτα κατατάσσεται μαζί με την Ελλάδα στην όγδοη θέση, ενώ το ιταλικό και το ισπανικό διαβατήριο προσφέρουν ανεμπόδιστη πρόσβαση σε 188 χώρες, τέσσερις περισσότερες. Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκεται για τρίτο διαδοχικό έτος το διαβατήριο της Ιαπωνίας, το οποίο προσφέρει πρόσβαση σε 191 χώρες.
Οι λόγοι
Η κατάταξη της Ελλάδας βρίσκεται σε καλή θέση, σε μια ακόμα λίστα την οποία λαμβάνουν υπόψη οι επενδυτές από τρίτες χώρες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την αξιοποίηση προγραμμάτων επενδυτικών μετανάστευσης, τύπου Golden Visa. Ο λόγος για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σε σχετική ανάλυσή της, η εξειδικευμένη εταιρεία επενδυτικών προγραμμάτων μετανάστευσης Astons σημειώνει ότι η Ελλάδα προσφέρει ένα ιδιαίτερο ελκυστικό πακέτο προς τους επενδυτές. Συγκεκριμένα, συνδυάζει ένα πρόγραμμα «χρυσής βίζας», με χαμηλό όριο επένδυσης ύψους 250.000 ευρώ (από τα φθηνότερα στην Ευρώπη, μαζί με εκείνα της Ελβετίας και της Τουρκίας), αλλά και υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Με εξαίρεση την Ελβετία, η Ελλάδα έχει το δεύτερο ελκυστικότερο πακέτο, με τον δείκτη εκπαίδευσης να είναι ο ένατος καλύτερος μεταξύ των 22 χωρών παγκοσμίως, που προσφέρουν και προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης. Μάλιστα, η χώρα μας βρίσκεται πάνω από άλλες χώρες της νοτίου Ευρώπης, όπως Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα και Τουρκία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλοί από τους Κινέζους που έχουν επενδύσει στη χώρα μας, έχουν μετακινηθεί μαζί με την οικογένειά τους στην Ελλάδα κι έχουν εγγράψει τα παιδιά τους στα ιδιωτικά διεθνή σχολεία της Αθήνας, όπου το κόστος των διδάκτρων είναι ένα κλάσμα του αντίστοιχου στη Σαγκάη ή στο Πεκίνο.